Με ζουρνάδες, μπουζούκια και... μεράκι
Πόσο μακριά μπορεί να οδηγήσει έναν άνθρωπο το μεράκι του; Αναπνέει κανείς καλύτερα αν αναπνέει την παράδοσή του; Ο Γιώργης Μελίκης ζει στη Θεσσαλονίκη, σε μια πολύβουη πόλη, αλλά οι ήχοι στα αφτιά του δεν είναι οι κόρνες των αυτοκινήτων, είναι οι ήχοι των ζουρνάδων, οι ήχοι από τις θρακιώτικες λύρες με τα νταούλια. Είναι οι ήχοι που αρχικά έκανε ραδιοφωνικές εκπομπές και στη συνέχεια δισκογραφία για συλλέκτες. Είναι οι ήχοι που με επιμονή «μάζεψε» και από το τελευταίο χωριό χωρίς καθόλου να σκεφτεί τρέξιμο και αντιξοότητες. Με ένα μαγνητόφωνο στην πλάτη γυρίζει απ' άκρη σ' άκρη τη Βόρεια Ελλάδα και καταγράφει τα δημιουργήματα της ανώνυμης λαϊκής πολυφωνίας.
Πόσο μακριά μπορεί να οδηγήσει έναν άνθρωπο το μεράκι του; Αναπνέει κανείς καλύτερα αν αναπνέει την παράδοσή του; Ο Γιώργης Μελίκης ζει στη Θεσσαλονίκη, σε μια πολύβουη πόλη, αλλά οι ήχοι στα αφτιά του δεν είναι οι κόρνες των αυτοκινήτων, είναι οι ήχοι των ζουρνάδων, οι ήχοι από τις θρακιώτικες λύρες με τα νταούλια. Είναι οι ήχοι που αρχικά έκανε ραδιοφωνικές εκπομπές και στη συνέχεια δισκογραφία για συλλέκτες. Είναι οι ήχοι που με επιμονή «μάζεψε» και από το τελευταίο χωριό χωρίς καθόλου να σκεφτεί τρέξιμο και αντιξοότητες. Με ένα μαγνητόφωνο στην πλάτη γυρίζει απ' άκρη σ' άκρη τη Βόρεια Ελλάδα και καταγράφει τα δημιουργήματα της ανώνυμης λαϊκής πολυφωνίας.
«Η σχέση μου με την παραδοσιακή μουσική και το δημοτικό τραγούδι αρχίζει πριν από ακριβώς 52 χρόνια. Την μέρα που γεννήθηκα. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Μελίκη Ημαθίας μέσα σε κλίμα ευδαιμονίας και καλοπέρασης. Οι ζουρνάδες και τα καταπληκτικά τραγούδια ήταν μια σχέση σχεδόν καθημερινή. Ακούσματα και εικόνες στο σπίτι από τους παππούδες και τους γονείς. Πανηγύρια λαϊκά και θρησκευτικά» εξηγεί ο ίδιος.
Η ιστορία του Γιώργη Μελίκη έχει σεναριακές αρετές και ξεκινάει από το 1965, όταν μαθητής γυμνασίου γνωρίζει τον Νίκο Κοντοσόπουλο, συντάκτη του Ιστορικού Λεξικού της Ακαδημίας Αθηνών. Με δική του παρότρυνση καταγράφει πέρα από τα τραγούδια του Ρουμλουκιού και το τοπικό γλωσσικό ιδίωμα. Από τότε αρχίζει μια σχέση συνεργασίας με το Γλωσσικό Κέντρο της Ακαδημίας Αθηνών και τους συντάκτες του. Η συνεργασία επεκτείνεται και στο Λαογραφικό Κέντρο της Ακαδημίας όπου γνωρίζει τον Περιστέρη. Με την παρότρυνσή του και κυρίως με τις σοφές υποδείξεις του αρχίζει να καταγράφει τα πρώτα δημοτικά τραγούδια ξεκινώντας βεβαίως από το χωριό του.
«Διεκπεραίωνα με οριακό τρόπο τις μαθητικές μου υποχρεώσεις και μελαγχολούσα ακούγοντας Χατζιδάκι, Βιβάλντι και Αλμπινόνι, διαβάζοντας Καβάφη και Μποντλέρ και συνεχίζοντας τη βαθιά εκείνη από το δημοτικό συνήθεια να λέω το "Ασπιλε Αμόλυντε" σε όλους σχεδόν τους Χαιρετισμούς. Τα καλοκαίρια στις δύο τελευταίες τάξεις του λυκείου τα πέρασα ποτίζοντας βαμβάκια και καπνά μαζί με τον κουμπάρο και καταπληκτικό τραγουδιστή Γιώργη Γαγάκα. Δεν αφήναμε τραγούδι για τραγούδι που να μην το λέμε.Εγραφα ατέλειωτα, ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς. Ασκήσεις σε κάθε μορφή λόγου. Ο Καζαντζάκης και ο Τσέχοφ μπερδεύονταν βαθιά μεθυστικά με τα βυζαντινά και μεσαιωνικά κείμενα, ώσπου ήρθε το βλογημένο '69 και φεύγω στην Αθήνα για σπουδές».
Το 1968 μαθητής της Β' λυκείου, όπως αρκετοί άλλοι συμμαθητές του, βρίσκεται μέλος της χορωδίας δημοτικών τραγουδιών σε ηχογράφηση του τότε Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας, Ραδιοφωνικός Σταθμός Μακεδονίας.
Πολλές οι αντιρρήσεις για την «εκτέλεση» των τραγουδιών τις οποίες μόνο ψιθύριζε. «Εγώ,ένας αιρετικός μαθητής, πού να τολμήσω να πω ότι το κλαρίνο και οι διασκευές των δημοτικών μας τραγουδιών δεν με εκφράζουν γιατί δεν είναι το αυθεντικό καταπίστευμα του λαϊκού μας πολιτισμού. Οτι εμείς εδώ έχουμε ζουρνά οι ντόπιοι και λύρες και νταούλια οι Κωστηλίδες. Οτι τα τραγούδια μας ποτέ δεν συνοδεύτηκαν από όργανα αλλά είναι μόνο φωνητικά και ο ζουρνάς μάς απογειώνει με τη μουσική του αυτοκυριαρχία. Εκλεινα τα μάτια και με τ' αφτιά μου απομόνωνα τις ανεπανάληπτες φωνές συγχωριανών μου και προσπαθούσα να "αποδεχτώ" τη νέα μουσική τάξη που ελέω της παντοδύναμης τότε κρατικής ραδιοφωνίας επιβαλλόταν στον τόπο μου».
Χιλιάδες ραδιοφωνικές εκπομπές. Δίσκοι και βιβλία του εκδίδονται συνεχώς. Διοργανώνει συναυλίες με λαϊκούς μουσικούς και δίνει διαλέξεις εντός και εκτός της χώρας. Στόχος και σκοπός ιερός ο εμπλουτισμός του Αρχείου - Συλλογής Γιώργη Μελίκη.
«Οι ερευνητικές μου οδοιπορίες εμπεριέχουν πάντα και μια προσωπική, αν θέλετε εξομολογητική, μαρτυρία. Ειδικότερα εκείνες οι πρώτες, οι νεανικές και τόσο καθοριστικές για τη μετέπειτα πορεία μου».
Ο Γιώργης Μελίκης θεωρεί, χωρίς να είναι εντελώς σίγουρος γιατί δεν έχει οργανώσει ακόμη το Αρχείο - Συλλογή του όπως θα 'πρεπε, πως έχει περίπου 15.000 - 17.000 καταγραφές. Το Αρχείο - Συλλογή Γιώργη Μελίκη είναι μια άτυπη προσωπική, «ερευνητική εστία», η οποία με ιστορική και αισθητική ευαισθησία ασχολείται με το ενιαίο και αυτούσιο σώμα της προφορικής και καλλιτεχνικής λαϊκής μας παράδοσης.
Οι χιλιάδες προσωπικές και άλλες επιτόπιες αυθεντικές καταγραφές αποτελούν τα βασικά καταπιστεύματα και ταυτόχρονα τον πολυσχιδή κορμό μιας πολύχρονης έρευνας που κινείται στα όρια της συλλογικής μνήμης.
Βασικός στόχος του Αρχείου - Συλλογής όλο αυτό το υλικό, επεξεργασμένο, εμπλουτισμένο ή πρωτογενές, να επιστρέψει με διάφορα τεχνικά μέσα, όπως βιβλία, δίσκοι, συναυλίες, εκθέσεις, παραγωγές και άλλα, και πάλι στον δημιουργό του λαό μέσα από μια υπεύθυνη ανακύκλωση σπάζοντας το μουσειακό πλέγμα που του «επιβάλαμε».
Την Αθήνα, δεν την μπορεί
Την Αθήνα, δεν την μπορεί
Η φωνή της που συντρόφευσε τις νύχτες μας, θα μείνει μονάχα εκεί. Στις μνήμες ήχων και αισθήσεων από το υπόγειο της Γούναρη, της Δαγκλή, της Καμάρας... Δεν έκανε δίσκους, δεν κατέβηκε ποτέ στην Αθήνα να τραγουδήσει, κι ας την παρακαλούν από τα μαγαζιά του κέντρου...
«Γιατί να πάω; Δεν την μπορώ εγώ την Αθήνα. Αφού έρχεται η Αθήνα και με βλέπει. Εγώ θα πάω σ' αυτούς; Αυτοί δεν έχουν μπέσα. Εδώ, οι άνθρωποι είναι ακόμη γνήσιοι...».
«Α, και δεν είμαι "ρεμπέτισσα"! Να σταματήσει αυτή η πλάκα. Εμένα μ' αρέσουν τα ευρωπαϊκά. Α, και το "Συ μου χάραξες πορεία" και "Το παρελθόν μου το βαρύ" και το "Πήρα απ' τη νιότη χρώματα"...».
Δηλώνει Ελληνίδα, χριστιανή ορθόδοξη και... ορθόδοξη κομουνίστρια. Πάει στην εκκλησία κάθε Δευτέρα, διαβάζει εφημερίδες και κάθε Πέμπτη το «Ποντίκι» , ακούει ειδήσεις, αγωνιά για τα Βαλκάνια, για την επάνοδο της Αριστεράς, χαίρεται με τη νίκη των Εργατικών στην Αγγλία και τραγουδά κάθε Παρασκευή και Σαββατόβραδο στο υπόγειο...
... Οταν θα 'ρθεις στη Σαλονίκη, θα σε πάω στη Λιλή. Θα προλάβουμε. Μπορεί κι εσύ να προλάβεις και πού ξέρεις... Μπορεί και να καταλάβεις... Οποιος πρόλαβε, πρόλαβε. Η Λιλή έφυγε μόνη και εμείς μείναμε να αισθανόμαστε διά της μνήμης.
(Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Close-up», τεύχος 3, Ιούλιος 1997.)
Απόσπασμα από το κείμενο της Βίκυς Χαρισοπούλου «Θα σε πάω στη Λιλή», το οποίο περιλαμβάνεται στην έκδοση Λιλή, η ρεμπέτισσα της Θεσσαλονίκης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου