Πέμπτη 14 Σεπτεμβρίου 2017

Κώστας Κουτσουρέλης, Κρέων, εκδόσεις Gutenberg, 2016

Τρεις Αντιγόνες κι ένας Κρέων

E-mailΕκτύπωση
Antigone Polynice bigΣκέψεις για την Αντιγόνη και τον Κρέoντα με αφορμή τον ποιητικό μονόλογο του Κώστα Κουτσουρέλη Κρέων (εκδ. Gutenberg) καθώς και την Αντιγόνη του Σοφοκλή (μτφρ. Δημήτρη Μαρωνίτη, εκδ. Γκόνη), την Αντιγόνη του Ανούιγ (μτφρ. Στρατή Πασχάλη, εκδ. Γκόνη) και την Αντιγόνη του Σοφοκλή του Μπέρτολτ Μπρεχτ (μτφρ. Ελένη Βαροπούλου, εκδ. Γκόνη) – βασισμένη στη μετάφραση της τραγωδίας από τον Χαίλντερλιν.
Του Μιχάλη Μακρόπουλου
Στον στιβαρό ποιητικό μονόλογο Κρέων του Κώστα Κουτσουρέλη (Gutenberg, 2016), η Αντιγόνη στέκει βουβή δίπλα στον βασιλιά, που της μιλά. Ο Κρέων είναι εδώ η φωνή της λογικής, ο ένας που ξεχωρίζει αντίκρυ στο άφρον σαρκοβόρο πλήθος. «Δες τους λοιπόν», λέει στη θυγατέρα του Οιδίποδα. «Με δυσκολία κρατιούνται. Αδημονούν να σε δοξάσουν. Κάποιοι με καταριούνται ήδη ανάμεσά τους –αν και κρυφά εννοείται, να μην μπλέξουν– κι άλλοι ανοιχτά χειρονομούν και σκούζουν». Είναι θρασύδειλοι· παρουσιάζονται όμοιοι μ’ αγέλη ύαινες. Αυτή η απαξίωση από τον Κρέοντα των πολλών, του δήμου εντέλει, είναι «σύγχρονη», ένα καθρέφτισμα της ξεχωριστής θέσης που νιώθει ο σημερινός ποιητής ότι κατέχει ή του περιθωρίου όπου έχει άθελά του σπρωχτεί. Δεν υπηρετεί τους συμπολίτες του μέσ’ από τα τραγικά πρόσωπα του έργου του. Ταυτίζεται με τον τραγικό ήρωά του, που παύει να είναι διδακτικός και γίνεται αυτοψυχαναλυτικός. Στο ποίημά του «Αντιγόνη υπέρ Οιδίποδος», ο Ντίνος Χριστιανόπουλος είχε κατά τον αυτόν τρόπο την Αντιγόνη του να στέκει απέναντι στους Αθηναίους και να λέει: «Άνδρες Αθηναίοι, κάθε οβολός σας προσθέτει στην καρδιά σας μια ραγισματιά. Του Οίκου μας τα μυστικά βαραίνουν απ’ της δικής σας φαντασίας τις προσθήκες. Αφήστε μας, ώς πότε θα μας σέρνετε εδώ και κει, σα γύφτο με αρκούδα».
Στον Σοφοκλή, η Αντιγόνη βάζει μπρος το αδελφικό της χρέος απέναντι στον Πολυνείκη και παρακούει την προσταγή του Κρέοντος, μα έχει με το μέρος της το δίκιο των θεών, είναι μια γνήσια λαϊκή ηρωίδα.
Στον Σοφοκλή, η Αντιγόνη βάζει μπρος το αδελφικό της χρέος απέναντι στον Πολυνείκη και παρακούει την προσταγή του Κρέοντος, μα έχει με το μέρος της το δίκιο των θεών, είναι μια γνήσια λαϊκή ηρωίδα. «Όχι φωνάζει μ’ ένα στόμα ο λαός της Θήβας», λέει ο Αίμων στον πατέρα του, κι εκείνος αποκρίνεται: «Η πόλη θα μας πει τι πρέπει να προστάζω;». Πόση διαφορά ανάμεσα σε τούτον εδώ τον Κρέοντα και τον προηγούμενο. Το δίκιο το ’χει η πόλη, που στην καρδιά της –όπου δεν χωρά η λογική αλλά μόνο το χρέος προς συγγενείς και θεούς– έχει κλεισμένη την κόρη και πιστή αδελφή. Θαμμένη στον τύμβο, «άγαμη, άπαιδη, έρημη, μόνη, δίχως δικούς και φίλους, παρότι ζωντανή, οδεύω στον λάκκο των νεκρών», δεν είναι μολοντούτο μόνη, γιατί δεν στέκεται βουβή απέναντι σ’ ένα ανάξιο πλήθος, αλλά στέκει αρχοντική αντίκρυ στην πόλη και με την αξιοπρέπειά της τη φωτίζει.
altΌπως στο μονόλογο του Κώστα Κουτσουρέλη, έτσι στην Αντιγόνη του Ζαν Ανούιγ ο Κρέων είναι η φωνή της λογικής, των συμβιβαστικών λύσεων. Από τις εκδόσεις Γκόνη, στη σειρά Μεταποιήσεις, κυκλοφόρησαν το 2014-15 τρεις Αντιγόνες: του Σοφοκλή σε μετάφραση, και μ’ εισαγωγή, του αείμνηστου Δημήτρη Μαρωνίτη· του Ανούιγ, μετάφραση και εισαγωγή Στρατή Πασχάλη· και η Αντιγόνη του Σοφοκλή του Μπέρτολτ Μπρεχτ –βασισμένη στη μετάφραση της τραγωδίας από τον Χαίλντερλιν–, που τη μετέφρασε κι έγραψε την εισαγωγή η Ελένη Βαροπούλου.
altΣτον Ανούιγ, λέει η Ισμήνη στην Αντιγόνη: «…Κι όλοι σκέφτονται όπως εκείνος στην πόλη. Είναι αμέτρητες χιλιάδες και χιλιάδες ολόγυρά μας, σαν τα μυρμήγκια σ’ όλους τους δρόμους της Θήβας». Οι άνθρωποι χάνουν το ξεχωριστό πρόσωπο που έχει ο καθένας, είναι όμοιοι με μυρμήγκια. Και παρακάτω: «Θα μας γιουχάρουν. Θα μας αρπάξουνε με τα χίλια τους χέρια, με τα χίλια τους πρόσωπα, και με το ένα και μόνο βλέμμα τους. Θα μας φτύσουν κατάμουτρα. Και θα πρέπει να προχωρήσουμε μέσ’ από το μίσος τους πάνω στο κάρο με τη μυρωδιά και τα γέλια τους ως το μαρτύριο…». Και στον Κρέοντα του Κουτσουρέλη, για τούτη την απρόσωπη μυρμηγκιά: «Κανείς δεν εμπιστεύεται κανέναν, μικροί και κουτοπόνηροι όλο σκάβουν τον λάκκο του άλλου κι όλο πέφτουν μέσα, αν τους περιφρονείς σε λογαριάζουν, άμα τους σέβεσαι όμως σε περιφρονούν, μισούν όσους ζητούν να τους συντρέξουν, αλλά λατρεύουν όσους τους ποδοπατούν».
Αν κάτι κάνει τον Κρέοντα στον Σοφοκλή τραγικό πρόσωπο, που η τραγικότητά του ωχριά μονάχα μπροστά στης Αντιγόνης, είναι το χρέος που τον ωθεί να πράξει ό,τι πράττει και οι τρομερές συνέπειες: ο θάνατος μιας συζύγου και ενός αγαπημένου γιου.
Αν κάτι κάνει τον Κρέοντα στον Σοφοκλή τραγικό πρόσωπο, που η τραγικότητά του ωχριά μονάχα μπροστά στης Αντιγόνης, είναι το χρέος που τον ωθεί να πράξει ό,τι πράττει και οι τρομερές συνέπειες: ο θάνατος μιας συζύγου και ενός αγαπημένου γιου. Μα στον Ανούιγ λέει: «Έχω τα δυο μου πόδια στη γη, τα δυο μου χέρια χωμένα στις τσέπες, κι αφού είμαι ο βασιλιάς αποφάσισα, με λιγότερη φιλοδοξία από τον πατέρα σου, ν’ ασχοληθώ απλά και μόνο για να κάνω την τάξη αυτού του κόσμου κάπως λιγότερο παράλογη, αν είναι δυνατό. Δεν πρόκειται καν για περιπέτεια, πρόκειται για επάγγελμα καθημερινό κι όχι πάντα διασκεδαστικό, σαν όλα τα επαγγέλματα…».
Στον Κουτσουρέλη: «Το κράτος χρέη απόλυτα δεν ξέρει, “ουσίες”, “αλήθειες” δεν το αφορούν. Το κράτος είναι μια αίθουσα κατόπτρων, μέσα του, μες στο δάσος των ειδώλων, το αίτιο και το αιτιατό θολώνουν, κάθε διάκριση στο τέλος σβήνει, το φαίνεσθαι, μονάχα αυτό μετράει – αν λάμπει κάτι, τότε είναι και χρυσός».
altΚαι στον Μπρεχτ ο πόλεμος δεν είναι της πόλης μα του Κρέοντος, που ο ίδιος έχει άλλωστε θανατώσει τον Πολυνείκη  – δεν τίθεται θέμα χρέους, ο βασιλιάς δεν είναι ένα πρόσωπο αμφίσημο μες στην τραγικότητά του, μα ξεκάθαρα ένας πολεμοκάπηλος.
Στον Σοφοκλή όλα τα πρόσωπα, δικαίων και αδίκων, είναι ακέραια και μοναδικά, ο σεβασμός του δημιουργού απέναντι στη μοναδικότητά τους είναι απόλυτος. Για τον αρχαίο τραγωδό θα ήταν αδιανόητο ό,τι προτείνεται εξίσου στην Αντιγόνη του Ανούιγ και στον Κρέοντα του Κουτσουρέλη. Λέει ο Κρέων στον Ανούιγ: «Είχανε κατακρεουργήσει με το σπαθί ο ένας τον άλλο [ο Ετεοκλής κι ο Πολυνείκης], και μετά η έφοδος του αργίτικου ιππικού είχε περάσει από πάνω τους. Ήταν ένας πολτός, Αντιγόνη, αγνώριστοι. Είπα να μαζέψουν το ένα σώμα, το λιγότερο κατεστραμμένο από τα δύο, για την εθνική μας κηδεία, κι έδωσα διαταγή ν’ αφήσουνε να σαπίζει το άλλο εκεί που βρισκόταν. Δεν ξέρω καν ποιο. Και σε βεβαιώνω πως το ίδιο μου κάνει».
Και στον Κουτσουρέλη: «Μια συμφωνία. Να τι σου προτείνω. Θέλεις το πτώμα και μπορείς να το ’χεις. Άλλον κακόμοιρο νεκρό θα στείλω κάτω απ’ τον ήλιο να τον τρώνε οι σκύλοι, αγνώριστο, με όψη φαγωμένη από τη σήψη τόσες μέρες τώρα…». Στον Σοφοκλή ο Πολυνείκης, κι αν έχει χάσει καθετί άλλο (ζωή, τιμή), κρατά τουλάχιστον ό,τι τον κάνει άνθρωπο: την ακεραιότητα του προσώπου του.
Στον Σοφοκλή η Αντιγόνη (...) λέει μια φράση όλη κι όλη, που λάμπει μες στην απλότητά της όμοια με τέλειο διαμάντι. (...) «Εγώ δεν είμαι γεννημένη να μισώ, αλλά για ν’ αγαπώ».
Ενώ στον Τρωικό Πόλεμο σκοτώνονται πρόσωπα, στον 20ο αι. εξολοθρεύονται αριθμοί – το ξεχωριστό πρόσωπο διαλύεται μες στη μάζα, γίνεται ανταλλάξιμο· και τούτη η διάλυση είναι που επιτρέπει να απαξιώνεται ολότελα από τον δημιουργό το «απρόσωπο» πλήθος. Κι επίσης αυτή η διάλυση κάνει τελικά αδύνατη την ύψιστη κατάκτηση του προσώπου, ό,τι το κάνει μοναδικό κι ακέραιο άνθρωπο. Στον Ανούιγ η Αντιγόνη είναι ακόμα κοριτσάκι: «Ποια έκλαιγε από πολύ μικρούλα, στη σκέψη πως υπήρχαν τόσα πολλά ζώα, τόσα πολλά φύλλα χλόης στο λιβάδι και πως δεν μπορούσε να τα πιάσει όλα μαζί;» Στον Κρέοντα του Κώστα Κουτσουρέλη είναι μονάχα ένα είδωλο ιδωμένο μέσ’ από τα λόγια του βασιλιά («Σ’ έβλεπα και σε ζήλευα. Ήδη τότε, από παιδί, που άρχισες να ’χεις γνώμη και που για κείνη πάλευες με πείσμα χωρίς ποτέ να υποχωρείς. Η πίστη, ξέρεις, τους τιμωρεί όσους δεν πιστεύουν, τους στεγνώνει… Εκείνος που πιστεύει μένει παιδί για πάντα. Οι άπιστοι γερνούν»).
Μα στον Σοφοκλή η Αντιγόνη, που εδώ είναι γυναίκα κι όχι απλώς ένα κορίτσι, λέει μια φράση όλη κι όλη, που λάμπει μες στην απλότητά της όμοια με τέλειο διαμάντι. Τη λέει γιατί μπορεί να την πει, καθώς ακόμα τότε είναι ακέραιο πρόσωπο κι όχι ομοίωμα: «Εγώ δεν είμαι γεννημένη να μισώ, αλλά για ν’ αγαπώ».
* Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου