Πέθανε ο Μέγας Παν
Πασκάλ
Είκοσι τρία χρόνια μετά τη δημιουργία τους το 1993 τα κολάζ του Ηλία Πετρόπουλου παρουσιάζονται στην Γκαλερί Underflow. Ο γνωστός συγγραφέας, λαογράφος, πολύτιμος ερανιστής και ποιητής έκανε μια σειρά από 39 υψηλής αισθητικής κολάζ.
Ο Πετρόπουλος εξέφραζε πάντα με αμεσότητα απόψεις και ιδέες και έθετε με τον δικό του ανεπανάληπτο τρόπο ερωτήματα που ακόμη παραμένουν αναπάντητα.
Αν ως συγγραφέας διαλέγεται συνεχώς με τον αναγνώστη, ως εικαστικός κάνει κάτι περισσότερο: τα εξαιρετικού καλλιτεχνικού ενδιαφέροντος κολάζ του δεν βρίσκονται μόνο σε μια διαρκή επαφή με τις αισθήσεις, αλλά οδηγούν σε κρυφές πηγές του συναισθήματος.
Συγχρόνως αφυπνίζουν την κριτική αντίληψη του θεατή, πυροδοτώντας την καλά κρυμμένη από τις συμβάσεις ανάγκη του για απόρριψη της (κοινωνικής) υποκρισίας.
Οι εμμονές του (γυναικεία οπίσθια και αιδοίο, ιδιόμορφοι ύμνοι σ’ έναν έρωτα σαρκικό), κομμάτια και φιγούρες από βυζαντινές εικόνες σε συνδυασμό με το γυμνό γυναικείο κορμί, τίτλοι των έργων και ιδιόγραφες εγγραφές της γνώμης του για το κατεστημένο στην τέχνη, είναι βλάσφημες για κάποιους, απλώς προκλητικές για άλλους.
Ομως με μια δεύτερη, «μέσα από τις γραμμές» ανάγνωση αποτελούν την απόδειξη μιας αθωότητας, ενός ψυχισμού που ακόμη δεν έχει πειστεί για πολλά, μολονότι προσπαθεί να πείσει για το αντίθετο.
Μήπως πρόκειται για ένα παιχνίδι που φέρνει στην επιφάνεια του σύγχρονου βάλτου το σώμα και τη λειτουργία του έρωτα-θανάτου, προσπαθώντας να ξαναδώσει ζωή στα λιμνάζοντα ύδατα των θεσμών – τις σχέσεις, την οικογένεια, την εκκλησία, το αρχαίο κάλλος, την ιστορία «μας»;
Σίγουρα πρόκειται για το παιχνίδι του Πλάνητα με την αμφιβολία της ύπαρξης, της δικής του αλλά και της Αλλης, της λοιδορούμενης από τον ίδιο. Η εικόνα του θανάτου, έτσι όπως παρουσιάζεται σε αρκετά κολάζ με τον σαρκασμό της εικονογραφίας του ιδιοφυούς Τοπόρ, ακυρώνει τη μαγεία του ανθρώπινου τοπίου αφού υπενθυμίζει το αναπόφευκτο τέλος ως Τέλος-σκοπό του έρωτα.
Ο Πλάνης αγαπά το παιχνίδι· φορά τη μάσκα τού απόλυτα ερωτικού χρησιμοποιώντας τα φετίχ του, το γυναικείο σώμα και τη λειτουργικότητά του, ως αντικείμενο για να πιέσει συνθλίβοντάς τη τη γέννηση-ζωή.
Αντίδοτο της φθοράς είναι για εκείνον η τέχνη· η θεїκή παρουσία, τα πρόσωπα της βυζαντινής εικονογραφίας συναγελάζονται με τη γύμνια σωριασμένων στα πόδια τους γυναικών των οποίων δεν βλέπουμε το πρόσωπο.
Μήπως είναι το προσωπείο μιας βλασφημίας το οποίο στο κάτω κάτω συχνά συναντούμε στις Γραφές και στο κείμενο της Αποκάλυψης που ο Ηλίας Πετρόπουλος αποδίδει όπως εκείνος το αντιλαμβάνεται και νιώθει;
Διαβάζουμε στην απόδοση/παράφραση της Αποκάλυψής του: «Και είδα την Γυναίκα μεθυσμένη απ’ το αίμα των δολοφονημένων κι απ’ το αίμα των Τουφεκισμένων και τάχασα από τέτιαν κτηνωδία...».
Δεν είναι η πρώτη φορά που ασχολείται με την καλλιτεχνική δημιουργία ο Πετρόπουλος. Ως κριτικός τέχνης στο κλασικό πλέον βιβλίο του «Ελύτης, Μόραλης, Τσαρούχης» (1966), σημειώνει: «Αξιοι εισίν ο Μόραλης κι ο Ελύτης γιατί είπανε με απλές εκφράσεις απλά νοήματα... Αδιάφορο το παρελθόν των ωραίων γυναικών».
Η θλίψη του δημιουργού πηγάζει από τη συνειδητοποίηση του επερχόμενου θανάτου, εμφανώς παρόντος ως υποκείμενου και αιτίας, και γεννά στον θεατή κάτι περισσότερο από την πίστη στο Ποτέ και Τίποτα - όπως ονομάζει την τελευταία ποιητική του συλλογή: Τι σημαίνει το (υλικό) σώμα μπροστά στο πνεύμα;
Γιατί να φοβόμαστε την απώλειά του εφόσον το θείο ως ανύπαρκτο είναι ανήμπορο να διώξει το κακό, δηλαδή ό,τι μας κρατά δέσμιους;
Οι καρποί, σπέρματα, σπόροι, μαργαριτάρια ή οτιδήποτε άλλο, που χύνονται από το στόμα (μάσκας;) αρχαїκών θεοτήτων στο αγαλμάτινο κορμί της γυναίκας τη γονιμοποιούν με χρωματικές παρεμβολές και αντιθέσεις. Κι αυτό για να υπάρξει συνέχεια, η συνέχειά της.
Το έργο τέχνης είναι ο καθρέφτης στον οποίο αντανακλώνται είδωλα. Αυτά δεν είναι απαραίτητο να είναι εμείς. Ο ποιητής ως καλλιτέχνης, και το αντίστροφο, μόνον οδηγό έχει την ευαισθησία του. Γι’ αυτό θέλει να κρυφτεί, γι’ αυτό χρησιμοποιεί πολλά, διαφορετικά μεταξύ τους, προσωπεία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου