Όταν η
δημοσιογραφία γίνεται λογοτεχνία
Του Γιάννη ΠΑΠΑΚΩΣΤΑ
Στο τέλος του 19ου αιώνα, που γράφτηκαν τα ταξιδιωτικά κείμενα του Μιχαήλ Μητσάκη, τα δημοσιεύματα περιηγητικών εντυπώσεων στον Τύπο ή σε αυτόνομες εκδόσεις ήταν ο πιο πρόσφορος τρόπος για να έρθει ο μέσος αναγνώστης σε γνωριμία με απομακρυσμένες περιοχές. Τα ανέκδοτα ταξιδιωτικά κείμενα του Μητσάκη, που είχα την ευκαιρία να συγκεντρώσω σε δύο ευσύνοπτους τόμους με τους αντίστοιχους τίτλους |Παρά τοις δούλοις. Τα Ιωάννινα| και |Εις τον οίκον των τρελλών| (Εκδ. Πατάκη) γράφτηκαν στο πλαίσιο συνεργασίας με έντυπα της εποχής του. Στο πρώτο καταγράφονται εντυπώσεις από την περιοχή της τουρκοκρατούμενης Ηπείρου, ενώ το δεύτερο είναι καρπός των εντυπώσεων που προέρχονται από ολιγοήμερο ταξίδι, που ο Μητσάκης είχε πραγματοποιήσει στην Κέρκυρα στα τέλη του 1896 και τις αρχές του1897.
Το "Παρά τοις δούλοις" είναι κείμενο αυτοτελές και δημοσιεύτηκε σε πέντε συνέχειες στην εφημερίδα |Ακρόπολις|, που διηύθυνε ο γνωστός δημοσιογράφος Βλάσσης Γαβριηλίδης. Οι συνέχειες αυτές χαρακτηρίζονται τόσο από αυτοτέλεια όσο και από εσωτερική συνοχή και μπορούν να διαβαστούν αντίστοιχα. Τα |Ιωάννινα|, ήταν κείμενο που παρέμενε ανέκδοτο και εντοπίστηκε στο ΕΛΙΑ σε δυσανάγνωστη χειρόγραφη μορφή. Και τα δύο καταθέτουν εμπειρίες από την ίδια περίπου χρονολογική περίοδο (1887).
Οι ταξιδιωτικές εντυπώσεις του Μητσάκη εντάσσονται σ' έναν ευρύτερο κύκλο ταξιδιωτικών εξορμήσεων του τέλους του 19ου αιώνα, στις οποίες επιδόθηκαν πολλοί συγγραφείς, άλλοτε αυτόβουλα, όπως ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, ο Δημήτριος Βικέλας, ο Γεώργιος Βιζυηνός, ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, άλλοτε στο πλαίσιο συνεργασίας με ορισμένα έντυπα, ανάλογα με την περίπτωση του Μητσάκη, όπως ο Α. Καρκαβίτσας και ο Γ. Δροσίνης. Η ταξιδιωτική αυτή δραστηριότητα, που οδήγησε στην ανάπτυξη και την ανάδειξη του σχετικού λογοτεχνικού είδους, φαίνεται ότι υπάκουε σε μια ανάγκη τόσο προσωπική όσο και συλλογική: να γνωρίσουν οι έλληνες του άστεως την ελληνική περιφέρεια, τουρκοκρατούμενη και μη.
Στο "Παρά τοις δούλοις" περιγράφεται με τρόπο παραστατικό και πολυφωνικό, η πολιτική και κοινωνική κατάσταση στα τουρκοκρατούμενα Γιάννενα με τη χαρακτηριστική πολυπολιτισμική τους κοινωνία που απαρτιζόταν από από Έλληνες, Εβραίους, Τούρκους και Αλβανούς.
Το πεζογράφημα "Τα Ιωάννινα", που, λόγω της περιορισμένης του έκτασης αλλά και ως προς τους εκφραστικούς τρόπους, θα μπορούσε και να ενταχθεί στο διηγηματικό είδος, πιο ομοιογενές από το "Παρά τοις δούλοις", αφού στηρίζεται κυρίως στην λογοτεχνική περιγραφή, αναδεικνύει ιδιαίτερα το στοιχείο της οθωμανικής κατοχής και καταπίεσης της πόλης. Δε λείπουν οι ανατριχιαστικές λεπτομέρειες στις εικόνες βίας που υφίστανται οι υπόδουλοι κάτοικοι.
Το βιβλίο |Εις τον οίκον των τρελλών| περιλαμβάνει την αυτοτελή σειρά από πέντε (το ένα σε συνέχειες) σπονδυλωτά κείμενα, που δημοσιεύτηκαν στο εβδομαδιαίο περιοδικό |Εστία| του Γ. Κασδόνη από τις 11 Ιανουαρίου έως τις 27 Μαρτίου του 1887. Τα κείμενα έχουν τους τίτλους: "Μέχρι Κερκύρας", "Δύο ανάκτορα (Κερκυραϊκαί εντυπώσεις)", "Το εν Κερκύρα Σωφρονιστήριον", "Εις τον οίκον των τρελλών" και "Εν βιομηχανικόν κατάστημα".
Τόσο στην περίπτωση του ταξιδιού στα Γιάννενα όσο και στην Κέρκυρα, σημαντικός είναι ο πλούτος των πληροφοριών που παρατίθενται: ιστορικών, γεωγραφικών, αρχιτεκτονικών, εθνογραφικών και ανθρωπολογικών, κύκλος ο οποίος δίνει στον αναγνώστη μια σφαιρική και πολύπλευρη εικόνα της τοπικής πραγματικότητας στο άψυχο και έμψυχο στοιχείο της. Στις περιγραφές, η έμφαση δίνεται στο ελληνικό και στο οθωμανικό στοιχείο. Ο Μητσάκης τονίζει ιδιαίτερα την ζωνταντή παρουσία του ελληνικού στοιχείου και μέσα από την κυριαρχία της ελληνικής γλώσσας στα άλλα εθνοτικά στρώματα της περιοχής.
Σε ορισμένα χωρία η αφήγηση εκκρεμεί ανάμεσα σε δύο αντικείμενα εστίασης: τον υπόδουλο ηπειρωτικό ελληνισμό ("δούλους") και τους ελεύθερους κατοίκους της Ελλάδας, στοχεύοντας ανοιχτά στην ευαισθητοποίηση των δεύτερων και την καταστολή της αδιαφορίας τους για την υπόδουλη αυτή περιοχή του ελληνισμού. Έτσι, ο απώτερος στόχος του συγγραφέα φαίνεται ότι είναι εθνικός μέσα από την καλλιέργεια εθνικής αφύπνισης και συνειδητοποίησης του αναγνωστικού κοινού ως προς τα προβλήματα της συγκεκριμένης ελληνικής περιφέρειας.
Παρόλο που, σε γενικές γραμμές, τα κείμενα αυτά του Μητσάκη έχουν χρηστικό χαρακτήρα, εφόσον πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο δημοσιογραφικών αποστολών και, επομένως, συνδέονται με την έννοια του επαγγελματία συγγραφέα και του λογοτεχνικού βιοπορισμού, δεν ξεπέφτουν στην προχειρότητα και την ευκολία. Αντίθετα, συνδυάζουν τη δημοσιογραφία με τη λογοτεχνία, αναβαθμίζοντας την πρώτη στο επίπεδο της δεύτερης. Λόγω των αισθητικών αρετών που τα διακρίνουν, θεώρησα σκόπιμο να τα εκδώσω αυτοτελώς, μετά από τόσα χρόνια που παρέμεναν αθησαύριστα, με την πεποίθηση ότι πρόκειται για κείμενα ικανά να αντέξουν στο χρόνο και ν' ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του σύγχρονου αναγνώστη.
Το γεγονός λοιπόν της δημοσιογραφικής υφής δεν ακυρώνει την καλλιτεχνική βούληση, εφόσον δεν εμπόδισε το Μητσάκη να δώσει κείμενα που χαρακτηρίζονται από καθαρά πρωτότυπο ύφος και υψηλή ποιότητα γραφής. Στη σύγχρονη εποχή, που τα κείμενα έχουν χάσει την επικαιρότητά τους, εξακολουθούν να προκαλούν το ενδιαφέρον και την περιέργεια, πρώτιστα βέβαια λόγω του ιστορικού περιεχομένου τους, καθώς αποτελούν μοναδικά ντοκουμέντα τοπικής ιστορίας (και έγκυρα, όπως αποδεικνύει η αντιβολή τους με άλλες ιστορικές πηγές), αλλά και λόγω του παραστατικού τρόπου έκθεσης των εντυπώσεων και γεγονότων, του θελκτικού ύφους τους, στοιχείων δηλαδή που η αξία τους διατρέχει το χρόνο. Η επίτευξη μιας λογοτεχνικής δημοσιογραφίας (ή μιας δημοσιογραφικής λογοτεχνίας) είναι το στίγμα της δημιουργικής γραφής του Μητσάκη σ' αυτού του είδους τα κείμενα. Και στο σημείο αυτό φαίνεται ότι επηρεάστηκε από τον Βλάσση Γαβριηλίδη, έναν από τους πιο επιφανείς δημοσιογράφους στην Ελλάδα, ο οποίος επιδίδονταν στη συγγραφή δημοσιογραφικών άρθρων με ανάλογη ποιότητα, αλλά και από τον ρητοροδιδάσκαλο του ελληνικού διαφωτισμού, Ηλία Μηνιάτη, όπως προκύπτει από τον ομολογημένο θαυμασμό του για εκείνον που τον θεωρούσε πρότυπο καλλιέργειας ύφους. Εξάλλου η γνώση του έργου του Μηνιάτη επιβεβαιώνεται και από λεξικογραφικά άρθρα που συνέταξε ο Μητσάκης για τους έλληνες διαφωτιστές στο Λεξικό Μπαρτ και Χιρστ και τα εκεί επαινετικά του σχόλια για τη ρητορική δεινότητα του Μηνιάτη, τα οποία δείχνουν ουσιαστική γνώση και επαφή με το έργο του.
Η μακροπερίοδη σύνταξη που χαρακτηρίζει το ύφος γραφής του Μητσάκη στα κείμενα αυτά, του επιτρέπει να συνδυάσει σε μια σύνθετη μορφή, το κυριολεκτικό με το μεταφορικό λεξιλόγιο, το γεγονός με την ερμηνεία και την αξιολόγησή του, το αντικειμενικό με το υποκειμενικό, δημιουργώντας ένα λόγο πολυεστιακό και ευλύγιστο, που απευθύνεται πότε στη λογική, πότε στο συναίθημα. Έτσι επιτυγχάνεται ο συνδυασμός του ρεαλισμού με τον υποκειμενισμό μέσω της συχνής προσφυγής σε μια συμβολική και, συχνά, υπαινικτική γλώσσα. Αξιοποιούνται, δηλαδή, πολλές φορές μέσα στο ίδιο εκφώνημα, τόσο η πληροφοριακή όσο και η συγκινησιακή λειτουργία της γλώσσας.
Είναι φανερό ότι δεν πρόκειται για αποστασιοποιημένη και ουδέτερη απόδοση εντυπώσεων, αλλά για συναισθηματική όσο και κριτική εμπλοκή του αφηγητή στα παρατηρούμενα, η οποία μάλιστα έχει ως φιλοδοξία να συμπαρασύρει και τον αναγνώστη, όπως φαίνεται από τις ποικίλες αποστροφές καθώς και τους άλλους εκφραστικούς τρόπους εμπλοκής του τελευταίου στην αφήγηση (επιφωνηματικός λόγος, εκφράσεις συμπάθειας και αντιπάθειας, προτρεπτικότητα). Και αυτό, γιατί πρόκειται για ένα φωτογραφικό φακό που εστιάζει ιδιαίτερα σε εθνικά και κοινωνικά κυρίως θέματα και τα προβλήματα που σχετίζονται με αυτά (τουρκοκρατούμενα Γιάννενα, φυλακές και σωφρονιστήρια, εργοστάσια, ίδρυση πανεπιστημίου στην Κέρκυρα), ενώ ο χειριστής του, σπεύδει συχνά να υιοθετήσει προσωπική στάση και δεν παραλείπει να συνάγει συμπεράσματα και να εκθέτει τα κριτικά του σχόλια και τις προτάσεις του.
Το αντικείμενο της παρατήρησης αποδίδεται με μια γλώσσα που είναι έντονα φωτογραφική και ιδιαίτερα ευαίσθητη και προσαρμοστική στην ανάδειξη της πραγματικότητας. Η γλώσσα αυτή, από τη μια κινείται πολυεδρικά, σε διαφορετικά δηλαδή επίπεδα, εξωτερικό και εσωτερικό, επιφάνειας και βάθους, ενώ από την άλλη μεταδίδει μια αντίληψη υποκειμενική, ειδικά σε εκείνες τις λεπτομέρειες που αγγίζουν ιδιαίτερα τον αφηγητή και προκαλούν την ευαισθησία και τις αντιδράσεις του.
Η ευρύτητα και παράλληλα ο εξειδικευμένος χαρακτήρας των παρατηρήσεων υπηρετείται από ένα σπάνιο υφολογικό πλούτο, που αναδεικνύει τον Μητσάκη σε έναν ιδιαίτερα επιδέξιο χρήστη της καθαρεύουσας. Στο λόγο του γίνεται ευρεία χρήση σχημάτων λόγου, λογοτεχνικών και ρητορικών (μεταφορών, παρομοιώσεων, προτροπών, ερωτήσεων κ.ά.), ενώ, από αφηγηματική άποψη, η έμφαση στην περιγραφή εναλλάσσεται με τους διαλόγους, συχνά χρωματισμένους με τοπικούς ιδιωματισμούς, τις αναδρομές, την παράθεση ανεκδοτολογικών περιστατικών, στοιχεία τα οποία, χάρη στον επιδέξιο χειρισμό και συγκερασμό τους, προσδίδουν στο λόγο τη χαρακτηριστική του ζωντάνια και αμεσότητα.
Παράλληλα με την ευρηματικότητα στο επίπεδο της διατύπωσης, στο επίπεδο του περιεχομένου, το οπλοστάσιο των πολιτισμικών γνώσεων του αφηγητή του δίνει τη δυνατότητα κρίσεων, συγκρίσεων, σημείων αναφοράς και νοητικών μετακινήσεων στον χώρο και το χρόνο, στο παρόν και στο παρελθόν, στο εδώ και στο αλλού. Έτσι καταλήγει στην επισήμανση διαφορών, όπως εκείνων μεταξύ των κατοίκων των Ιωαννίνων και των απελευθερωμένων Ελλήνων, που στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι μόνο πολιτικές, αλλά και εθνογραφικές και ψυχογραφικές. Οι αντιθέσεις, αλλά και οι παραλληλισμοί --όπως εκείνοι της αποτροπιαστικής αθλιότητας των ελληνικών φυλακών με τη δαντική κόλαση και τον Άδη, και, αντίστροφα, η αντιπαράθεσή τους στις ανθώπινες συνθήκες διαβίωσης στο Σωφρονιστήριο της Κέρκυρας-- συνιστούν αντίστοιχες παρεκβάσεις. Παρεκβάσεις, που αντί να απομακρύνουν την προσοχή του αναγνώστη από το ειδικό θέμα και να τον αποπροσανατολίσουν, το φωτίζουν περισσότερο, καθώς το αναδεικνύουν συγκριτικά μέσα από διαφορετικές προοπτικές.
Η λογοτεχνικότητα και ο ρητορισμός, το λεπτό χιούμορ, η ειρωνεία, ο ρεαλισμός και η αναπαραστατικότητα, που φτάνει κάποτε ως την ακραία εκδοχή του νατουραλισμού --χωρίς βέβαια να πρόκειται για συνειδητή τεχνοτροπία, αλλά για την τάση να δίνεται έμφαση σε πραγματικά αποτροπιαστικές καταστάσεις-- είναι στοιχεία που πλαισιώνουν την απόδοση της πραγματικότητας από τον Μητσάκη. Σχετικά με το νατουραλισμό, όπου τοποθέτησαν τον Μητσάκη οι κριτικοί του, θα είχαμε να παρατηρήσουμε ότι σχετίζεται με τη διάθεσή του για εξονυχιστική παρατήρηση της ωμής πραγματικότητας χωρίς διάθεση συγκάλυψης και εξωραϊσμού. Πρόκειται επίσης για ένα νατουραλισμό που εστιάζεται κυρίως στην περιγραφή των άψυχων και δραματικών καταστάσεων παρά στην ψυχογράφηση χαρακτήρων.
Γενικά, τα ταξιδιωτικά του Μητσάκη είναι κείμενα πολυσχιδή, δύσκολο να εγγραφούν σε κάποιο λογοτεχνικό είδος, καθώς συγγενεύουν με χρονογραφήματα, με στιγμιότυπα, με διηγήματα. Η σύνθεση ετερογενών στοιχείων και η ανάπτυξη ενός αντικειμενικού, αλλά και στοχαστικού ύφους αποτελεί, ωστόσο, έναν πρόσθετο λόγο, στον οποίο τα κείμενα οφείλουν τη γοητεία τους.
Σε όλα τα πεζογραφήματα είναι φανερή η εργαστηριακή προσπάθεια του συγγραφέα ν' απομακρυνθεί από την αβασάνιστη έκφραση, με τη διαδοχική επεξεργασία του λόγου ως το τελικό αποτέλεσμα, κάτι που φαίνεται ότι σχετιζόταν με τη φήμη του ως συγγραφέα. Στην πρώτη ανταπόκρισή του στην Κέρκυρα, σημειώνει σχετικά: "Αλλά... βλέπω ότι αρχίζω και μεταφέρω εδώ τας ατάκτους και συγκεχυμένας σημειώσεις του ημερολογίου μου και φοβούμαι μήπως ζημιώσω την φιλολογικήν φήμην μου".
Μάλιστα, εδώ, η ρητορική διάσταση του λόγου υπηρετεί μια αναμφισβήτητα πολιτική διάσταση, καθώς ο Μητσάκης ενδιαφέρεται όχι μόνο να μεταφέρει πληροφορίες και γνώσεις, τουριστικού τύπου, όπως θα εννοούσαμε σήμερα, αλλά επιλέγει θέματα εθνικού και κοινωνικού ενδιαφέροντος και επιδιώκει να ευαισθητοποιήσει την κοινή γνώμη απέναντι σε αυτά, αναδεικνύοντας τα σχετικά προβλήματα.
Με άλλα λόγια, πρόκειται για ταξιδιωτικά πεζογραφήματα που δεν αναλίσκονται στην αισθητική τους αυτάρκεια, αλλά προδίδουν μια κοινωνική, πολιτική και ευρύτερα εθνική στόχευση.
|Ο Γιάννης Παπακώστας διδάσκει νεοελληνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών|
Του Γιάννη ΠΑΠΑΚΩΣΤΑ
Στο τέλος του 19ου αιώνα, που γράφτηκαν τα ταξιδιωτικά κείμενα του Μιχαήλ Μητσάκη, τα δημοσιεύματα περιηγητικών εντυπώσεων στον Τύπο ή σε αυτόνομες εκδόσεις ήταν ο πιο πρόσφορος τρόπος για να έρθει ο μέσος αναγνώστης σε γνωριμία με απομακρυσμένες περιοχές. Τα ανέκδοτα ταξιδιωτικά κείμενα του Μητσάκη, που είχα την ευκαιρία να συγκεντρώσω σε δύο ευσύνοπτους τόμους με τους αντίστοιχους τίτλους |Παρά τοις δούλοις. Τα Ιωάννινα| και |Εις τον οίκον των τρελλών| (Εκδ. Πατάκη) γράφτηκαν στο πλαίσιο συνεργασίας με έντυπα της εποχής του. Στο πρώτο καταγράφονται εντυπώσεις από την περιοχή της τουρκοκρατούμενης Ηπείρου, ενώ το δεύτερο είναι καρπός των εντυπώσεων που προέρχονται από ολιγοήμερο ταξίδι, που ο Μητσάκης είχε πραγματοποιήσει στην Κέρκυρα στα τέλη του 1896 και τις αρχές του1897.
Το "Παρά τοις δούλοις" είναι κείμενο αυτοτελές και δημοσιεύτηκε σε πέντε συνέχειες στην εφημερίδα |Ακρόπολις|, που διηύθυνε ο γνωστός δημοσιογράφος Βλάσσης Γαβριηλίδης. Οι συνέχειες αυτές χαρακτηρίζονται τόσο από αυτοτέλεια όσο και από εσωτερική συνοχή και μπορούν να διαβαστούν αντίστοιχα. Τα |Ιωάννινα|, ήταν κείμενο που παρέμενε ανέκδοτο και εντοπίστηκε στο ΕΛΙΑ σε δυσανάγνωστη χειρόγραφη μορφή. Και τα δύο καταθέτουν εμπειρίες από την ίδια περίπου χρονολογική περίοδο (1887).
Οι ταξιδιωτικές εντυπώσεις του Μητσάκη εντάσσονται σ' έναν ευρύτερο κύκλο ταξιδιωτικών εξορμήσεων του τέλους του 19ου αιώνα, στις οποίες επιδόθηκαν πολλοί συγγραφείς, άλλοτε αυτόβουλα, όπως ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, ο Δημήτριος Βικέλας, ο Γεώργιος Βιζυηνός, ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, άλλοτε στο πλαίσιο συνεργασίας με ορισμένα έντυπα, ανάλογα με την περίπτωση του Μητσάκη, όπως ο Α. Καρκαβίτσας και ο Γ. Δροσίνης. Η ταξιδιωτική αυτή δραστηριότητα, που οδήγησε στην ανάπτυξη και την ανάδειξη του σχετικού λογοτεχνικού είδους, φαίνεται ότι υπάκουε σε μια ανάγκη τόσο προσωπική όσο και συλλογική: να γνωρίσουν οι έλληνες του άστεως την ελληνική περιφέρεια, τουρκοκρατούμενη και μη.
Στο "Παρά τοις δούλοις" περιγράφεται με τρόπο παραστατικό και πολυφωνικό, η πολιτική και κοινωνική κατάσταση στα τουρκοκρατούμενα Γιάννενα με τη χαρακτηριστική πολυπολιτισμική τους κοινωνία που απαρτιζόταν από από Έλληνες, Εβραίους, Τούρκους και Αλβανούς.
Το πεζογράφημα "Τα Ιωάννινα", που, λόγω της περιορισμένης του έκτασης αλλά και ως προς τους εκφραστικούς τρόπους, θα μπορούσε και να ενταχθεί στο διηγηματικό είδος, πιο ομοιογενές από το "Παρά τοις δούλοις", αφού στηρίζεται κυρίως στην λογοτεχνική περιγραφή, αναδεικνύει ιδιαίτερα το στοιχείο της οθωμανικής κατοχής και καταπίεσης της πόλης. Δε λείπουν οι ανατριχιαστικές λεπτομέρειες στις εικόνες βίας που υφίστανται οι υπόδουλοι κάτοικοι.
Το βιβλίο |Εις τον οίκον των τρελλών| περιλαμβάνει την αυτοτελή σειρά από πέντε (το ένα σε συνέχειες) σπονδυλωτά κείμενα, που δημοσιεύτηκαν στο εβδομαδιαίο περιοδικό |Εστία| του Γ. Κασδόνη από τις 11 Ιανουαρίου έως τις 27 Μαρτίου του 1887. Τα κείμενα έχουν τους τίτλους: "Μέχρι Κερκύρας", "Δύο ανάκτορα (Κερκυραϊκαί εντυπώσεις)", "Το εν Κερκύρα Σωφρονιστήριον", "Εις τον οίκον των τρελλών" και "Εν βιομηχανικόν κατάστημα".
Τόσο στην περίπτωση του ταξιδιού στα Γιάννενα όσο και στην Κέρκυρα, σημαντικός είναι ο πλούτος των πληροφοριών που παρατίθενται: ιστορικών, γεωγραφικών, αρχιτεκτονικών, εθνογραφικών και ανθρωπολογικών, κύκλος ο οποίος δίνει στον αναγνώστη μια σφαιρική και πολύπλευρη εικόνα της τοπικής πραγματικότητας στο άψυχο και έμψυχο στοιχείο της. Στις περιγραφές, η έμφαση δίνεται στο ελληνικό και στο οθωμανικό στοιχείο. Ο Μητσάκης τονίζει ιδιαίτερα την ζωνταντή παρουσία του ελληνικού στοιχείου και μέσα από την κυριαρχία της ελληνικής γλώσσας στα άλλα εθνοτικά στρώματα της περιοχής.
Σε ορισμένα χωρία η αφήγηση εκκρεμεί ανάμεσα σε δύο αντικείμενα εστίασης: τον υπόδουλο ηπειρωτικό ελληνισμό ("δούλους") και τους ελεύθερους κατοίκους της Ελλάδας, στοχεύοντας ανοιχτά στην ευαισθητοποίηση των δεύτερων και την καταστολή της αδιαφορίας τους για την υπόδουλη αυτή περιοχή του ελληνισμού. Έτσι, ο απώτερος στόχος του συγγραφέα φαίνεται ότι είναι εθνικός μέσα από την καλλιέργεια εθνικής αφύπνισης και συνειδητοποίησης του αναγνωστικού κοινού ως προς τα προβλήματα της συγκεκριμένης ελληνικής περιφέρειας.
Παρόλο που, σε γενικές γραμμές, τα κείμενα αυτά του Μητσάκη έχουν χρηστικό χαρακτήρα, εφόσον πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο δημοσιογραφικών αποστολών και, επομένως, συνδέονται με την έννοια του επαγγελματία συγγραφέα και του λογοτεχνικού βιοπορισμού, δεν ξεπέφτουν στην προχειρότητα και την ευκολία. Αντίθετα, συνδυάζουν τη δημοσιογραφία με τη λογοτεχνία, αναβαθμίζοντας την πρώτη στο επίπεδο της δεύτερης. Λόγω των αισθητικών αρετών που τα διακρίνουν, θεώρησα σκόπιμο να τα εκδώσω αυτοτελώς, μετά από τόσα χρόνια που παρέμεναν αθησαύριστα, με την πεποίθηση ότι πρόκειται για κείμενα ικανά να αντέξουν στο χρόνο και ν' ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του σύγχρονου αναγνώστη.
Το γεγονός λοιπόν της δημοσιογραφικής υφής δεν ακυρώνει την καλλιτεχνική βούληση, εφόσον δεν εμπόδισε το Μητσάκη να δώσει κείμενα που χαρακτηρίζονται από καθαρά πρωτότυπο ύφος και υψηλή ποιότητα γραφής. Στη σύγχρονη εποχή, που τα κείμενα έχουν χάσει την επικαιρότητά τους, εξακολουθούν να προκαλούν το ενδιαφέρον και την περιέργεια, πρώτιστα βέβαια λόγω του ιστορικού περιεχομένου τους, καθώς αποτελούν μοναδικά ντοκουμέντα τοπικής ιστορίας (και έγκυρα, όπως αποδεικνύει η αντιβολή τους με άλλες ιστορικές πηγές), αλλά και λόγω του παραστατικού τρόπου έκθεσης των εντυπώσεων και γεγονότων, του θελκτικού ύφους τους, στοιχείων δηλαδή που η αξία τους διατρέχει το χρόνο. Η επίτευξη μιας λογοτεχνικής δημοσιογραφίας (ή μιας δημοσιογραφικής λογοτεχνίας) είναι το στίγμα της δημιουργικής γραφής του Μητσάκη σ' αυτού του είδους τα κείμενα. Και στο σημείο αυτό φαίνεται ότι επηρεάστηκε από τον Βλάσση Γαβριηλίδη, έναν από τους πιο επιφανείς δημοσιογράφους στην Ελλάδα, ο οποίος επιδίδονταν στη συγγραφή δημοσιογραφικών άρθρων με ανάλογη ποιότητα, αλλά και από τον ρητοροδιδάσκαλο του ελληνικού διαφωτισμού, Ηλία Μηνιάτη, όπως προκύπτει από τον ομολογημένο θαυμασμό του για εκείνον που τον θεωρούσε πρότυπο καλλιέργειας ύφους. Εξάλλου η γνώση του έργου του Μηνιάτη επιβεβαιώνεται και από λεξικογραφικά άρθρα που συνέταξε ο Μητσάκης για τους έλληνες διαφωτιστές στο Λεξικό Μπαρτ και Χιρστ και τα εκεί επαινετικά του σχόλια για τη ρητορική δεινότητα του Μηνιάτη, τα οποία δείχνουν ουσιαστική γνώση και επαφή με το έργο του.
Η μακροπερίοδη σύνταξη που χαρακτηρίζει το ύφος γραφής του Μητσάκη στα κείμενα αυτά, του επιτρέπει να συνδυάσει σε μια σύνθετη μορφή, το κυριολεκτικό με το μεταφορικό λεξιλόγιο, το γεγονός με την ερμηνεία και την αξιολόγησή του, το αντικειμενικό με το υποκειμενικό, δημιουργώντας ένα λόγο πολυεστιακό και ευλύγιστο, που απευθύνεται πότε στη λογική, πότε στο συναίθημα. Έτσι επιτυγχάνεται ο συνδυασμός του ρεαλισμού με τον υποκειμενισμό μέσω της συχνής προσφυγής σε μια συμβολική και, συχνά, υπαινικτική γλώσσα. Αξιοποιούνται, δηλαδή, πολλές φορές μέσα στο ίδιο εκφώνημα, τόσο η πληροφοριακή όσο και η συγκινησιακή λειτουργία της γλώσσας.
Είναι φανερό ότι δεν πρόκειται για αποστασιοποιημένη και ουδέτερη απόδοση εντυπώσεων, αλλά για συναισθηματική όσο και κριτική εμπλοκή του αφηγητή στα παρατηρούμενα, η οποία μάλιστα έχει ως φιλοδοξία να συμπαρασύρει και τον αναγνώστη, όπως φαίνεται από τις ποικίλες αποστροφές καθώς και τους άλλους εκφραστικούς τρόπους εμπλοκής του τελευταίου στην αφήγηση (επιφωνηματικός λόγος, εκφράσεις συμπάθειας και αντιπάθειας, προτρεπτικότητα). Και αυτό, γιατί πρόκειται για ένα φωτογραφικό φακό που εστιάζει ιδιαίτερα σε εθνικά και κοινωνικά κυρίως θέματα και τα προβλήματα που σχετίζονται με αυτά (τουρκοκρατούμενα Γιάννενα, φυλακές και σωφρονιστήρια, εργοστάσια, ίδρυση πανεπιστημίου στην Κέρκυρα), ενώ ο χειριστής του, σπεύδει συχνά να υιοθετήσει προσωπική στάση και δεν παραλείπει να συνάγει συμπεράσματα και να εκθέτει τα κριτικά του σχόλια και τις προτάσεις του.
Το αντικείμενο της παρατήρησης αποδίδεται με μια γλώσσα που είναι έντονα φωτογραφική και ιδιαίτερα ευαίσθητη και προσαρμοστική στην ανάδειξη της πραγματικότητας. Η γλώσσα αυτή, από τη μια κινείται πολυεδρικά, σε διαφορετικά δηλαδή επίπεδα, εξωτερικό και εσωτερικό, επιφάνειας και βάθους, ενώ από την άλλη μεταδίδει μια αντίληψη υποκειμενική, ειδικά σε εκείνες τις λεπτομέρειες που αγγίζουν ιδιαίτερα τον αφηγητή και προκαλούν την ευαισθησία και τις αντιδράσεις του.
Η ευρύτητα και παράλληλα ο εξειδικευμένος χαρακτήρας των παρατηρήσεων υπηρετείται από ένα σπάνιο υφολογικό πλούτο, που αναδεικνύει τον Μητσάκη σε έναν ιδιαίτερα επιδέξιο χρήστη της καθαρεύουσας. Στο λόγο του γίνεται ευρεία χρήση σχημάτων λόγου, λογοτεχνικών και ρητορικών (μεταφορών, παρομοιώσεων, προτροπών, ερωτήσεων κ.ά.), ενώ, από αφηγηματική άποψη, η έμφαση στην περιγραφή εναλλάσσεται με τους διαλόγους, συχνά χρωματισμένους με τοπικούς ιδιωματισμούς, τις αναδρομές, την παράθεση ανεκδοτολογικών περιστατικών, στοιχεία τα οποία, χάρη στον επιδέξιο χειρισμό και συγκερασμό τους, προσδίδουν στο λόγο τη χαρακτηριστική του ζωντάνια και αμεσότητα.
Παράλληλα με την ευρηματικότητα στο επίπεδο της διατύπωσης, στο επίπεδο του περιεχομένου, το οπλοστάσιο των πολιτισμικών γνώσεων του αφηγητή του δίνει τη δυνατότητα κρίσεων, συγκρίσεων, σημείων αναφοράς και νοητικών μετακινήσεων στον χώρο και το χρόνο, στο παρόν και στο παρελθόν, στο εδώ και στο αλλού. Έτσι καταλήγει στην επισήμανση διαφορών, όπως εκείνων μεταξύ των κατοίκων των Ιωαννίνων και των απελευθερωμένων Ελλήνων, που στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι μόνο πολιτικές, αλλά και εθνογραφικές και ψυχογραφικές. Οι αντιθέσεις, αλλά και οι παραλληλισμοί --όπως εκείνοι της αποτροπιαστικής αθλιότητας των ελληνικών φυλακών με τη δαντική κόλαση και τον Άδη, και, αντίστροφα, η αντιπαράθεσή τους στις ανθώπινες συνθήκες διαβίωσης στο Σωφρονιστήριο της Κέρκυρας-- συνιστούν αντίστοιχες παρεκβάσεις. Παρεκβάσεις, που αντί να απομακρύνουν την προσοχή του αναγνώστη από το ειδικό θέμα και να τον αποπροσανατολίσουν, το φωτίζουν περισσότερο, καθώς το αναδεικνύουν συγκριτικά μέσα από διαφορετικές προοπτικές.
Η λογοτεχνικότητα και ο ρητορισμός, το λεπτό χιούμορ, η ειρωνεία, ο ρεαλισμός και η αναπαραστατικότητα, που φτάνει κάποτε ως την ακραία εκδοχή του νατουραλισμού --χωρίς βέβαια να πρόκειται για συνειδητή τεχνοτροπία, αλλά για την τάση να δίνεται έμφαση σε πραγματικά αποτροπιαστικές καταστάσεις-- είναι στοιχεία που πλαισιώνουν την απόδοση της πραγματικότητας από τον Μητσάκη. Σχετικά με το νατουραλισμό, όπου τοποθέτησαν τον Μητσάκη οι κριτικοί του, θα είχαμε να παρατηρήσουμε ότι σχετίζεται με τη διάθεσή του για εξονυχιστική παρατήρηση της ωμής πραγματικότητας χωρίς διάθεση συγκάλυψης και εξωραϊσμού. Πρόκειται επίσης για ένα νατουραλισμό που εστιάζεται κυρίως στην περιγραφή των άψυχων και δραματικών καταστάσεων παρά στην ψυχογράφηση χαρακτήρων.
Γενικά, τα ταξιδιωτικά του Μητσάκη είναι κείμενα πολυσχιδή, δύσκολο να εγγραφούν σε κάποιο λογοτεχνικό είδος, καθώς συγγενεύουν με χρονογραφήματα, με στιγμιότυπα, με διηγήματα. Η σύνθεση ετερογενών στοιχείων και η ανάπτυξη ενός αντικειμενικού, αλλά και στοχαστικού ύφους αποτελεί, ωστόσο, έναν πρόσθετο λόγο, στον οποίο τα κείμενα οφείλουν τη γοητεία τους.
Σε όλα τα πεζογραφήματα είναι φανερή η εργαστηριακή προσπάθεια του συγγραφέα ν' απομακρυνθεί από την αβασάνιστη έκφραση, με τη διαδοχική επεξεργασία του λόγου ως το τελικό αποτέλεσμα, κάτι που φαίνεται ότι σχετιζόταν με τη φήμη του ως συγγραφέα. Στην πρώτη ανταπόκρισή του στην Κέρκυρα, σημειώνει σχετικά: "Αλλά... βλέπω ότι αρχίζω και μεταφέρω εδώ τας ατάκτους και συγκεχυμένας σημειώσεις του ημερολογίου μου και φοβούμαι μήπως ζημιώσω την φιλολογικήν φήμην μου".
Μάλιστα, εδώ, η ρητορική διάσταση του λόγου υπηρετεί μια αναμφισβήτητα πολιτική διάσταση, καθώς ο Μητσάκης ενδιαφέρεται όχι μόνο να μεταφέρει πληροφορίες και γνώσεις, τουριστικού τύπου, όπως θα εννοούσαμε σήμερα, αλλά επιλέγει θέματα εθνικού και κοινωνικού ενδιαφέροντος και επιδιώκει να ευαισθητοποιήσει την κοινή γνώμη απέναντι σε αυτά, αναδεικνύοντας τα σχετικά προβλήματα.
Με άλλα λόγια, πρόκειται για ταξιδιωτικά πεζογραφήματα που δεν αναλίσκονται στην αισθητική τους αυτάρκεια, αλλά προδίδουν μια κοινωνική, πολιτική και ευρύτερα εθνική στόχευση.
|Ο Γιάννης Παπακώστας διδάσκει νεοελληνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου