Απρίλιος 1894 . Ο Κώστας Κρυστάλλης επιστρέφει στην Ήπειρο. Είναι Πάσχα. Η Ήπειρος αυτή την εποχή είναι στις καλύτερες ώρες της. Ο τόπος ανοίγει. Ο κάμπος ετοιμάζεται να μετακινηθεί στο βουνό. Ο ίδιος όμως νιώθει αδύναμος. Βλέπει θολή την ακτή της Κόπραινας όπου αποβιβάζεται. Όλο το είναι του, όση ώρα το καράβι αραξοβολεί, το μάτι του χαϊδεύει τα απέναντι βουνά. Το Συρράκο, ο αγαπημένος του τόπος, χάνεται στο βάθος του ορίζοντα. Μες την παραζάλη της αδυναμίας του ακούει κρωγμούς πουλιών. Προσπαθεί να τεντώσει το κορμί του. Είναι ο Σταυραετός από συρρακιώτικα βοσκοτόπια που ήρθε να τον πάρει στις φτερούγες του, να τον σεργιανίσει στις βουνοκορφές και στις στρούγκες, να δει την Γκούρα και τον Προφήτη Ηλία, να κατεβεί στον Χρούσια να δροσιστεί στα νερά του και να πεταχτεί ένα γύρο στους Καλαρρύτες για καφέ, το’ χε υποσχεθεί στον Σπυρίδωνα Λάμπρου.
Όμως αλλοίμονο, ο κρωγμός απομακρύνεται, σβήνει. Ο σταυραετός του φαίνεται πως δεν πήρε χαμπέρι για τον ερχομό του. Δίπλα από το παπόρι πετάνε τα θαλασσοπούλια.
Ο σταυραετός, σωστά το’νιωσε το ποιητής, δεν πήρε το χαμπέρι. Ίσως οι βουνοκορφές και τα δάση, οι λαγκαδιές και τα ποτάμια ξεστράτισαν τη φωνή του. Μόνο η ψυχή του, μόλις απελευθερώθηκε από το σώμα του , λίγες μέρες αργότερα, μπόρεσε να πετάξει ανάλαφρη, χαρούμενη που είχε την ευκαιρία να οσμιστεί όλες τις μυρωδιές του Απρίλη, να βουτήξει στα δροσερά νερά, να αγναντέψει από το Σιγκέντρου τα Γιάννενα, να σκαρφαλώσει στην Τσουκαρέλα, να ξαναεπισκεφτεί όλους τους τόπους που περπάτησε. Το σώμα μόνο έμεινε στην Άρτα, το σώμα που συχνά στέκει εμπόδιο στις επιθυμίες της ψυχής.
Ο Κρυστάλλης γύρισε στην Ήπειρο ύστερα από πέντε χρόνια και κάτι μήνες που έζησε στην Αθήνα κυνηγημένος από την οθωμανική διοίκηση. Άφησε την Ήπειρο ως ποιητής που έθεσε την μούσα του στην υπηρεσία του εθνικού αγώνα. Οι ποιητικές συλλογές «Αι σκιαί του Άδου» και ο «Καλόγηρος της Κλεισούρας του Μεσολογγίου» ακολουθούν τα πατήματα του άλλου Συρρακιώτη, του Γεωργίου Ζαλοκώστα που χρησιμοποίησε την καθαρεύουσα για να υμνήσει τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Στην Αθήνα ο Κρυστάλλης πιάνει τα μηνύματα των καιρών. Οι κεραίες του είναι ευαίσθητες. Είναι ποιητής. Είναι ένας δημιουργός που μπορεί να αλλάζει ρότα εμπνευσμένος από νέες εμπειρίες. Συμμετέχει σε ποιητικούς διαγωνισμούς, επικοινωνεί με άλλους λογοτέχνες και κριτικούς λογοτεχνίας.
Ο Περάνθης παρουσιάζει ως εξής τον ερχομό του Κρυστάλλη στην Αθήνα. «Στον ώμο του είχε περασμένο το δισάκι και στο δισάκι κρατούσε την αγκλίτσα του. Η προφορά του ήταν η άξεστη ηπειρώτικη-και προκαλούσε τα ειρωνικά σχόλια κάθε φορά που άνοιγε το στόμα του να ζητήση μια οποιαδήποτε πληροφορία. Ήταν κοντός και δειλός. Ήταν χλωμός. Και μόνον τα μάτια του, μικρά, ζωηρά, έντονα, γιομάτα ειλικρίνεια και λάμψη, επρόδιναν τον άνθρωπο που μες το ασχημάτιστο σουλούπι του έκρυβε τη δύναμη ενός ηφαιστείου»(11).
Όσον κι αν το απόσπασμα αυτό από τον Μιχήλ Περάνθη θίγει κάποια χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του Κρυστάλλη, θα ήθελα να διαφωνήσω με τη γενικότερη προσέγγιση που παρουσιάζει τον ποιητή ως ένα χωριατόπαιδο, ακόμη και για τον χαρακτηρισμό ενός μέρους της ποίησής του ως βουκολικής. Θεωρώ ότι όσα έγραψε ο Περάνθης βοήθησαν αλλά και προκάλεσαν σύγχυση δίνοντας μιαν παραμορφωτική εικόνα για τον ποιητή και άνθρωπο. Ο Κρυστάλλης είναι γενναίος άνθρωπος και το αποδεικνύει που σε μικρή ηλικία γράφει τη συλλογή του «Αι σκιαί του Άδου» ερχόμενος σε αντίθεση τόσο με την οθωμανική διοίκηση, γεγονός που τον φέρνει αντιμέτωπο με τους κατακτητές(αναγκάζεται να εγκαταλείψει τα Γιάννενα), όσο και με την τοπική διανόηση των Ιωαννίνων(δικηγόρους), που έκρινε περίπου ως αυθάδεια τη δημοσίευση της συγκεκριμένης συλλογής από ένα αμούστακο παιδί(σελ. 80). «Αυτά είναι μπαταλά και άλλη φορά μη ξαναγράψης στίχους» του συστήνει ένας δικηγόρος. Ο Κρυστάλλης όμως τον βάζει στη θέση του. Κανένας δεν γεννιέται ποιητής, δεν φτάνει στην κορυφή από το ξεκίνημα.
Αυτό το κάνει πράξη. Ο Κρυστάλλης ακούει, είναι σφουγγάρι που ρουφάει τις νέες εμπειρίες. Διαφωνώ ότι οι λογοτέχνες της εποχής τον κορόιδευαν. Όσοι νιώθουν άβολα είναι όσοι ζούσαν ακόμη στην παρακμιακή φάση της λογοτεχνίας μας. Ο Κρυστάλλης φτάνει στην Αθήνα σε μια περίοδο που όλοι ψάχνονται για το πού θα πάει όχι μόνο η λογοτεχνία αλλά και όλη η Ελλάδα. Από αυτή την άποψη είναι πολύ τυχερός. Ο Παλαμάς τον εκθειάζει. Ο Νικόλαος Πολίτης που πρωτοστατεί στην ανανέωση της λογοτεχνίας τον προσέχει και τον συμβουλεύει όταν τον βραβεύουν με έπαινο το 1890 για την ποιητική του συλλογή «Αγροτικά». Τον αποκαλούν χαριτωμένο ποιητή που πρέπει να ανοίξει τα φτερά του πέρα από τη δημοτική ποίηση. Όμως βρίσκουν ότι η γλώσσα που χρησιμοποιεί συμπαρατάσσεται στην προσπάθεια που γίνεται να γίνει μια νέα γλώσσα, πέρα από την καθαρεύουσα και τα ιδιώματα που θα βοηθήσει να πάει μπροστά η λογοτεχνία, η εκπαίδευση, η κοινωνία.
Ο Κρυστάλλης ήταν έξυπνος άνθρωπος, ευπροσάρμοστος στα νέα μηνύματα. Γράφει στην αρχή της ποιητικής συλλογής που προαναφέρθηκε.
Εις το μεγάλο σήμερα
Της Μούσας πανηγύρι,
Που φέρνουν και στολίζουνε
Την άγια της εικόνα
Από κάθ’ άκρη Ελληνική
Χίλιων λογιών λουλούδια
Απ’ την πατρίδα μου κι εγώ
Λίγα λουλούδια φέρνω,
Που εμάζεψα στους κάμπους της
Και στα βουνόκορφά της.
Ο Κρυστάλλης σ’ αυτό το εισαγωγικό στιχούργημα είναι ξεκάθαρος. Αλλάζει ρότα. Αφήνει την έμπνευση από τους εθνικούς αγώνες σ’ άλλους. Συστρατεύεται σ’ αυτό που γεννιέται, στην καινούργια Ελλάδα. Το νεοελληνικό κράτος χρειάζεται το καινούργιο , να φυσήξει φρέσκος αέρας. Ο Κρυστάλλης αποφασίζει να πάρει τα ποιητικά του θέματα από τις βουνοκορφές του Συρράκου, από τους κάμπους όπου ξεχειμώνιαζε η συρρακιώτικη κτηνοτροφία. Η ποίησή του πλέον είναι ένα ανοιχτό παράθυρο στο Συρράκο και την Ήπειρο. Φυσάει ο καθαρός, ο θυμαρίσιος αγέρας που σκορπάει τις κιτρινισμένες, μελαγχολικές μορφές που είχαν πλημμμυρίσει τους προηγούμενους ποιητές , αυτούς που ταξινομούμε ως Α΄Αθηναϊκή Σχολή. Η ποίησή του ανοίγει την πόρτα σ’ έναν που υπήρχε ως τότε μόνο στο δημοτικό τραγούδι./ Αυτό ξαφνιάζει και σε μερικές περιπτώσεις ενοχλεί. Ο Κρυστάλλης, ευαίσθητος, στενοχωριέται που η επιτροπή του λογοτεχνικού διαγωνισμού βραβεύει τον Στρατήγη και όχι τον δικό του «Τραγουδιστή του Χωριού και της Στάνης». Ο Καζαντζής από τη Νέα Υόρκη σοφά τον συμβουλεύει ότι η αξία της ποίησης δεν δίνεται από τα βραβεία. Είναι ανθρώπινη η επιθυμία του να βραβευτεί. Πέρα από την καταξίωση , ήταν και ένα είδος οικονομικής ανακούφισης. Ο Κρυστάλλης πάλευε με όλα τα θεριά μόνος του, ακόμη και την αρρώστια του. Δεν είχε την υποστήριξη ενός Μαικήνα. Οι Συρρακιώτες ποτέ, ιδίως τότε, δεν είχαν έντονη οικονομική και κοινωνική παρουσία στην Αθήνα. Έψαχνε κάπου να ακουμπήσει , για να γράψει, να αφήσει λεύτερη την ποιητική του μούσα. Ο Κρυστάλλης ήταν ο τύπος που ζούσε για τη λογοτεχνική δημιουργία. Η ποιητική φιλοδοξία του φλόγιζε τα σωθικά. Δεν τον άφηνε ήσυχο. Ταλαιπωρημένος, κουρασμένος, νηστικός συχνά, έγραφε συνεχώς. Ήταν μια ρωμαλέα φωνή που έψαχνε τρόπο να γίνει πιο δυνατή. Ο Καζαντζής ε’ιχε δίκιο στην κρίση του. Ο Στρατήγης πέρασε απαρατήρητος, ο Κρυστάλλης όχι. Όταν έγραψε τον Σταυραετό επισκέφτηκε τον φίλο του Μιχαήλ Μητσάκη στο σπίτι του στη Δεξαμενή στο Κολωνάκι. Κάποια στιγμή ζήτησε να διαβάσει κάτι που μόλις τελείωσε. Ήταν ο Σταυραετός. Όταν τελείωσε επικράτησε σιωπή. Ο Μητσάκης εντυπωσιάστηκε.
Ακόμη κι αν ο Κρυστάλλης είχε γράψει μόνο τον Σταυραετό θα ήταν ποιητής. Έχει όμως ένα τεράστιο όγκο δουλειάς. Εκτός από την ποίηση είναι και τα πεζά του. Μας έχει δώσει απαράμιλλες περιγραφές, ξεναγήσεις στην ορεινή Ελλάδα. Ο Κρυστάλλης ήταν ταυτισμένος με τη φύση. Αντλούσε δύναμη απ’ αυτή και έδινε ζωή στα άψυχα αντικείμενα με τις περιγραφές του. Είναι απ’ αυτήν άποψη ένας πρωτοπόρος περιηγητής και δεν είναι τυχαίο που οι φυσιολατρικοί σύλλογοι τον αγκάλιασαν, τον θεώρησαν δικό τους άνθρωπο.
Γιατί όμως ένα ακόμη άγαλμα στον Κρυστάλλη; Είναι η ανάγκη των Συρρακιωτών να αναδείξουν έναν δικό τους άνθρωπο; Όχι. Ο Κρυστάλλης είναι η συνείδηση όλων των Συρρακιωτών αλλά ανήκει σ’ όλους. Έγινε το σύμβολο όλων των ξεριζωμένων και γι’ αυτό τιμήθηκε, όσο κανείς άλλος, με αγάλματα και δρόμους. Ήταν αυτός που τραγούδησε το βουνό και την αξιοπρέπεια των ανθρώπων που η μοίρα τους έφερε στον κάμπο.
Φαίνεται όμως πως αυτή η σχέση των καμπίσιων με τον Κρυστάλλη δεν έχει τελειώσει. Βεβαίως λιγοστεύουν αυτοί που γνωρίζουν τον Κρυστάλλη. Επικρατούν στην εκπαίδευση άλλες προτεραιότητες. Πιστεύω ότι τα σημερινά αποκαλυπτήρια αποκαλύπτουν τη δύναμη που έχει ο Κρυστάλλης, το παράδειγμά του. Οι νέοι μας χρειάζεται να τον γνωρίσουν κι αυτό είναι ευθύνη όσων οργανώνουν τα προγράμματα και διδάσκουν.
Ο Σταυραετός του, ακόμη και σήμερα, συγκινεί, εμπνέει. Χρειαζόμαστε έναν Σταυραετό να μας σηκώσει ψηλά, να μας πάρει στις φτερούγες του , να μας απομακρύνει από όσα δηλητηριάζουν τη ζωή μας.
Ο Κρυστάλλης είναι παρών και σήμερα. Τον χρειαζόμαστε να μας δείξει το δρόμο στη φύση, να μιλήσουμε μαζί της, να μην την μολύνουμε. Είναι μια γνήσια φωνή που μιλάει τη γλώσσα των πουλιών, των δέντρων, των ποταμιών, των βουνοκορφών.
Είμαι βέβαιος πως ο Κρυστάλλης βρίσκεται ανάμεσά μας. Η ταλαιπωρημένη ψυχούλα του θα χαίρεται που οι συμπατριώτες του τον τιμούν. Θα χαίρεται που οι Φιλιππιαδιώτες τον τιμούν. Ξαπλωμένη η ψυχούλα του πάνω στις φτερούγες του Σταυραετού αγκαλιάζει τον κάμπο αλλά έχει πάντα το βλέμμα της στραμμένο στα βουνά., στο αγαπημένο Συρράκο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου