Σάββατο πρωί. Ο ήλιος, χλομός, γίνεται το μπαίγνιο της υγρασίας που έχει στρογγυλοκαθίσει παντού. Η δυτική μεριά του κάμπου της Αρτας είναι βουτηγμένη στη μοίρα της.
Στον άνισο αγώνα με την υγρασία, που είναι ο άρχοντας της περιοχής. Η ανάσα το πρωί είναι βαριά. Στον αγέρα υπάρχει μια απροσδιόριστη αίσθηση μούχλας, σαν αυτή που βγάζουν οι τοίχοι ενός δωματίου που μένει για πολλές μέρες με κλειστά τα πορτοπαράθυρα.
Ο κάμπος στο Μαντσαούς δεν έχει, ακόμη, μαζέψει το υδάτινο πέπλο που στρώνεται κάθε βράδυ, μόλις ο ήλιος βασιλέψει. Είναι το βασίλειο του Λούρου, του Βωβού της λαϊκής παράδοσης.
Παραπονιάρης και αδικημένος από τον καβγατζή Αραχθο, ζητάει τη δική του θέση στην καρδιά του ποιητή Τάκη Σινόπουλου «Νυχτολόγιο» για τα ποτάμια που δροσίζουν, κατά τον ποιητή, την ψυχή και το σώμα.
Διεκδικεί την αγάπη του άλλου ποιητή που γεννήθηκε δίπλα του, στη Φιλιππιάδα, του Γιάννη Δάλλα που τον νανούρισε στα πρωτάτα του κι αυτός το ανταπέδωσε μιλώντας για τη μαγεία της σιωπής του που σε προκαλεί να ανακαλύψεις το σώμα του.
«Εχω το πέρασμά σου σ’ όλη την αφή μου», γράφει ο Δάλλας «Η ραψωδία του αίλουρου». Η αίσθηση αυτή διαχέεται παντού. Τρυπώνει σε κάθε κύτταρο. Επικάθεται σ’ όλα τα αισθητήρια όργανα, «ένα βαθύ ποτάμι από σκιρτήματα αφή βελούδου κι από τη δορά βαθύτερα μια τρικυμία από επιθυμίες».
Το υδάτινο πέπλο του ποταμιού συντροφεύει τους καμπίσιους στον βαρύ ύπνο τους. Ακόμη και τα όνειρα είναι βαριά στον κάμπο. Τα περβόλια έχουν πάψει να τρέφουν τα όνειρα των νοικοκυριών. Περασμένα μεγαλεία.
Τα παιδιά των νομάδων κτηνοτρόφων διάλεξαν τα Γιάννενα αφήνοντας πίσω τα δέντρα και την πάλη με το χώμα και την υγρασία. Το χαντζάρι του πάγου που κρεμόταν πάνω από το κεφάλι τους κάθε χειμώνα. Που έσφιγγε πιο πολύ τον λαιμό δυσκολεύοντας ακόμη περισσότερο την ανάσα.
Στον δρόμο του Πασά το υγρό πέπλο διαγκωνίζεται με τη «χλωροφορμισμένη μέρα». Η Ιστορία δηλώνει την παρουσία της.
Ο Αλή Πασάς άφησε τα ίχνη μιας αντιφατικής προσωπικότητας, που είδε τη θάλασσα ως το μονοπάτι που θα έβγαζε την Ηπειρο από την απομόνωση. Ο δρόμος του Πασά φτιάχτηκε ως μια κλωστή που φέρει τη Σαλαώρα και τον Αμβρακικό κοντά στο μέλλον της περιοχής.
Ο δρόμος του Πασά θέρμανε τις ελπίδες και τον αγώνα των καμπίσιων να ξεφύγουν από την πάχνη. Από την αβεβαιότητα. Ενας δρόμος που θυμίζει αμερικανικές ταινίες. Μια μεγάλη ευθεία. Ο ατέλειωτος ορίζοντας της ευθείας που φοβίζει με το άγνωστο που έρχεται. Είναι η ίδια ευθεία που γίνεται λογοτεχνία από τον Κέρουακ.
Στον δρόμο του Πασά παλιότερα με φόβιζαν οι μάνες που έζωναν τον μεγάλο δρόμο. Γεμάτες ώς τον λαιμό τους με νερό, έδιναν ζωή στον κάμπο. Την άνοιξη και το καλοκαίρι ακουγόταν η ευγνωμοσύνη των λυγερόκορμων καλαμποκιών, το δέλεαρ της μάνας για την τελευταία αντοχή.
Λίγο πριν από το τέλος του δρόμου, εκεί που η θεία Λένη περίμενε με τη θράκα αναμμένη και τα ψημένα καλαμπόκια να επιβραβεύουν την υπέρβαση των ορίων.
Ο μεγάλος δρόμος έμοιαζε σαν μια νέα εκδοχή του Λαοκόωντος, με τις μάνες να είναι το φόβητρο. Η πηγή ενός απροσδιόριστου φόνου. Ενός κινδύνου που καραδοκεί. Οι μάνες που έμοιαζαν να κρύβουν την απειλή. Να γίνει το κακό εκεί που ήσουν σίγουρος πως οι φόβοι σου έχουν πέσει σε λήθαργο.
Δεν ξέρω αν ο Αντρέας είχε αυτή την αίσθηση όταν πετάχτηκε στον δρόμο. Στον δικό του δρόμο. Εκεί που οι μάνες έγιναν ο κόσμος του. Το παράθυρο για το μέλλον που ονειρευόταν, όταν η χλωροφορμισμένη μέρα κέρδιζε τη μάχη από το υδάτινο πέπλο.
Ομως, ο Αντρέας, με την αμόλυντη ψυχή του να φλέγεται από την ασίγαστη επιθυμία να μεθύσει από τη ζωή, δεν έδωσε βάση σ’ όσα άκουγε για τους βρικόλακες του δρόμου. Για τους τρελαμένους οδηγούς που σεληνιάζονται όταν βρίσκονται στο τιμόνι. Που ο εγωκεντρισμός τούς τυφλώνει.
Ο Αντρέας μάς περίμενε την Κυριακή. Στον δικό του δρόμο. Δεν του χαλάσαμε το χατίρι.
*καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου