Συρράκο. Ο ορεινός όγκος της Πίνδου, η χαράδρα του Χρούσια, τα χρώματα τ’ ουρανού την αυγή, οι βουνοκορφές, που λούζονται με τα σύννεφα, η πέτρα που κυριαρχεί στη φύση και στην ανθρώπινη δημιουργία.
Βλέπω από ψηλά έναν ηλικιωμένο άντρα να κάθεται επί ώρες στο πεζούλι του σπιτιού του ασάλευτος σαν άγαλμα. Κρατάει τη γκλίτσα του αγκαλιά, και αγναντεύει. Έξω του ή μέσα του δεν ξέρω. Μπορεί και τα δυο. Στο χαγιάτι οι πρώτοι δημογέροντες έχουν πιάσει στασίδι, με τις γκλίτσες τους πάντα, δίκην σκήπτρου και ταυτότητας. Στον «Σταυραετό», οι πρώτοι θαμώνες, συνταξιούχοι οι περισσότεροι, αλληλοπειράζονται με άγριο σαρκασμό, που όμως τελειώνει με χαμόγελο και νέα πειράγματα γύρω από το τραπέζι με την τράπουλα. Αναρωτιέμαι τι είναι αυτό που λειτουργεί ως αντίδοτο στα φαρμακερά βέλη που εκτοξεύει ο ένας εναντίον του άλλου. Πως τελικά το φαρμάκι γίνεται φάρμακο για την ψυχή.
Καταλήγω πως είναι το Εμείς, το αίσθημα του συνανήκειν. Ότι αυτοί είναι συρρακιώτες και μάλιστα γηγενείς. Εδώ έχουν ακόμα και σήμερα τον δικό τους «συνταγματικό χάρτη», που απαγορεύει στους ξένους να συμμετέχουν στις συνελεύσεις του χωριού. Κατάλοιπο, όπως φαίνεται, της κλειστής κοινωνίας των παλιών, ημινομάδων βλάχων. Ακόμα και πρόσφατα ένας τοπικός πολιτικός μεταξύ των προσόντων του ανέφερε και πως η γυναίκα του είναι γνήσια συρρακιώτισα. Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και των ταυτοτήτων, εδώ δεν χρειάζεται να αναζητήσουν ταυτότητα.
Με κερνούν. Μιλούν για το ωραίο χθεσινό γλέντι και τους χορούς τους. Τα χρήματα που ξόδεψαν για τους μουσικάντιδες. Ο ανταγωνισμός είναι έκδηλος. Παλιά ήταν η ιεραρχία στη διάταξη του «τρανού χορού», που αποτύπωνε την ταξική συγκρότηση της κοινωνίας, τώρα είναι το ποιος θα κολλήσει τα πιο πολλά χαρτονομίσματα στο μέτωπο των οργανοπαικτών, δείγμα της οικονομικής τους δύναμης και επιτυχίας. «Μας αρέσει νάρχονται οι ξένοι στο χωριό μας» μου λένε, καθώς αποσύρονται στο εσωτερικό του καφενείου.
«Μας αρέσεις», αλλά «είσαι ξένος». Ξένος, λοιπόν. Όχι δεν είναι ξενόφοβοι. Απλώς αποδέχονται την ξενότητα γιατί τους κατοικεί. Κι αυτοί ήταν ξένοι. Ίδρυσαν μάλιστα και την Παναγία των Ξένων στην Πρέβεζα, στη Λευκάδα και στην Κέρκυρα. Γύρω από την ξενότητα έκτισαν τη ζωή τους. Κατοίκησαν στην ξενιτιά και το ξένο τους κατοικεί. Είναι η κρυμμένη πλευρά της ταυτότητάς τους. Γι’ αυτό αναγνωρίζουν τον ξένο όπως τον εαυτό τους. Σκέφτομαι, λοιπόν, πως αναγνωρίζοντας τον ξένο μέσα μας, αποφεύγουμε να τον μισήσουμε.
Ο ξένος, που είναι σύμπτωμα το οποίο κατά κύριο λόγο καθιστά προβληματικό, κι ανέφικτο, το «εμείς», θα αποτελέσει τη βάση γι’ αυτούς τους ανθρώπους προκειμένου να καταστήσουν πιο ισχυρή τη συλλογικότητα και την κοινότητά τους.
Τους μιλώ για τη δική τους Παναγία, την Παναγία των Ξένων. Μοιάζουν να εντυπωσιάζονται. Γιατί ζουν την ξενότητά τους τόσο φυσικά που δεν το πρόσεξαν. Γι’ αυτό εδώ συντηρούν την κλειστή τους κοινωνία με συνδετικό στοιχείο τη δική τους ξενότητα. Έτσι δεν γίνονται ρατσιστές. Αντιθέτως, εδώ βιώνεις την ουτοπία των ξένων, που είναι η συνάντηση, η φιλοξενία, ο στιγμιαίος κοσμοπολιτισμός, η γιορτή ως «το θαύμα της σάρκας και του πνεύματος». Και κυρίως η γιορτή ως ξόδεμα του περίσσιου, όπως η χαρτούρα στο χορό, που σώζει από τη βία της συσσώρευσης. Μόνο που κάποτε το Χρήμα καταστρέφει τις ρίζες, αντικαθιστώντας όλα τα άλλα κίνητρα με την επιθυμία του «νικάν».
Ο Βαγγέλης και ο Θόδωρος μου μιλούν για τον μύκητα που σκότωσε τον μεγάλο πλάτανο της κεντρικής πλατείας. Θρηνούν για την απώλεια. Μα πιο πολλή λυπούνται που οι άλλοι δεν τη συμμερίζονται. Τώρα ο κενός χώρος του πλάτανου καλύφθηκε με τραπεζοκαθίσματα κι ένα ψυγείο της Coca cola. Αλλά μπορεί να χάθηκε το δέντρο αλλά διασώζεται κάτι πιο σημαντικό, ο άνθρωπος και η ταυτότητά του στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Εδώ έχουμε συνεχείς αλλαγές ταυτοτήτων. Οι εδώ γηγενείς είναι ξένοι αλλού. Και μέσα απ’ αυτό το «καλειδοσκόπιο ταυτοτήτων» κανείς δεν πεθαίνει από μίσος, κανείς δεν περνάει τον άλλο για τρελό ή απατεώνα. Μπορούμε λοιπόν να ισορροπήσουμε τη δύναμη της τοπικότητας με την ισχύ της οικουμενικότητας, τον «δικό μας» με τον «άλλο» αρκεί να δούμε την ξενότητα σαν ένα ταξίδι «στην ξενότητα του άλλου» και του αποξενωμένου εαυτού μας, με πυξίδα μία «ηθική του σεβασμού για το ασυμβίβαστο». Γιατί εδώ ο δικός μας και ο άλλος συγκατοικούν. Γιατί «το ξένο είναι μέσα μας, επομένως είμαστε όλοι ξένοι». Κι «Αν είμαι εγώ ξένος, δεν υπάρχουν ξένοι». Έτσι πατρίδα και μητρίδα γίνεται ο οικουμενικός Άνθρωπος…
Ξημερώνει και η Παναγία των Ξένων γιορτάζει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου