«Λώλο μου, έχουν στεγνώσει τα μάτια μ’, ούτε
ένα δάκρυ δεν βγαίνει απ’ τα μάτια μ’. Όσες φορές πήρα χαρτί να σ’ γράψω, το
χαρτί μούσκευε απ’ τα δάκρυά μου, ποτάμια τα μάγουλά μου, παράταγα το μολύβι.
Τώρα, τα μάτια μ’ στέρεψαν. Είμι μόνη μ’ στο γηροκομείο, ήρθε η ώρα
ν’ανταμωθούμι, νισιάνι μ’. Ακούω τον χάρο να τριγυρίζει στο γηροκομείο, δεν
κρατιέται, θέλει να με πάρει. Κουράστ’κα, π’δάκι μ’, έμεινα μόνη μ’. Έφκα απ’
το σπίτι τς αδερφής μ’. Η ξαδέρφη σ’, η Άννα, σαν αδέρφια ήσασταν, παντρεύτ’κι
έναν από τς Εδεσίτες, σαν να σε σκότωναν για δεύτερη φορά. Πώς το ’κανε η
Αννούλα, ήταν η αδυναμία μου, όμως σε πρόδωσε, έτσι το πήρα εγώ. Δεν είπα
τίποτες, μια μέρα που ήμ’να μόνη μ’ στο σπίτι, μάζεψα σε μια βαλίτσα τα πράματά
μου και πήγα σ ’ένα γηροκομείο, τους έδωσα τη μικρή μ’ σύνταξη.
Λώλο
μ’, έζ’γα με σένανι, δεν ήθελα καέναν. Όλοι σε πρόδωσαν, σ’ μίλαγα ικειά τα
χρόνια και η ανάσα μ’ έκαιγε, είχα φωτιά στα σπλάχνα μ’, ήμ’να παραλοϊσμένη. Τι
μο ’φταιγε ικειό το δόλιο, η Αννούλα, η ξαδέρφη σ’; Καλό είχε αυτή; Σ’ έκλαψε,
πώς το ’κανε και πήρε αυτόν που οι δ’κοί του έβαψαν μαύρο όλο το σπιτικό μας;
Αλλά μετά που στέρεψαν τα δάκρυα, είδα καλύτερα, αγάπ’σε η Άννα, η αγάπη είναι
άλλη φουτιά, τα γκρεμίζει όλα. Άκ’γα, περνούσε καλά μαζί τ’, καλός νοικοκύρ’ς,
μη στάξει και μη βρέξει την είχε τ’ν Αννούλα μας. Οι αθρώποι γένονται θεριά
ανήμερα στον πόλεμο, αδερφός κομματιάζει τον αδερφό του, υπάρχ’νι μεγαλύτερα
θεριά απ’ τ’ αδέρφια, όταν μαλώνουν;
Λώλο
μ, νισιάνι μ’, περιμένω τον χάρο να ανταμώσουμι, να γένουμε ξανά οικογένεια. Με
τον καιρό η καρδιά μ’ μαλάκωσε. Δεν θέλω άλλη μάνα να κλάψει για το παιδί τς
που χάθ’κι σε αδελφικά. Μαλάκωσε, χάθ’κι η έχτρα απ’ τα φυλλοκάρδια μ’. Ικειό
που θέλω είνι να σε θυμούνται»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου