Γιατί γονείς και δάσκαλοι παροτρύνουν τα παιδιά από την πιο τρυφερή ηλικία να διαβάζουν βιβλία; Οχι βέβαια για να διευρύνουν το «πνεύμα» τους ή να αναπτύξουν τις κριτικές τους ικανότητες, αρετές που θεωρούνται αμφίβολης οικονομικής αξίας και κοινωνικά επιζήμιες, σύμφωνα με τα επικρατέστερα, σήμερα, κοινωνικά πρότυπα, αλλά επειδή «κάνει καλό» στην ανάπτυξη του εγκεφάλου τους, του πιο αποδοτικού «εργαλείου» που διαθέτει κάθε άνθρωπος.
Οπως θα δούμε, η μέχρι χθες εμπειρική εικασία ότι η ανάγνωση βιβλίων αναδιοργανώνει και βελτιώνει σημαντικά τις εγγενείς εγκεφαλικές μας ικανότητες θεωρείται πλέον επαρκώς επιβεβαιωμένη επιστημονικά.
Υπάρχει, όμως, και μια επιπρόσθετη, ακόμα πιο επωφελής, λειτουργία της αναγνωστικής πρακτικής, την οποία τείνουμε να παραβλέπουμε ή να υποβαθμίζουμε: ό,τι διαβάζουμε επηρεάζει βαθύτατα τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τα πράγματα, τους άλλους και τον ίδιο μας τον εαυτό.
Υπό αυτή την έννοια, ο χρόνος που «σπαταλάμε» στην ανάγνωση ενός βιβλίου είναι ιδιαιτέρως παραγωγικός όχι μόνο από γνωσιακή αλλά και από ψυχολογική και αισθητική άποψη.
Η ανάγνωση του γραπτού λόγου, δηλαδή η καταγραφή και η αποκωδίκευση της σημασίας μιας αλληλουχίας αλφαβητικών συμβόλων, προϋποθέτει την ενεργοποίηση ορισμένων «κέντρων του γραπτού λόγου», τα οποία εντοπίζονται κυρίως στο αριστερό εγκεφαλικό ημισφαίριο.
Το πιο εντυπωσιακό, όμως, είναι ότι αυτά τα εγκεφαλικά κυκλώματα είναι κοινά σε όλους τους φυσιολογικούς ανθρώπους, ανεξάρτητα από το αν αυτοί διαβάζουν ή γράφουν σε ελληνική, εβραϊκή, αγγλική ή κινεζική γλώσσα
Μολονότι δεν είμαστε γενετικά σχεδιασμένοι για να διαβάζουμε ή να γράφουμε, επινοήσαμε και τελειοποιήσαμε την τέχνη της ανάγνωσης για να γνωρίσουμε, να βιώσουμε ή να σκεφτούμε νέα πράγματα, αλλά και για να λησμονήσουμε ή για να μη σκεφτόμαστε ό,τι μας αγχώνει, μας πληγώνει ή μας ενοχλεί.
Υπάρχουν κείμενα που μας συγκλονίζουν επειδή μας επιβάλλουν να αλλάξουμε τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμαστε και βλέπουμε τον κόσμο, άλλα πάλι τα βρίσκουμε εντελώς αδιάφορα ή βαρετά
Γιατί άραγε η αφήγηση ιστοριών –προφορική ή γραπτή, αδιάφορο– ασκεί ακαταμάχητη έλξη στον ανθρώπινο νου; Το ερώτημα αυτό απασχολεί τους μεγαλύτερους στοχαστές ήδη από την αρχαιότητα.
Αρκεί να θυμηθούμε τις «αιρετικές» και ρηξικέλευθες απόψεις του Σωκράτη και του Πλάτωνα σχετικά με τα πρωτεία του προφορικού έναντι του γραπτού λόγου.
Στον περίφημο διάλογο «Φαίδρος» (275c-277a), ο Πλάτων, διά στόματος Σωκράτη, υποστηρίζει ότι ο γραπτός λόγος είναι άκρως επιβλαβής επειδή καταστρέφει τη μνήμη και αποδυναμώνει τις διαλογικές-συλλογιστικές ικανότητες του νου.
Επιπλέον, διέβλεψε εγκαίρως ότι το γραπτό κείμενο δεν είναι κάτι ζωντανό, αφού δεν μπορεί να απαντά στα ερωτήματα που του θέτει ο αναγνώστης.
Η γραφή και η ανάγνωση, λοιπόν, σύμφωνα με τον μεγάλο φιλόσοφο, είναι δραστηριότητες παθητικές και μοναχικές, ικανές να παράγουν απλώς μια αυτιστική προσομοίωση, δηλαδή μια πλασματική εικόνα της πραγματικότητας.
Μόνο ο ζωντανός προφορικός λόγος-διάλογος μπορούν να χαράσσονται βαθιά στην ανθρώπινη ψυχή.
Το παράδοξο βέβαια είναι ότι αυτή η σφοδρότατη επίθεση στον γραπτό λόγο αποτυπώθηκε γραπτά και έφτασε ώς εμάς μέσω ενός πολύ σπουδαίου... βιβλίου.
Παρ’ όλα αυτά, υπό το φως των πρόσφατων νευροβιολογικών ανακαλύψεων και κυρίως τη σχεδόν ολοκληρωτική επικράτηση της ψηφιακής τεχνολογίας στην ανθρώπινη επικοινωνία, η πλατωνική κριτική στην παραπλανητική παντοδυναμία του γραπτού λόγου ακούγεται στις μέρες μας εντυπωσιακά επίκαιρη.
Η αναγνωστική μηχανή
Η γραφή και η ανάγνωση αποτελούν δύο προϊόντα της ανάπτυξης των ιδιαίτερων νοητικών μας ικανοτήτων, δύο μοναδικές εκδηλώσεις της εξέλιξης του είδους μας που μας διαφοροποιούν από τα υπόλοιπα ζώα.
Εντούτοις, ο γραπτός λόγος δεν προέκυψε νομοτελειακά από κάποια φυσική προδιάθεση του ανθρώπινου εγκεφάλου, αλλά ήταν και παραμένει ένα επίκτητο γνώρισμα, ένα επικοινωνιακό τέχνασμα που επινοήθηκε σχετικά πρόσφατα στην ανθρώπινη ιστορία.
Αν όμως η γραφή και η ανάγνωση, ως μαζικά πλέον κοινωνικά φαινόμενα, αποτελούν σχετικά πρόσφατη κατάκτηση των ανθρώπινων πολιτισμών, η ανάγκη μας να επινοούμε ή να ακούμε διηγήσεις ιστοριών είναι πανάρχαια. Γιατί όμως η αφήγηση ιστοριών ασκεί τέτοια «μαγική» επιρροή στον ανθρώπινο νου;
Μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες, οι ειδικοί (νευροεπιστήμονες, γνωστικοί ψυχολόγοι, νευρογλωσσολόγοι) δεν διέθεταν τα απαραίτητα τεχνολογικά μέσα για να μελετήσουν λεπτομερώς το πώς και σε ποιο βαθμό η πράξη της γραφής ή της ανάγνωσης επηρεάζει τις εγκεφαλικές μας δραστηριότητες.
Σήμερα, χάρη στις νέες νευρο-απεικονιστικές τεχνικές (μαγνητική λειτουργική τομογραφία, τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων κ.ά.), είναι πλέον εφικτός ο εντοπισμός και η ανάλυση των εγκεφαλικών δομών και των νευρωνικών μικροκυκλωμάτων που επηρεάζουν και επηρεάζονται από τη δραστηριότητα της ανάγνωσης.
Πώς καταφέρνουμε να «μεταφράζουμε» τη συμβολική γλώσσα των σημείων που αποτελούν ένα γραπτό κείμενο, είτε αυτό είναι τυπωμένο σε χαρτί είτε στην οθόνη του υπολογιστή; Και σε ποιο βαθμό η κάθε μετάφραση αποκωδικοποιεί ορθά το αρχικό ή το «πραγματικό» νόημα του κειμένου;
Εκτός από το ίδιο το κείμενο, το μόνο σταθερό σε κάθε αναγνωστική πράξη είναι ο ανθρώπινος εγκέφαλος ως «αναγνωστική μηχανή».
Εξάλλου, όπως αποκάλυψαν οι σχετικές νευροφυσιολογικές έρευνες, όλα τα επιμέρους συστήματα γραφής του ανθρώπινου λόγου –παρά τις τοπικές ή εθνικές διαφοροποιήσεις τους– βασίζονται και ενεργοποιούν τις ίδιες οπτικοακουστικές δομές του εγκεφάλου για την επεξεργασία της γλώσσας.
Στον τομέα αυτό, πρωτοποριακές είναι οι επιστημονικές μελέτες του Γάλλου νευροεπιστήμονα Στανισλάς Ντεέν (Stanislas Dehaene) και της Αμερικανίδας Μέριαν Γουλφ (Maryanne Wolf), πρωτοπόρου ερευνήτριας των εγκεφαλικών υποδομών και των παθήσεων της αναγνωστικής λειτουργίας.
Με τις έρευνές τους έδειξαν ότι η ανάγνωση και η γραφή δεν αποτελούν «αθώες» ιστορικές, πολιτισμικές επινοήσεις χωρίς βιολογικές συνέπειες, ούτε όμως και βιολογικά προκαθορισμένες εγκεφαλικές ικανότητες.
Πράγματι, οι πιο πρόσφατες έρευνες επιβεβαίωσαν ότι τόσο η γραπτή αφήγηση όσο και η ανάγνωση ιστοριών επηρεάζει σημαντικά την αρχιτεκτονική των κυκλωμάτων του εγκεφάλου μας, τα οποία με τη σειρά τους ανασυγκροτούνται δομικά και λειτουργικά ώστε να διευκολύνουν και να ενισχύουν τις αναγνωστικές μας ανάγκες.
Χάρη στην εγγενή πλαστικότητα και ευελιξία του, χάρη δηλαδή στην «ανοιχτή αρχιτεκτονική» του, ο εγκέφαλός μας μπόρεσε πριν από περίπου έξι χιλιάδες χρόνια να μετατραπεί σε αναγνωστική μηχανή.
Ειδικότερα για την ανάγνωση του γραπτού λόγου, δηλαδή για την καταγραφή και την αποκωδίκευση μιας ορισμένης αλληλουχίας αλφαβητικών συμβόλων, ενεργοποιούνται συνήθως ορισμένα «κέντρα» στο αριστερό εγκεφαλικό ημισφαίριο.
Το εντυπωσιακό είναι ότι αυτά τα εγκεφαλικά κυκλώματα είναι κοινά σε όλους τους φυσιολογικούς ανθρώπους, ανεξάρτητα από το αν αυτοί διαβάζουν ή γράφουν σε ελληνική, εβραϊκή, αγγλική ή κινεζική γλώσσα!
Ωστόσο, η ικανότητά μας για την επεξεργασία του γραπτού λόγου δεν προέκυψε από κάποια γονίδια ή, έστω, από κάποια βιολογική προδιάθεση του ανθρώπινου νου για την ανάγνωση και τη γραφή.
Αντίθετα, πρόκειται για δύο ιδιαιτέρως επιτυχή κοινωνικά-επικοινωνιακά τεχνάσματα που επινοήθηκαν και διαδόθηκαν σχετικά πρόσφατα στην ανθρώπινη ιστορία επειδή διευκολύνουν και ενισχύουν τη βαθύτερη βιολογική μας ανάγκη για επικοινωνία.
Ετσι εξηγείται το γεγονός ότι απαιτείται μακρά χρονική περίοδος για την εκμάθησή τους και ίσως γι’ αυτό οι τρέχουσες εξηγήσεις της ανάγνωσης-γραφής ταλαντεύονται και ισορροπούν (επισφαλώς!) ανάμεσα στις δύο βασικές μεταβλητές της ανθρώπινης εξέλιξης: τη βιολογία και τον πολιτισμό.
Η ψυχοθεραπευτική δράση της ανάγνωσης
Οι περισσότερες κλινικές νευρολογικές αλλά και νευροψυχολογικές μελέτες έχουν αποκαλύψει ότι οι εγκεφαλικές περιοχές που ενεργοποιούνται κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης π.χ. ενός λογοτεχνικού διηγήματος δεν είναι οι ίδιες με τις βασικές εγκεφαλικές δομές που επιτρέπουν και σχετίζονται άμεσα με την κατανόηση των λέξεων και των σημασιολογικών δομών οποιουδήποτε κειμένου διαβάζουμε.
Υπό αυτή την έννοια ο χρόνος που «σπαταλάμε» στην ανάγνωση ενός λογοτεχνικού κειμένου μάς αποδίδει στο τέλος, πέρα από τις όποιες αμιγώς αισθητικές απολαύσεις, και μια βαθύτερη γνώση του εαυτού μας και των συνανθρώπων μας.
Επιπλέον, η ποικιλοτρόπως επιβεβαιωμένη χαλαρωτική δράση πάνω στον αναγνώστη ενός καλογραμμένου κειμένου –όχι απαραίτητα ή κατ’ ανάγκη λογοτεχνικού– σχετίζεται στενά με το γεγονός ότι η ίδια η πράξη της ανάγνωσης απαιτεί την εστίαση της προσοχής του αναγνώστη στο κείμενο και άρα στην πρόσκαιρη απόσπασή του από την πραγματικότητα όταν παραδίδεται οικειοθελώς στη «μαγεία» της ανάγνωσης.
Για να καταλάβει κανείς τη μαγική ή, σπανιότερα, απομαγευτική δράση της ανάγνωσης πάνω στον νου των ενηλίκων πρέπει να αναλογιστεί τη λειτουργία και τη στάση των παιδιών απέναντι στη διήγηση παραμυθιών.
Τα παιδιά λατρεύουν να ακούνε ξανά και ξανά την ίδια ιστορία, χωρίς παραλλαγές.
Αυτό συμβαίνει επειδή, επαναλαμβάνοντας νοητικά τα συμβάντα και τα γεγονότα της ιστορίας που ακούνε και τους δημιουργεί μεγάλο άγχος ή αμηχανία, ο νους τους βρίσκει τον χρόνο για να ελέγξει και ενδεχομένως να συνειδητοποιήσει ό,τι τα φοβίζει.
Η αγχολυτική και θεραπευτική επίδραση της ανάγνωσης βιβλίων βασίζεται ίσως σε έναν ανάλογο ψυχολογικό μηχανισμό, το ακριβές νευροεγκεφαλικό υπόστρωμα του οποίου απομένει ακόμη να αποκαλύψουμε.
Στο επόμενο άρθρο θα παρουσιάσουμε μερικά αξιόλογα και διεθνώς αναγνωρισμένα επιστημονικά βιβλία που κυκλοφόρησαν πρόσφατα στα ελληνικά.
Αναλύοντας επιστημονικά τις λειτουργίες της ανάγνωσης
Αν αναζητάτε ένα βιβλίο που να συνοψίζει με τρόπο εύληπτο όσα μέχρι πρόσφατα έχει ανακαλύψει η επιστήμη σχετικά με τις ψυχολογικές και βιολογικές προϋποθέσεις και τις λειτουργίες της ανάγνωσης, τότε πρέπει οπωσδήποτε να διαβάσετε το βιβλίο της Μέριαν Γουλφ που κυκλοφορεί, άριστα μεταφρασμένο, και στα ελληνικά.
«Ο Προυστ και το καλαμάρι
Πώς ο εγκέφαλος έμαθε να διαβάζει»
μτφρ. Β. Σωσώνη-Δασκαλάκη
«Πατάκης», σελ. 408
Η ανάγνωση και η γραφή, μολονότι θεωρούνται, σήμερα, δύο απολύτως «φυσιολογικές» ανθρώπινες ικανότητες, στην πραγματικότητα δεν ήταν ανέκαθεν ούτε νευροφυσιολογικά ούτε βιολογικά δεδομένες!
«Δεν είμαστε φτιαγμένοι για να διαβάζουμε», με αυτή την προκλητική δήλωση ξεκινά το βιβλίο της η Wolf, η πιο διάσημη σήμερα Αμερικανίδα ερευνήτρια των νευροψυχολογικών προϋποθέσεων της ανάγνωσης.
Σε αυτό το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο της εξηγεί λεπτομερώς το γιατί και το πώς η γραφή και η ανάγνωση δεν αποτελούν «εκ γενετής» ικανότητες, αλλά «επίκτητα» ανθρώπινα χαρακτηριστικά.
Και μολονότι οι άνθρωποι επινόησαν αυτές τις αξιοπερίεργες πρακτικές μόλις πριν από λίγες χιλιάδες χρόνια, αυτές αποδείχτηκαν τόσο ισχυρές και αποτελεσματικές, ώστε σταδιακά εξελίχθηκαν και τελικά επικράτησαν μαζικά.
Αυτό συνέβη επειδή η ικανότητά μας για ανάγνωση μας προσφέρει μια από τις μεγαλύτερες ηδονές που μας επιτρέπει να βιώνουμε ο πολύπλοκος εγκέφαλός μας!
Κάτι που βιωματικά το γνωρίζει κάθε φανατικός βιβλιοφάγος, ενώ το αγνοεί όποιος δεν υποκύπτει σε ανάλογους πειρασμούς.
Αντλώντας από τις πολυάριθμες γνώσεις της στη νευροεπιστήμη, στην ψυχολογία, στη λογοτεχνία και στη γλωσσολογία, το βιβλίο της Wolf μάς ταξιδεύει από τον αδιαμόρφωτο εγκέφαλο ενός βρέφους που ακούει ένα νανούρισμα μέχρι τον εγκέφαλο του έμπειρου και απαιτητικού αναγνώστη που διαβάζει με ευχέρεια Προυστ.
Στο τέλος αυτού του γοητευτικού ταξιδιού, η συγγραφέας εστιάζει το ενδιαφέρον της και στις δυσλειτουργίες της ανάγνωσης και της γραφής, ιδιαίτερα στο φαινόμενο της δυσλεξίας, όταν δηλαδή ο εγκέφαλος δυσκολεύεται να διαβάσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου