Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2016

Αριστοτέλης Σαΐνης, Ο «γραφιάνος» και «ποιγητής» από τα απόμερα Τζουμέρκα, ΕΦΣΥΝ, 15.5.16

 Ποιητής, πεζογράφος και κριτικός, πολύγλωσσος μεταφραστής, θεατρικός συγγραφέας και μανιώδης επιστολογράφος, ο γνωστός-άγνωστος Γιώργος Κοτζιούλας (1909-1956) διέγραψε μια «μοναχική πορεία» σε μια περίοδο έντονων ανακατατάξεων, αξεπέραστων αντινομιών, σφοδρών διενέξεων και ιδεολογικών συγκρούσεων.
Η μελέτη της Αθηνάς Βογιατζόγλου αποτελεί ένα πανόραμα της εκρηκτικής τριακονταετίας (1926-1956) κατά την οποία ο Τζουμερκιώτης ποιητής παρήγαγε το πολύμορφο έργο του. Για τον αέναα αυτοβιογραφούμενο ποιητή η καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων επιλέγει τη μορφή της φιλολογικής βιογραφικής αφήγησης και ξεδιπλώνει σε τέσσερα κεφάλαια τα έργα και τις ημέρες του:
τα παιδικά χρόνια ενός «αντελικάτου» βοσκού στην Ηπειρο (1909-1926), η ωρίμανση και η μερική αναγνώριση του «ποιγητή», κριτικού και μεταφραστή στη μεσοπολεμική πρωτεύουσα (1927-1942), τα ηρωικά χρόνια δίπλα στον Αρη και τους μαυροσκούφηδες (1943-1945) και, τέλος, η αντιηρωική προσγείωση στην εμφυλιακή Αθήνα που βρίσκει τον «από καιρό μισοάρωστο γραφιάνο» πολλαπλά περιθωριοποιημένο: φτωχό, επαρχιώτη, αριστερό και παραδοσιακό ποιητή (1946-1956). Γρήγορα η επιβαρημένη υγεία του πρώην φυματικού θα τον προδώσει στα 47 του χρόνια.
Αθηνά Βογιατζόγλου  «Ποίηση και Πολεμική. Μια βιογραφία του Γιώργου Κοτζιούλα»  Επίμετρο -Γλωσσάρι: Νίκος Σαραντάκος  Κίχλη, 2015  Σελ. 487Αθηνά Βογιατζόγλου «Ποίηση και Πολεμική. Μια βιογραφία του Γιώργου Κοτζιούλα» Επίμετρο -Γλωσσάρι: Νίκος Σαραντάκος Κίχλη, 2015 Σελ. 487 | 
Η χρονολογική εξιστόρηση σταματά για τον σχολιασμό κειμένων ή την παράθεση τεκμηρίων. Πρόλογος προθέσεων και επίλογος συμπερασμάτων πλαισιώνουν τη μελέτη, καρπό εξαντλητικής φιλολογικής έρευνας, που χαρακτηρίζεται για την ιστορική και γραμματολογική εποπτεία της εποχής και τις ενδιαφέρουσες κριτικές και ερμηνευτικές παρατηρήσεις.
Η Βογιατζόγλου παρακολουθεί τη διαδρομή του ποιητή από τις μετασυμβολιστικές του οφειλές στον «βαθμιαία εντεινόμενο αδρό ρεαλισμό του». Εδώ θα βρει κανείς τον ερωτικό και φυσιολάτρη Κοτζιούλα, τον αντιστασιακό και μαχητικό αλλά και τον ηθογράφο της τελευταίας περιόδου. Για τη Βογιατζόγλου ο Κοτζιούλας είναι μια σύνθετη, αντινομική προσωπικότητα μιας μεταιχμιακής εποχής και «εκφραστής μιας υβριδικής μοντερνικότητας».
Υπερασπιστής της λαογραφικής κληρονομίας χωρίς να είναι τοπικιστής, ηθογράφος χωρίς να ενδίδει στη γραφικότητα, δεινός φιλόλογος και μεταφραστής αρχαίων χωρίς να πιστεύει στη φυλετική συνέχεια, παθιασμένος μεταφραστής της παγκόσμιας λογοτεχνίας και υποστηρικτής των επιδράσεων από την έμμετρη και λογοκρατούμενη ξένη ποίηση, αριστερός με αποστάσεις από τις αγκυλώσεις του κόμματος.
Παιδί του Μεσοπολέμου, νοσταλγός της «Σχολής του Χάμσουν», της παραδοσιακής ποίησης και του Καρυωτάκη, ο περίπου συνομήλικος των μειζόνων ποιητών της «γενιάς του 1930» υπερασπίστηκε εσαεί, στους αντίποδες του «στριμμένου λόγου» τους, μια ποίηση που προορίζεται για όλους, όπως «της τάβλας το νερό».
Εξ ου το ακραίο αντιμοντερνιστικό πάθος του που κορυφώνεται (είχε προηγηθεί το «Συγχρονισμένη ποίηση», 1937·και ακολούθησε το «Η σχολή του Καρυωτάκη και ο κύκλος των ομογενών», 1952) με τον εξάψαλμο του «Πού τραβάει η ποίηση;» (1950) - τα εξ αμάξης, πάντως, τα άκουσε και αυτός. Πρόκειται, ωστόσο, για τον ίδιο κριτικό που αναγνώρισε πρώιμα την «πεζογραφική ιδιοφυΐα» του δεκαεξάχρονου Γονατά και «αποδέχτηκε» όψιμα τον εικοσιδυάχρονο εικονοκλάστη και ελευθερόστιχο Λεοντάρη.
Αν τα «πινδαρικής πνοής» αντάρτικα σονέτα («Οι πρώτοι του αγώνα», 1946) ανανεώνουν το αυστηρό είδος και ο δονκιχωτικός «Τσοπάνος Ιδαλγός» της τελευταίας συλλογής «Ηπειρώτικα» (1954) την ηθογραφία, η ειδυλλιακή «Φυγή στη φύση» (1952) είναι, για τη Βογιατζόγλου, η «ποίηση της ήττας» του Κοτζιούλα.
Το 5ο κεφάλαιο παρακολουθεί τις μεταθανάτιες «τύχες» του Κοτζιούλα: από την αναθέρμανση του ενδιαφέροντος με τον θάνατο του «κοινωνικού Κρυστάλλη» και την έκδοση (1956-1959) των ελλιπών «Απάντων» του, μέχρι τη συμπερίληψη στην «Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας» (Κορδάτος, 1962) ή και την ανάδειξη του «Θεάτρου στα Βουνά» στα εικοσάχρονα από τον θάνατό του. Τη δεκαετία του 1980 δημοσιεύονται οι πρώτες εργασίες υποδομής και ανακαλύπτονται αθησαύριστα ποιήματα. Την εικόνα του αλληλογράφου συμπληρώνει η συλλογή «Αγαπητέ Κοτζιούλα» (1994) και προοδευτικά το ενδιαφέρον στρέφεται και στο κριτικό του έργο.
Ιδιαίτερη ενότητα αφιερώνεται στον ανθολογημένο Κοτζιούλα [από την πρώιμη συμπερίληψη στην «Ανθολογία» του Ηρακλή Αποστολίδη (1933) και την ευνοϊκή ανθολόγηση του Περάνθη (1954), μέχρι την εισαγωγή του στην ανθολογία του Σοκόλη, το 1980] και επισημαίνεται η κομβική σημασία της παρουσίας του στην «Ιστορία» του Αργυρίου.
Το 1990 ο ποιητής κατατάσσεται έβδομος στη «Χαμηλή φωνή» του Αναγνωστάκη και εντάσσεται στην παρέα των κατά Λυκιαρδόπουλο «παλιάτσων» ποιητών μας. Τέλος, διαθέτουμε τρεις προσωπικές ανθολογήσεις: την πρώιμη του Δάλλα (1956), τη διαδικτυακή του Νίκου Σαραντάκου και το «Μια παρουσίαση του Γιώργου Κοτζιούλα» (Γαβριηλίδης, 2009) του Σωτήρη Τριβιζά.
Υπερβολική, νομίζω, εδώ η μομφή για την έμφαση του τελευταίου στη μετασυμβολιστική περίοδο, ιδιαίτερα αν σκεφτεί κανείς ότι πρόκειται για την πρώτη, ουσιαστικά, έντυπη ανθολόγηση ενός ποιητή ο οποίος έλαμψε διά της απουσίας του από μεγάλες θεσμικές ανθολογίες.
Εξαιρετική η αναγνωστική περιδιάβαση της Βογιατζόγλου στα αφιερωμένα στον ποιητή ποιήματα, ιδιαίτερα των νεοτέρων, όπως το σονέτο του Νάσου Βαγενά, όπου ο Κοτζιούλας δεν έχει να φοβηθεί τίποτα από την καταξίωση των μοντέρνων (ο Βαγενάς έχει επανειλημμένα υποστηρίξει τη σημασία της «ζωντανής» ποίησης του «μάστορα» Κοτζιούλα και μάλιστα της μεταπολεμικής), το «Ελεγείο» της Σοφίας Κολοτούρου, «ποίημα διαδοχής» στα χνάρια του Καρυωτάκη, και, τέλος, η «Βάρκιζα» της Μαρίας Κυρτζάκη: η πτώση του ποιητή ως αγωνιστή και παραδοσιακού ποιητή στη μοντέρνα εποχή.
Στο πλαίσιο της πρόσληψης του Κοτζιούλα θα μπορούσε, ίσως, να σχολιαστεί επαρκέστερα η ψευδοδοκιμιακή προσέγγιση του ποιητή και μεταφραστή (Edgar-Lee Masters, «Ανθολογία του Σπουν Ρίβερ», Gutenberg, 1995) Σπύρου Αποστόλου. «Το καλύτερο ποίημα του αιώνα» (1.Παρασκήνιο, 1993 με επιμέλεια του Αιμίλιου Καλιακάτσου, 2.Υψιλον, 1999) είναι, νομίζω, ένα μάλλον άδικα, ξεχασμένο, παρωδιακό και αυτοπαρωδιακό δοκίμιο, μια κριτική φάρσα για τα όρια της κριτικής και την κρίση των ορίων της τέχνης με αφορμή μια στροφή του Κοτζιούλα.
Την έκδοση επισφραγίζει γλωσσάρι ιδιωματισμών, το οποίο εισάγει σχετική μελέτη από τον πάντα απολαυστικό Νίκο Σαραντάκο, εξαντλητική βιβλιογραφία, ευρετήρια και φωτογραφικό υλικό. Εν ολίγοις, ο Κοτζιούλας αποκτά, επιτέλους, την πρώτη ολοκληρωμένη βιογραφική και φιλολογική μελέτη που απευθύνεται τόσο στο ειδικό όσο και στο ευρύτερο κοινό. Μια εξαιρετικά χρήσιμη μονογραφία για έναν άδικα παραγνωρισμένο δημιουργό μιας εποχής που φαντάζει κοντινή αλλά που ακόμα παραμένει ουσιαστικά αχαρτογράφητη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου