Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2015

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ,Αρχαιοελληνικός και πατερικός παραμυθητικός λόγος, H KAUHMERINH, 8.11.2015

 


Κι ωσάν από την θάλασσαν ποτέ νερόν δεν λείπει, / ουδ’ άνθρωπος ευρίσκεται στον κόσμον χωρίς λύπη.
(Γιούστος Γλυκύς, Πένθος θανάτου, ζωής μάταιον και προς Θεόν επιστροφή, 16 αι.)


Οι λέξεις πάνω στην οθόνη του υπολογιστή, όπου διάβασα την τιμητική πρόσκληση της Οργανωτικής Επιτροπής του συνεδρίου με θέμα «Τέλος της ζωής στον καρκίνο: η ανατριχίλα των συνόρων», έμοιαζαν ψύχραιμες, ακόμα και ψυχρές. Ετσι συμβαίνει με τις γραμμένες λέξεις, πριν τις ανάψει η μνήμη κάθε αναγνώστη τους, πριν τους δώσει το βαρύ τους νόημα η διασταύρωσή τους με την προσωπική εμπειρία του καθενός, με το φορτίο της ζωής του, που ορθότατα ο Κωστής Παλαμάς τη χαρακτηρίζει «και τραγική και αγία και μία».

Η επιστημονική αυστηρότητα των λέξεων δεν τις καθιστά ουδέτερες. Κάθε άλλο. Πίσω τους, μέσα τους, διαβάζει κανείς την αγωνία και το βαθύ ενδιαφέρον. Την αγωνία των θεραπόντων για τη μοίρα του προσώπου που έχουν απέναντί τους, δίπλα τους, ανίατα πληγωμένο από μιαν αρρώστια που η λαϊκή ευαισθησία επιμένει να την κρατάει ανώνυμη ή να την ευφημίζει. Η «επάρατος νόσος» της δημοσιογραφικής κοινής ή μιας κάπως επίσημης γλώσσας έχει το αντίστοιχό της στο εξορκιστικό όνομα «το καταραμένο» της λαϊκής ομιλίας ή «η παλιαρρώστια» ή και σκέτα «το Κακό».

Η έγνοια των θεραπόντων συναντιέται με την αγωνία των οικείων, αλλά και του ίδιου του ασθενούς, ακριβώς στο σημείο όπου όλοι τους συνειδητοποιούν πόσο εξωπραγματικός είναι ο ρόλος του «μικρού θεού» που πολύ συχνά και από πολύ παλιά αποδίδουμε οι μη γιατροί στους γιατρούς. Τη στιγμή εκείνη η ιατρική και η φαρμακευτική απομένουν με σχεδόν άδεια την κατά τα λοιπά πλούσια φαρέτρα τους. Μοναδικός ρόλος τους είναι ο παρηγορητικός, μερικώς έστω παυσίπονος αλλά σίγουρα όχι παυσίλυπος.

Ποιες άλλες τέχνες λοιπόν μπορούν να προσφέρουν τα δικά τους παραμυθητικά στρατηγήματα, για μερική και πάλι ανακούφιση; Από πού να κρατηθούν συγγενείς και φίλοι για να μην τους κυριέψει η «ανατριχίλα των συνόρων»; Από πού να αντλήσουν απαντοχή, ώστε να κρατήσουν κάπως γερό το φρόνημα του ανθρώπου τους, να μην τον αφήσουν να παραδοθεί στην απελπισία; Στα ερωτήματα αυτά αποκρίνεται ο καθένας βασιζόμενος στη σκληρή πείρα του. Δύο τέχνες πάντως, δύο μαστορικές, έχουν αναδειχθεί στο πέρασμα των αιώνων σύμμαχοι του ανθρώπου στον διαρκή πόλεμό του με τον πόνο, την απώλεια, τη λύπη και το αναπόδραστο τέλος. Κατ’ αρχάς η λογοτεχνία, η ποίηση ειδικότερα, που «κάπως ξέρει από φάρμακα», κατά τη σοφά μετριοπαθή διατύπωση του Καβάφη. Κι ύστερα η φιλοσοφία, η αρχαιοελληνική, με τις ποικίλες σχολές και τις βαθιές ρίζες της στην ποίηση, και η πατερική, που έχει σχέση ελξαπώθησης με την προχριστιανική. Ξέρουμε άλλωστε από το σύγγραμμα του Μεγάλου Βασιλείου «Προς τους νέους, όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων» πως οι πιο γραμματισμένοι των πατέρων, όσοι είχαν γευτεί τα εθνικά γράμματα, δεν τα απέρριπταν συλλήβδην, αλλά επέλεγαν όσα έκριναν αφομοιώσιμα.

Τις δικές τους παραμυθητικές μεθόδους συνεισφέρουν οι θρησκείες, ιδίως όσες προσδοκούν ανάσταση νεκρών, όπως η χριστιανική. Η ελληνική λαϊκή κουλτούρα θανάτου πάντως, όπως φανερώνεται και στα συγκλονιστικά μοιρολόγια και στα τραγούδια του Κάτω Κόσμου, πολύ λίγο επηρεάστηκε από τη χριστιανική εσχατολογία. Αντίθετα, διασώζει πολλά κοινά στοιχεία με την προχριστιανική αντίληψη περί Αδη.

Ως ξεχωριστό είδος, ο παραμυθητικός λόγος είχε μακρά ιστορία στην αρχαιοελληνική γραμματεία, πέρασε δε, όπως πολλά άλλα, και στη λατινική. Γράφει σχετικά ο Κωνσταντίνος Γρόλλιος, καθηγητής της Λατινικής Φιλολογίας, σχολιάζοντας μιαν από τις Ωδές του Οράτιου που παρουσίασε μεταφρασμένες σε δύο βιβλία (Εστία, 1992): «Οι μαρτυρίες που έχουμε δείχνουν ότι η παραμυθητική πρακτική ευδοκίμησε ιδιαίτερα από τον 3ον αιώνα π.Χ. και εξής, για να ζήσει στην αρχαία γραμματεία πάνω από τέσσερις εκατονταετίες. Τις απώτερες πηγές της θα τις βρούμε ανατρέχοντας πιο πίσω, στους σοφιστές του 5ου αιώνα, που (μετά από άλλες πρωιμότερες ακόμα απόπειρες των Ελλήνων για τον κατευνασμό της λύπης με ανθρώπινα μέσα· οι Πυθαγόρειοι φιλόσοφοι λ.χ. παραδίδεται ότι το επιδίωξαν με τη μουσική) πάσχισαν να καταπολεμήσουν τη λύπη τού ανθρώπου με τη βοήθεια του λόγου, που σήμαινε για τον αρχαίο μαζί: λέξη και λογική.

»Ενας από αυτούς, ο σύγχρονος του Σωκράτη Αντιφών (περ. 480-411 π.Χ.), ήταν εκείνος που εγκαινίασε την καινούργια “τέχνη”, που την ονόμασε χαρακτηριστικά τέχνην αλυπίας· και ήταν, μπορούμε να πούμε, μια πρώτη απλούστερη μορφή “ψυχοθεραπείας”. Ο Αντιφών, λέγεται, ίδρυσε το θεραπευτήριό του στην Κόρινθο και ισχυριζόταν ότι μπορούσε μέσα σ’ αυτό να θεραπεύονται οι λυπούμενοι, καθώς διαφήμιζε η επιγραφή την οποία “περιέγραψε” στο “ιατρείον” του· εκεί ο σοφιστής αυτός “πυνθανόμενος τας αιτίας παρεμυθείτο τους κάμνοντας” [τους νοσούντες δηλαδή, τους αποκαμωμένους].

»Η γραφίδα του ακαδημαϊκού φιλοσόφου Κράντορα ήρθε κατόπι να καθιερώσει τον παραμυθητικό λόγο ως λογοτεχνικό είδος. Γράφοντας γύρω στα τέλη του 4ου, αρχές του 3ου αιώνα το “Περί πένθους”, ο Κράντορας διατύπωσε διάφορα λογικά “φάρμακα” εναντίον της λύπης (αντλώντας και από τους αρχαίους ποιητές πολύ από το υλικό του), από τα οποία θα πηγάσει στα ερχόμενα χρόνια ένα μεγάλο ρεύμα κοινοτοπικών θεμάτων και θα δημιουργηθεί έτσι ένα “φιλοσοφικό” θησαυροφυλάκιο παραμυθημάτων που θεωρούσαν ότι λιγόστευαν τη λύπη, έτοιμο, όταν έφτασε η ώρα, να μεταφερθεί και στη Ρώμη. Η μεταφορά του στην κοσμοκράτειρα έγινε κυρίως από τον Κικέρωνα και τον Σενέκα, που ονόμαζαν το καθιερωμένο παραμυθητικό επιχείρημα ή “παραμύθημα” solacium, που, όπως ξέρουμε, έδωσε την ιταλική αργότερα λέξη solazzo και τη νεοελληνική κατόπι “σουλάτσο” (: περίπατος, διασκέδαση, σκόρπισμα με άλλα λόγια των σκέψεων που απασχολούν το νου)».

Τις πληροφορίες για τον Αντιφώντα τις οφείλουμε στον Πλούταρχο και στο σύγγραμμά του «Βίοι των δέκα ρητόρων». Μάλιστα ο ιστορικός συμπληρώνει ότι ο Αντιφώντας, φιλόδοξος όπως φαίνεται, έκρινε πως η τέχνη της αλυπίας που είχε επινοήσει ήταν κατώτερη της αξίας του, γι’ αυτό και στράφηκε στη ρητορική. Κρίμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου