Λίγο μετά τη δεκαετία του πενήντα, στα καφενεία της Αθήνας που στέγαζαν σημαντικούς λογοτέχνες και τους νεοσσούς που πάσχιζαν να τους ακολουθήσουν κυκλοφορούσε ο θρύλος -σχηματικός όπως όλοι οι θρύλοι- για μια γυναίκα που έγραφε πολύ δυνατούς στίχους -ανάμεσά τους και τα λόγια τού «Δυο πόρτες έχει η ζωή»- και ότι οι συνθέτες τής έπαιρναν τους στίχους αυτούς για ένα κομμάτι ψωμί ή μάλλον για δυο ρακοπότηρα.
Την έλεγαν Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου.
Η εικόνα αυτή της καταραμένης «λαϊκής» ή «ρεμπέτισσας» ποιήτριας έφτασε και σε μένα αργότερα μέσα από διάφορες αφηγήσεις.
Και χρειάστηκε το βιβλίο της Ρέας Μανέλη για τη γιαγιά της, την Ευτυχία, βιβλίο άμεσο, θεμελιωμένο στο βίωμα, για να ανακαλύψω μια πολύ πιο σύνθετη προσωπικότητα, ένα πορτρέτο με τις φωτεινές και τις σκοτεινές του περιοχές, τα ιλαρά και τα δραματικά του στοιχεία, όπως είναι όλα τα πορτρέτα που αποδίδουν χωρίς στολίσματα αληθινά πρόσωπα.
Η ηρωίδα του βιβλίου δεν ήταν πια μια προσωπικότητα εν κενώ.
Αναπάντεχα πρόβαλε μια μορφή περιθωριακή και μαζί κεντρική: η ξεριζωμένη από τη Μικρά Ασία προσφυγοπούλα, η σύζυγος, η στοργική μάνα και γιαγιά, η ηθοποιός στον θίασο της Κοτοπούλη, η παθιασμένη χαρτοπαίκτρια.
Αργησα πολύ να δω το έργο του Πέτρου Ζούλια ο οποίος δραματοποίησε το βιβλίο της Ρέας Μανέλη.
Και μπόρεσα να καταλάβω γιατί αποτελεί μια από τις πιο εντυπωσιακές θεατρικές επιτυχίες των τελευταίων χρόνων. Είναι έργο που, όπως θα έλεγε και ο Κωστής Παπαγιώργης, «γνωρίζει το επιχωριάζον λαϊκό ιδίωμα».
Ιδίωμα απλό, κοφτό, άμεσο, που δεν φοβάται να παντρέψει το μέγα είδος του μελό με την «ανθηρόστομη» (αθυρόστομη) γλώσσα που μας κληροδότησαν ο Αριστοφάνης, ο Καραγκιόζης και τα γαμοτράγουδα.
Ωστόσο, χωρίς να υποτιμώ τα υπόλοιπα, όπως και τα συγκλονιστικά τραγούδια σε στίχους της Ευτυχίας, η δύναμη της παράστασης εδράζεται κατά τη γνώμη μου πρωτίστως αλλού.
Η κυρία Νένα Μεντή είναι μια ηθοποιός-θίασος. Ικανή να κινηθεί σε μια δέσμη από γκάμες.
Τη συγκινητική και τη σκαμπρόζικη, τη χαμηλόφωνη, την ψιθυριστή, αλλά και, όπου χρειάζεται, τη δραματική. Στη γλώσσα της φωνής και στη γλώσσα του σώματος, που ποτέ δεν φωνασκεί, απλώς σημαίνει, καταφέρνει να παρασύρει το κοινό της στα μονοπάτια που ανοίγει με το παίξιμό της.
«Οποιος κατέχει και μιλεί και γνώρισε τον τρόπο, κάνει και κλαίσι και γελού(ν) τα μάτια των ανθρώπων» μας λέει ο Κορνάρος στον «Ερωτόκριτο».
Τα κοινό που χειροκρότησε όρθιο επί πολλή ώρα την ερμηνεύτρια έδειξε ότι αυτή είχε καταφέρει κάτι τέτοιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου