Ο Βαγγέλης Αυδίκος στο Εργαστήρι του συγγραφέα
Έζησα. Μεγάλωσα με το θέμα, με το οποίο καταπιάνεται το καινούριο μου μυθιστόρημα Οι τελευταίες πεντάρες. Η μνήμη ασφαλώς μ’ επηρέασε. Δημιούργησε τις προϋποθέσεις, ώστε να με προβληματίσει το θέμα. Δεν φτάνει, όμως, μόνο αυτό, για να γίνει αποδεκτή μια ιστορία στην ατζέντα ενός πεζογράφου. Χρειάζεται να ωριμάσει η ιδέα στο μυαλό του. Να βρει τον άξονα, που θα αποτελέσει τη ραχοκοκαλιά του αφηγηματικού γεγονότος.
Αυτό δυσκολεύει τις επιλογές από τη στιγμή που δεν ήταν-και δεν είναι-στις επιλογές μου να γράψω ένα ιστορικό μυθιστόρημα. Έχουν γραφτεί σπουδαία πεζογραφήματα αυτού του είδους, τα οποία υπολήπτομαι. Όμως, κάθε συγγραφέας έχει τη δική του οπτική. Τις δικές του αφηγηματικές επιλογές.
Συνεπώς, είχα αποκλείσει το ενδεχόμενο να οργανώσω το αφηγηματικό μου υλικό ως μια ιστορική αναπαράσταση της εποχής, ως εξιστόρηση τόσο των γεγονότων που έλαβαν χώρα στο δεύτερο δεκαπενθήμερο του 1944 όσο και στη μεταπολεμική εποχή στην Πρέβεζα.
Μ’ ενδιέφερε , πρωτίστως, να μιλήσω για τη βία, απ’ όπου κι αν προέρχεται. Για το φανατισμό που αλλοιώνει την ψυχοσύνθεση των ανθρώπων. Για τα πάθη που τυφλώνουν απελευθερώνοντας τα πιο άγρια ένστικτα. Για την ανάγκη να επιστρέψουν οι άνθρωποι στην εποχή της αγριότητας. Να μιλήσουν γι’ αυτά. Να ξύσουν τις πληγές τους. Να συμφιλιωθούν με τη μνήμη.
Για να γίνει αυτό, χρειάζεται το πραγματολογικό υλικό. Έπρεπε να ψαζέψω ιστορίες για τα γεγονότα αλλά και για όσα ακολούθησαν. Χρειαζόμουν οικογενειακές και προσωπικές ιστορίες. Τις συγκέντρωσα μετά από έναν αγώνα να πείσω τους άμεσους πρωταγωνιστές και τους συγγενείς να μιλήσουν ή και όσους βίωσαν την ατμόσφαιρα να μοιραστούν μαζί μου τις εμπειρίες τους. Είχα αντιμέτωπη σ’ αυτή την προσπάθεια την καχυποψία. Για πολλά χρόνια επικράτησε σιωπή. Άλλοι δεν ήθελαν να ξύσουν τις πληγές τους κι άλλοι φοβόταν την πολιτική εκμετάλλευση. Δεν είναι εύκολο να πείσεις τους συνομιλητές σου πως η λογοτεχνία δεν είναι ιστορική αποτύπωση.
Απ’ αυτό το σημείο και μετά ο ερευνητής γίνεται λογοτέχνης. Ως εκεί μπορεί οι ρόλοι να συγχέονται. Αντλούν και οι δύο από την ίδια αφηγηματική μήτρα. Στόχος δικός μου δεν ήταν η αποτύπωση των ιστορικών γεγονότων. Ο ερευνητής μπορεί –και πρέπει – να σεβαστεί τις μαρτυρίες. Ο λογοτέχνης κινείται σε διαφορετική κατεύθυνση. Έτσι, όσα άκουσα και κατέγραψα με βοήθησαν, πρώτα, απ’ όλα να κατανοήσω το πολιτισμικό , κοινωνικό και πολιτικό ήθος της εποχής. Είναι το αμνιακό υγρό που θα υποδεχτεί τους ήρωες. Συνεπώς, οι συζητήσεις και το πραγματολογικό υλικό συνέδραμαν την προσπάθεια να δημιουργηθεί, να σκιαγραφηθεί το ιστορικό πλαίσιο.
Όμως, δεν χρησιμοποιήθηκε για να αναπαρασταθούν οι πραγματικοί ήρωες. Μ’ ενδιέφερε, πρωτίστως, η δημιουργία λογοτεχνικών ηρώων. Κι αυτή η διαδικασία είναι μια επώδυνη αφηγηματική διεργασία, καθώς ο λογοτέχνης οφείλει να
αποστασιοποιηθεί από το υλικό της έρευνας δημιουργώντας το δικό του λογοτεχνικό σύμπαν, όπου οι ήρωες θα υπηρετούν τον στόχο του δημιουργού τους.
Για μένα η διαδικασία αυτή ήταν πράγματι επώδυνη και απελευθερωτική. Η σχέση τοπικότητας με όσους συζήτησα μού προκάλεσε συνειδησιακά προβλήματα για την τύχη των μαρτυριών τους. Ωστόσο, πολύ γρήγορα άφησα πίσω τις επιφυλάξεις μου, μια και επικράτησε η φωνή του πεζογράφου. Οι μαρτυρίες χρησιμοποιήθηκαν με τον τρόπο ενός καλού μάγειρα. Δεν βάζει όλο τα υλικά του. Επιλέγει αυτά που εξυπηρετούν αυτό που έχει ως στόχο να δημιουργήσει. Την ίδια συνταγή ακολούθησα στη σχέση μου με τις μαρτυρίες. Αποτέλεσαν το υλικό για να δημιουργηθούν νέοι ήρωες , οι οποίοι δεν είναι αναπαράσταση των πραγματικών πρωταγωνιστών. Μεταφέρουν το ήθος της εποχής . Όμως, είναι αυτόνομοι λογοτεχνικοί ήρωες.
Ένα θέμα που με απασχόλησε όταν έγραφα το μυθιστόρημα ήταν η γλώσσα. Σε κάποια κεφάλαια οι ήρωες μιλάνε την τοπική ιδιόλεκτο. Δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει. Ο Δημητρίου παλιότερα έχει αναδείξει την ιδιόλεκτο της Θεσπρωτίας σε συστατικό στοιχείο της λογοτεχνικής του ταυτότητας. Πρόσφατα το έπραξε και ο Παπαμάρκος, ενώ ακολούθησαν κι άλλοι. Βεβαίως, οι δικοί μου προβληματισμοί δεν σχετίζονταν με τα έργα του Παπαμάρκου και των άλλων, μια και είχα ξεκινήσει το γράψιμο πριν εκδοθούν αυτά τα πεζογραφήματα.
Τελικά, επέλεξα την ιδιόλεκτο της Πρέβεζας για τους ντόπιους, όχι για να δημιουργήσω μια ρεαλιστικότητα στην αφήγηση αλλά γιατί θεώρησα-και πιστεύω-πως η γλώσσα αποτελεί συστατικό στοιχείο του ήθους ενός ανθρώπου. Διαφορετικά , οι ήρωες θα έμοιαζαν ψεύτικοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου