Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2015

Παρή Σπίνου,Πατρίδα είναι το καλύτερο και το χειρότερο,EFSYN,15.11.15



Το να γίνει ελληνίστρια φιλόλογος ήταν από τις πρώτες επιλογές της, όμως υπήρξαν κι άλλες πολλές: δοκιμιογράφος, λογοτέχνις, μεταφράστρια, σήμερα διευθύνει το Εθνικό Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών της Γαλλίας ενώ το 2012 τιμήθηκε με το Μέγα Βραβείο της Γαλλικής Ακαδημίας για το σύνολο του έργου της.
Η διακεκριμένη φιλόσοφος βρέθηκε πριν από λίγες ημέρες στην Αθήνα -προσκεκλημένη του Γαλλικού Ινστιτούτου και των εκδόσεων Μελάνι- για την παρουσίαση του νέου βιβλίου της «Η Νοσταλγία. Πότε λοιπόν είναι κανείς σπίτι του;».
Kαι είχε πολλά κι ενδιαφέροντα να πει μιλώντας στην «Εφ.Συν» για τη σχέση των ανθρώπων με τον χρόνο, την πατρίδα και τις γλώσσες τους.
Στο σαγηνευτικό της δοκίμιο για το «ασφυκτικό και γλυκό συναίσθημα» της νοσταλγίας έχει συνοδοιπόρους τον πολύτροπο Οδυσσέα, τον ηρωικό Αινεία και τη Γερμανοεβραία φιλόσοφο Χάνα Αρεντ, ενώ μας δίνει ένα γενναιόδωρο μάθημα ανθρωπισμού: «Ρίζωμα και ξεριζωμός: να τι είναι η νοσταλγία», τονίζει.
Μπαρμπαρά Κασέν- Η Νοσταλγία
● Γιατί ασχολείστε με ένα θέμα όπως η νοσταλγία, επιβεβαιώνοντας πως μας απασχολεί από την αρχαιότητα, ενώ είναι ιδιαίτερα επίκαιρο σήμερα;
Κατ’ αρχάς ήταν ένα προσωπικό θέμα. Ηθελα να καταλάβω γιατί αισθάνομαι νοσταλγία για ένα μέρος, την Κορσική, όπου ούτε είχα γεννηθεί ούτε είχα μεγαλώσει και δεν είχα καμία οικογενειακή σχέση. Ωστόσο, εκεί βρίσκεται ο τάφος του άντρα μου. Η Κορσική σίγουρα δεν είναι «πατρίδα» μου, παρ’ όλα αυτά ποθώ να επιστρέφω εκεί. Τι είναι αυτό που μας κάνει να νιώθουμε σαν στο σπίτι μας όταν δεν πρόκειται για τον γενέθλιο τόπο μας; Η απάντηση είναι σαφής: Ενιωθα καλοδεχούμενη στην Κορσική. Η Μεσόγειος είναι από την αρχαιότητα ένας κόσμος γεμάτος ταξίδια, ανταλλαγές, περιπλανήσεις, αλλά και ένας τόπος φιλοξενίας. Θα μπορούσες να είσαι ένας «xenos», ένας ξένος που φιλοξενείται από έναν άλλον ξένο, σε μια τέλεια συμμετρία. Θα μπορούσες να είσαι «hostis», ένας ξενόφερτος, πιθανός «εχθρός» (σύμφωνα με τη λατινική ρίζα). Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, οι άνθρωποι περιπλανιούνται, πνίγουν τον εαυτό τους σε έναν εχθρικό χώρο, μακριά από το σπίτι τους, και δεν είναι ευπρόσδεκτοι πουθενά.
● Οι περισσότεροι έχουμε την εντύπωση ότι η «νοσταλγία» προέρχεται από την ελληνική λέξη «νόστος», ωστόσο εσείς περιγράφετε ότι είναι γερμανο-ελβετική. Ποια είναι η διαφορά μεταξύ των δύο ερμηνειών;
«Νοσταλγία» δεν είναι μια λέξη που θα συναντήσετε στην «Οδύσσεια», η οποία ωστόσο είναι το ποίημα του νόστου. Η λέξη στην πραγματικότητα έχει επινοηθεί από Ελβετούς γιατρούς τον 17ο αιώνα, οι οποίοι ήθελαν να εφεύρουν μια ασθένεια που θα επέτρεπε στους Ελβετούς μισθοφόρους του Λουδοβίκου 14ου να ξεφύγουν από τον θάνατο. Ηταν ο πόνος της πατρίδας, η νοσταλγία για το σπίτι τους. Ακόμα κι αν λιποτακτούσαν, δεν θα ήταν δικό τους σφάλμα, δεν θα μπορούσαν να αντισταθούν... Η νοσταλγία του Οδυσσέα δεν είναι ασθένεια, αλλά μάλλον μια ανθρώπινη κατάσταση. Η περιπλάνησή του, η αναζήτηση της ταυτότητας, το σημάδι που τον διακρίνει, το κρεβάτι που μοιράζεται με την Πηνελόπη, ο τρόπος που επιστρέφει και που αναχωρεί πάλι για άλλους τόπους μακρινούς, όλα αυτά τα απίστευτα ποιητικά χαρακτηριστικά και η ερμηνεία τους σκιαγραφούν τον κόσμο όπου ζούμε...
● Πώς περιγράφετε στο βιβλίο σας τις διάφορες εκφάνσεις της νοσταλγίας: του Οδυσσέα, του Αινεία και της Αρεντ;
Ο Οδυσσέας επιστρέφει στο σπίτι ύστερα από περίπου είκοσι χρόνια περιπλάνησης. Βρίσκεται στην κυριολεξία στις ρίζες του, στην Ιθάκη, στην Πηνελόπη και στο ριζωμένο κρεβάτι του. Ωστόσο, σύντομα αναχωρεί και πάλι για άγνωστες χώρες, μακρινές, όπου οι άνθρωποι δεν έχουν δει θάλασσα. Η νοσταλγία του είναι διπλή και η γερμανική γλώσσα βοηθά σε αυτή τη διάκριση: «Heimweh», η πιεστική επιθυμία για το σπίτι, και «sehnsucht», η προσδοκία για το άγνωστο.
Ο Αινείας φεύγει από την Τροία, που καίγεται, μεταφέροντας την πατρίδα στην πλάτη του, τον γέρο πατέρα του και τους θεούς του στους ώμους του. Ποτέ δεν θα επιστρέψει και θα εγκατασταθεί στον τόπο που θα γινόταν η Ρώμη υπό μία συνθήκη: να ξεχάσει τη μητρική του γλώσσα, να μη μιλά πλέον ελληνικά, αλλά λατινικά.
Η Αρεντ, πάλι, μεγαλωμένη σε γερμανοεβραϊκή οικογένεια, «πολιτογραφημένη» στην αμερικανική εξορία της μετά την άνοδο του ναζισμού, επέλεξε να αυτοπροσδιοριστεί όχι σε σχέση με μια χώρα ή έναν λαό, αλλά σε σχέση με μια γλώσσα. Αναγνωρίζει τη μητρική της γλώσσα, τη γερμανική, ως μόνη πατρίδα της. Η Αρεντ είναι η σύγχρονη ανθρώπινη ύπαρξη, ποτέ σαφώς στο σπίτι μας και πάντα σε κάποια εξορία.
● Πόσο σημαντική είναι η γλώσσα σήμερα για τις έννοιες της πατρίδας και της ταυτότητας;
Είναι θεμελιώδης. Πρέπει να σκεφτόμαστε με όρους γλώσσας και μετάφρασης. Εχω διευθύνει ένα «Λεξικό των μη μεταφράσιμων όρων» ώστε να υπάρχει ένα σημείο εκκίνησης σχετικά με τις διαφορές μεταξύ γλωσσών και πολιτισμών, προκειμένου να ερευνήσουμε τις διαφορές χωρίς να τις διορθώσουμε. Είχα δύο εχθρούς: τα globish (παγκόσμια αγγλικά), που καλύπτουν τις μοναδικότητες με ένα πέπλο ψευδο-καθολικής μετάδοσης στο πλαίσιο της σημερινής παγκοσμιοποίησης, ενώ περιορίζουν τις γλώσσες του πολιτισμού σε κομμάτια παλαιομοδίτικων διαλέκτων.
Και αυτό που εγώ αποκαλώ -με βάση τον Χάιντεγκερ- «οντολογικό εθνικισμό», μια ιεράρχηση των γλωσσών με την αρχαία ελληνική και γερμανική γλώσσα -πιο ελληνική από την ελληνική- στην κορυφή, ως καλύτερα ριζωμένες στην αυθεντικότητα της σκέψης. Η διαφορετικότητα των γλωσσών είναι, πιστεύω, ένας από τους καλύτερους τρόπους για να ληφθούν υπόψη οι ποικίλες και σύνθετες ταυτότητες, και η μετάφραση είναι το καλύτερο know-how για τις διαφορές.
● Ποια είναι η έννοια της πατρίδας σήμερα στην Ευρώπη; Σε πολυπολιτισμικές κοινωνίες, με σύνορα που αλλάζουν, με ζητήματα όπως η μετανάστευση, ο εθνικισμός, να μας απασχολούν;
«Πατρίδα» είναι το καλύτερο και το χειρότερο, και συχνά χρησιμοποιείται για το χειρότερο. Εύχομαι η Ευρώπη να μπορούσε να είναι μια πατρίδα, αλλά δεν είμαι σίγουρη ότι είναι ή ότι θα μπορούσε να είναι. Ευρωπαίος, έχει πει ο Κούντερα, είναι αυτός που νοσταλγεί την Ευρώπη.
● Τι σκέφτεστε και νιώθετε όταν βλέπετε τους πρόσφυγες από τη Συρία και άλλες χώρες να έρχονται στην Ευρώπη, να χάνουν τις ζωές τους επιχειρώντας να περάσουν σύνορα που είναι πολλές φορές κλειστά;
Ντρέπομαι για την Ευρώπη και για τον εαυτό μου. Πού είναι οι θεσμοί, οι κανόνες, πού είναι οι κυβερνώντες; Γνωρίζουμε όλοι ότι ορισμένες συγκεκριμένες ενέργειες μπορούν να γίνουν, όπως: να πάψει να θεωρείται αξιόπιστο κριτήριο η διαφορά μεταξύ των πολιτικών και οικονομικών προσφύγων, να οργανωθεί η υποδοχή τους λαμβάνοντας υπόψη και τις δυνατότητες και τις επιθυμίες τους, να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα στις χώρες της αναχώρησης, να υπάρχει δράση κατά των κυκλωμάτων κ.λπ. Πρέπει να τους καλοδεχτούμε, αυτό είναι το καλύτερο και για εμάς, αλλά δεν μπορούμε να το κάνουμε. Πώς αλήθεια μπορούμε να δράσουμε προκειμένου να κάνουμε το καθήκον μας;
● Είναι σημαντικό για έναν μετανάστη να ενταχθεί στην κοινωνία της χώρας όπου θα εγκατασταθεί ή πρέπει να διατηρεί τη διαφορετική ταυτότητά του;
Δεν βάζω διλήμματα, ή το ένα ή το άλλο. Ελπίζω και τα δύο, αν είναι δυνατόν, να γίνονται ταυτόχρονα: να ξέρει ο μετανάστης ποιος είναι και από πού έρχεται, τη γλώσσα του, τον πολιτισμό του, την Ιστορία και την προσωπική του ιστορία. Και να μάθει πού είναι τώρα και να συμμετέχει. Αλλά φυσικά, εφόσον είναι ευπρόσδεκτος και του παρέχεται η δυνατότητα συμμετοχής του... Αυτές είναι οι προϋποθέσεις μιας πραγματικής αλληλεπίδρασης που «εμείς» και αυτοί χρειάζονται. Ο Ναπολέων το είχε πει: «Αυτή η παλιά, φθαρμένη Ευρώπη μού είναι βαρετή».
● Ποιες είναι οι αρχές και οι αξίες που θα πρέπει να επικρατούν στην Ευρώπη σήμερα, σε μια εποχή κρίσης που δεν είναι μόνο οικονομική, αλλά επηρεάζει όλες τις πτυχές της κοινωνίας και του πολιτισμού;
Να σταματήσει η Ευρώπη να ποσοτικοποιεί τα πάντα, να σκεφτεί τις δικές της οικουμενικές ή ψευδο-οικουμενικές αξίες και να μάθει να μεριμνά για τις «διαφορές». Η Ευρώπη πρέπει να είναι έξυπνη και να επαναθέσει ερωτήματα - σχετικά με τη Γη, με τους μετανάστες... Τι είναι πραγματικά σημαντικό; Τι πραγματικά θέλουμε; Αλλά το «εμείς» ως αξίωμα είναι τo πολιτικό πρόβλημα.

Ποτέ δεν αισθάνθηκα ριζωμένη κάπου

● Μπορείτε να μας περιγράψετε την προσωπική εμπειρία σας σε σχέση με τη νοσταλγία και τη διαμόρφωση της ιδιαίτερης ταυτότητάς σας;
Ημουν ένα πολύ ευτυχισμένο παιδί, μιας πολύ κοσμικής εβραϊκής οικογένειας. Εμαθα πως είμαστε Εβραίοι, επειδή η μητέρα μου μού είπε για τον πόλεμο, πώς ζούσαν εκείνη την εποχή και πώς διέφυγαν τελικά. Μου μιλούσε κάνοντας αμέτρητα δικά μου πορτρέτα - ήταν καλή ζωγράφος και ήθελε να βλέπει τα μάτια μου όταν ζωγράφιζε! Ο πατέρας της καταγόταν από την Ουγγαρία. Από την πλευρά του πατέρα μου οι ρίζες φτάνουν ώς τα τέλη του Μεσαίωνα και τον Πάπα της Αβινιόν. Ποτέ δεν υπήρξα νοσταλγική - για ποιο πράγμα να είμαι άραγε; Γεννήθηκα στο Παρίσι, αγαπώ τα γαλλικά, τη γαλλική λογοτεχνία, αλλά ποτέ δεν αισθάνθηκα ριζωμένη κάπου. Η Χάνα Αρεντ έχει πει ότι κατάλαβε πως ήταν εβραϊκής καταγωγής μόνον όταν την πρόσβαλαν για την καταγωγή της. Και πως ποτέ δεν αισθάνθηκε ότι ανήκει σε κάποιο λαό, ούτε στους Γερμανούς ούτε στους Εβραίους. Εγώ έχω, τηρουμένων των αναλογιών, την ίδια εμπειρία.

Εμαθα ελληνικά από παιδί

● Πώς προέκυψε το ενδιαφέρον σας για την αρχαία ελληνική γλώσσα και τη φιλοσοφία;
Εμαθα λατινικά και ελληνικά στο σχολείο, ο πατέρας μου με βοηθούσε στα μαθήματά μου και μας άρεσε να μεταφράζουμε μαζί. Μέσω της μετάφρασης έμαθα ταυτόχρονα ελληνικά και γαλλικά, που μου πρόσφεραν διαφορετικές δυνατότητες αντίληψης και επινόησης. Η γλώσσα και τα κείμενα της αρχαίας Ελλάδας ήταν από τότε για μένα μια μοναδική, ασύγκριτη εμπειρία ευφυΐας και ομορφιάς. Στη συνέχεια, επέλεξα τη φιλοσοφία, γιατί βάζει ερωτήματα που συχνά δεν έχουμε το θάρρος να θέσουμε. Μαθήτευσα σε πολύ καλούς χαϊντεγκεριανούς δασκάλους, μάλιστα είχα την τύχη να συναντήσω και τον Χάιντεγκερ, κατά τη διάρκεια ενός σεμιναρίου όπου δίδασκε και ο ποιητής Ρενέ Σαρ. Εκτοτε οι ιδέες του Χάιντεγκερ σε σχέση και με την αρχαία Ελλάδα, καθώς και το έργο των σοφιστών, με απασχολούν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου