Δευτέρα 3 Ιουλίου 2017

ΤΟΥ ΕΥΡΙΠΙΔΗ ΓΑΡΑΝΤΟΥΔΗ, To «Beata Beatrix» ως αρχή του ελληνικού ποιητικού μοντερνισμού, Αυγή, 26.6.17



Το «Beata Beatrix», γραμμένο το 1920 και πρωτοδημοσιευμένο το 1922 στην ανθολογία, Οι νέοι, που επιμελήθηκε ο Τέλλος Άγρας, είναι το γνωστότερο ποίημα του Τάκη Παπατσώνη. Πρόσφατα αρκετοί μελετητές (Αργυρίου, Βαγενάς, Ελευθεράκης και Ρούσσου) ανέδειξαν τη σημασία του ποιήματος, θεωρώντας το προδρομικό για τον ελληνικό ποιητικό μοντερνισμό και ως την πρώτη εκδήλωση της ιδιότυπης μοντέρνας τεχνοτροπίας του δημιουργού του. Οι παραπάνω κρίσεις για το ποίημα βασίστηκαν στον καθαρά ελεύθερο στίχο, στη γλώσσα του που αποκλίνει από τον δημοτικισμό της εποχής του, στην έκφρασή του που διαφοροποιείται από την ισχύουσα το 1920 τεχνοτροπία. Εύστοχα οι μελετητές έκαναν λόγο για «πρώτο φανέρωμα» ή «πρωθύστερο - προδρομικό» ποίημα, επειδή το 1920 δεν υπήρχε ακόμα ούτε ο ελληνικός ούτε ουσιαστικά και ο ευρωπαϊκός ποιητικός μοντερνισμός.
Το «Beata Beatrix» μπορεί να χωριστεί σε τρεις νοηματικές ενότητες. Στους στ. 1-23 ο αφηγητής ανατρέχει στο παρελθόν και αποτιμά τον δεσμό της βαθιάς αγάπης που τον ένωνε με τη Βεατρίκη. Δεν γίνεται λόγος για έρωτα, αλλά για «αγάπη» και «αγαπημένους». Πρόκειται για έναν δεσμό, βιωμένο μέσα στον πραγματικό κόσμο (δρόμος, κίνηση της πόλης, φυσικά τοπία και φαινόμενα), και συνάμα ονειρικό, εκστατικό, μυστηριακό και κυρίως εσωτερικό, μια σχέση ψυχών που διανύουν ευφορικά, χάρη στη συμπόρευση και τη συνύπαρξη, τον εγκόσμιο βίο τους. Ζουν την αγάπη τους, μέσα στον πραγματικό κόσμο, αλλά κυρίως την ζουν στον διεσταλμένο χρόνο της νύχτας, κάτω από τα άστρα του στερεώματος, με κυρίαρχο στον ουρανό τον φλογερό «Ήλιο των Μεσονυχτίων». Στους στ. 24-29, στη δεύτερη ενότητα του ποιήματος, έρχεται, όμως, ο γήινος Χρόνος, που σηματοδοτείται από την άφιξη της Αυγής και του Ήλιου, και σβήνει τη θέα του νυχτερινού ουρανού. Ο χρόνος της Μέρας τερματίζει τη σχέση και επιφέρει την απώλεια της Βεατρίκης. Η απώλεια πιθανόν να συνέβη με τον βιολογικό θάνατό της, αυτός όμως δεν θεματοποιείται. Τέλος στους στ. 30-32, την τρίτη ενότητα που λειτουργεί ως άμεση συνέχεια της δεύτερης, ο αφηγητής, βιώνοντας τραυματικά την απώλεια της Βεατρίκης και όντας πλέον στην κατάσταση των εγκόσμιων ασχολιών, κάνει μια ικεσία προς τη μνήμη να του χαρίζει κάποτε τις στιγμές του ανθεκτικού στον χρόνο ή και διαρκούς ονείρου που ζούσε και τώρα πια το έχασε.
Σε τι, όμως, έγκειται ακριβέστερα ο προδρομικός ως προς τον μοντερνισμό και ο εισαγωγικός για τη μοντέρνα τεχνοτροπία του Παπατσώνη χαρακτήρας του «Beata Beatrix»; Πιστεύω ότι εντοπίζεται στην βαθιά υπογειωμένη και αφομοιωμένη δαντική ατμόσφαιρα του ποιήματος, που πατά στέρεα στη βάση ενός σύνθετου διακειμενικού και διακαλλιτεχνικού διαλόγου. Όπως επεσήμανε ο Δημήτρης Ελευθεράκης, ο τίτλος (λατινική φράση που σημαίνει «Μακάρια-ευτυχισμένη Βεατρίκη») βασίζεται στον ομώνυμο πίνακα (1864-1870) του προραφαηλιτικού ζωγράφου και ποιητή Dante Gabriel Rossetti (1828-1882). Ο πίνακας αυτός κορυφώνει τον σταθερό δεσμό του Rossetti με την ανθρώπινη μορφή και το έργο του Δάντη. Το θέμα του πίνακα του Rossetti είναι ο θάνατος της Βεατρίκης, όπως ο Δάντης τον θεματοποιεί στο νεανικό έργο του Νέα Ζωή (1295) - η καλή ελληνική μετάφραση από τον Νίκο Κούρκουλο εκδόθηκε το 1996. Στη μορφή της δαντικής Βεατρίκης ο Rossetti έδωσε τη μορφή της πεθαμένης συζύγου του Elizabeth Siddal. Όπως έγραψε σε επιστολή του το 1873, ο Rossetti έβλεπε τον πίνακα «όχι ως αναπαράσταση του συμβάντος του θανάτου της Βεατρίκης, αλλά ως εξιδανίκευση του θέματος, που συμβολοποιείται από μια ξαφνική πνευματική μεταμόρφωση». Στη Νέα Ζωή ο Δάντης ανατρέχει στον έρωτά του για τη Βεατρίκη και παραθέτει τα ποιήματα που έγραψε για να τον εξυμνήσει. Η ανταπόκριση της Βεατρίκης περιορίζεται στο να χαρίσει στον Δάντη ένα βλέμμα και να του απευθύνει έναν χαιρετισμό της. Ύστερα από τον θάνατό της, ο έρωτας του Δάντη για τη Βεατρίκη γίνεται τόσο ισχυρός που αφιερώνει τη ζωή του στην εξύμνηση αυτού του αιώνιου έρωτα. Και στη Νέα Ζωή η Βεατρίκη αναφέρεται ως «Beatrice Beata» (Μακάρια Βεατρίκη), με αναφορά στον θάνατό της, σε αρκετά σημεία. Συνεπώς, ο τίτλος του ποιήματος του Παπατσώνη σημαίνει ουσιαστικά «νεκρή (και γι’ αυτό μακάρια) Βεατρίκη». Ο Παπατσώνης στη δική του «Μακάρια Βεατρίκη» ξαναπιάνει, σαν ένας νεότερος Δάντης, το νήμα του διαλόγου του Rossetti με τον Δάντη, για να το ξετυλίξει και να το φτάσει μέχρι την αρχική πηγή, το ίδιο το έργο του Δάντη και, ειδικότερα, την κεντρική μορφή του, τη Βεατρίκη, που πρωτοεμφανίζεται ως γήινη γυναίκα στη Νέα Ζωή και γίνεται η αγία στην περίφημη [Θεία] Κωμωδία.
Αλλά από το ποίημα δεν λείπει και η σφραγίδα της Κωμωδίας. Η μυσταγωγική ή και αποκαλυπτική κοσμική και συμπαντική εικόνα του νυχτερινού στερεώματος, που διαχέεται στο πρώτο μέρος, έλκει την καταγωγή της από την Κωμωδία, η οποία είναι γεμάτη από αστρονομικές αναφορές. Αναφέρομαι στη γενική αίσθηση που αφήνει το δαντικό ποίημα, ότι δηλαδή ο Δάντης του «Καθαρτηρίου» και του «Παραδείσου» ενατενίζει και εντέλει βλέπει, μέχρι τυφλώσεως, στον ουρανό την αποκάλυψη της θεότητας. Βέβαια στο «Καθαρτήριο» βρισκόμαστε στο φως της μέρας και στον «Παράδεισο» στην διαρκώς εντεινόμενη λάμψη των ουρανών της θεότητας. Στο «Beata Beatrix» το νυχτερινό στερέωμα με τον «φλογερό τον Ήλιο των Μεσονυχτίων» και οι «απέραντες νύχτες» κάτω από αυτό το στερέωμα και τον Ήλιο του φτιάχνουν μιαν αντεστραμμένη ως προς την Κωμωδία κοσμική και συμπαντική εικόνα: στον εγκόσμιο βίο του ο άνθρωπος χρειάζεται τo φως της νύχτας, γιατί αυτό φωτίζει το άπειρο του ουρανού και τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, ενώ η «ανόητη φωτοχυσία» και η «γαλανή εξαφάνιση» της μέρας ουσιαστικά τυφλώνουν τους ανθρώπους.
Πιστεύω ότι το «Beata Beatrix» λειτουργεί κυρίως ως μελέτη θανάτου. Η γνώμη αυτή επιτρέπει τον συγκερασμό του διακειμενικού και του διακαλλιτεχνικού διαλόγου στο ποίημα: τόσο στη Νέα Ζωή όσο και στον πίνακα του Rossetti η Βεατρίκη πεθαίνει και είναι ακριβώς ο θάνατός της που δίνει νέο νόημα στη ζωή. Μην λησμονούμε, επίσης, ότι μελέτη θανάτου μπορεί να θεωρηθεί ένα μεγάλο μέρος της ποίησης του Παπατσώνη. Τότε γιατί ο θάνατος (της Βεατρίκης) στο «Beata Beatrix» δεν αναφέρεται καν; Γιατί για έναν χριστιανό, όπως ο Παπατσώνης, ο θάνατος δεν υπάρχει: είναι η αρχή της νέας ζωής. Αν το ποίημα αναγνωστεί ως μελέτη θανάτου, συγκοινωνεί και η κύρια θεματική ύλη του, η ερωτική, με τον κοσμοθεωρητικό πυρήνα του, τη στέρεα θρησκευτική (χριστιανική) πίστη: ο αφηγητής χάνει την εγκόσμια σύντροφο της ψυχής του και, αδυνατώντας ακόμα να υπερβεί την απώλειά της, καταφεύγει στην ελπίδα της μνήμης (η ικεσία προς την Ανάμνηση συνδέει το «Beata Beatrix» πιθανόν και με την ποίηση του Καβάφη) και όχι τόσο στην πίστη στη νέα της ζωή. Αλλά αυτή η πίστη θα ενισχυθεί και θα διατρανωθεί στο υπόλοιπο ποιητικό έργο του Παπατσώνη, φαίνεται να προλέγει το «Beata Beatrix».
Επίσης το «Beata Beatrix» λειτουργεί ως εκφραστική υλοποίηση του συμπεράσματος του Παπατσώνη για την Κωμωδία στο τέλος της μελέτης του «Ένα τρίπτυχο από τον Παράδεισο του Δάντη» (1963): «Ο παλμός μιας υπαρκτής γήινης γυναίκας διαπερνά ολόκληρο το ποίημα, αλλά και χέρι ανθρώπινο έγραψε τους κόσμους του ουρανού. Χωρίς όμως στη μυστική αυτή σύλληψη να περιφρονήσει ή να λησμονήσει τον ζωντανό άνθρωπο, τους έρωτές του και τα πάθη του και την πορεία του προς την ελευθερία». Η πορεία της ποίησης του εικοσιπεντάχρονου το 1920 Παπατσώνη προς την ελευθερία, έτσι όπως αναπτύχθηκε στο κατοπινό ποιητικό έργο του, ήταν μια πορεία αναγνώρισης του θανάτου ως της αφετηρίας για τη νέα και την αιώνια ζωή. Συμπεραίνω, λοιπόν, ότι πράγματι το Beata Beatrix» λειτουργεί ως αρχή του ελληνικού μοντερνισμού αλλά και ως ποίημα προδρομικό του ευρωπαϊκού μοντερνισμού, διαλεγόμενο σε βάθος με τον Δάντη. Όχι, όμως, εκείνον της «Κόλασης», όπως γνωρίσαμε δύο χρόνια αργότερα στην Έρημη χώρα(1922) του Έλιοτ, αλλά εκείνον κυρίως του «Παραδείσου».

*Ο Ευριπίδης Γαραντούδης διδάσκει Νεοελληνική φιλολογία στο ΕΚΠΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου