Ο Εντι ήρθε στην Ελλάδα το 1997. Δούλεψε εργάτης γης και οικοδόμος. Τα ελληνικά του είναι μια χαρά -με αυτήν τη διακριτή αλβανική προφορά-, παρακολουθεί τι γίνεται και υποφέρει από την κρίση, καθώς η δουλειά του μειώθηκε δραστικά.
Ξέρει λίγο ώς πολύ (πάντως ούτε λιγότερο ούτε περισσότερο από τον «μέσο Ελληνα») τι έγινε το καλοκαίρι του 2015. Φοβήθηκε τότε.
Παλεύει να πάει με τα παιδιά του κάθε καλοκαίρι στην Αλβανία, ενώ παλιότερα είχε περάσει νιόπαντρος ένα Σαββατοκύριακο στο Ναύπλιο.
Μέχρι να καταλήξει στο χωριό του Ηρακλείου όπου ζει, έχει περάσει από την Αρτα, τη Στυλίδα και την Αθήνα.
Τα παιδιά του τα θέλει νοικοκυρεμένα, να πάνε σχολείο στην Ελλάδα (και πηγαίνουν πράγματι), ώστε «να μην περάσουν αυτά που πέρασε εκείνος», να σπουδάσουν και να αποφασίσουν μετά τι να κάνουν και πού να ζήσουν.
Μετά είκοσι χρόνια στην Ελλάδα ο Εντι αποφασίζει να «πάρει ταυτότητα». Ξέρει ότι η ζωή του θα είναι καλύτερη έτσι, βλέπει άλλους που την αποκτήσαν και δεν στήνονται σε ουρές να ανανεώσουν την άδεια παραμονής.
Τέλος, και σημαντικότερο, βλέπει τα παιδιά του να σχετίζονται πολύ περισσότερο με την Ελλάδα παρά με την Αλβανία.
Και ο ίδιος άλλωστε αραιώνει τους δεσμούς με την πατρίδα του και δένεται περισσότερο με την Ελλάδα: αντιλαμβάνεται ότι έχει μεγαλύτερη σημασία για τη ζωή του ο ελληνικός νόμος παρά ο αλβανικός, ενώ ξέρει ότι ένα διαβατήριο της Ε.Ε. του εξασφαλίζει την κινητικότητα που θα είναι απαραίτητη προς τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη, «αν τα πράγματα πάνε εντελώς στραβά».
Οταν φτάσει η στιγμή της πολιτογράφησης, θα πάει αγχωμένος στη συνέντευξη που προβλέπεται από τον νόμο.
Εχει προσπαθήσει να μάθει ένα βιβλίο με τίτλο «Ελλάδα, η δεύτερη πατρίδα μου», που παρέχει ως βοήθημα εδώ και είκοσι χρόνια το υπουργείο Εσωτερικών στους αλλοδαπούς που θέλουν να πολιτογραφηθούν.
Η εξέταση είναι προφορική. Εκεί ο Εντι αποκαλύπτεται: παραδέχεται πως «δεν ξέρει γράμματα», ότι μπορεί να διαβάσει ελληνικά, αλλά δεν μπορεί να γράψει σ’ αυτά καθώς ποτέ κανείς δεν του έμαθε.
Τέλος, δυσκολεύεται να μιλήσει τον πληθυντικό διότι κανείς δεν του απευθύνθηκε στον πληθυντικό.
Οι κόρες του, που πήγανε στο ελληνικό Λύκειο, τον βοήθησαν να μάθει τα βασικά του βιβλίου, αλλά φοβάται πως δεν αρκούν.
Τα μέλη της Επιτροπής Πολιτογράφησης βλέπουν ότι ο Εντι δεν ξέρει πέντε Ελληνες ποιητές και αγκομαχά να πει πέντε σημαντικές ημερομηνίες της ελληνικής ιστορίας.
Ξέρει όμως πόλεις διότι πέρασε από πολλές μέχρι να φτάσει στην Κρήτη, ξέρει αρκετούς δημοσιογράφους και ηθοποιούς διότι βλέπει λίγο τηλεόραση.
Είναι ποδοσφαιρόφιλος και ανησυχεί με τους πρόσφυγες στα νησιά.
Τέλος, ξέρει και πότε είναι οι παρελάσεις, διότι τόσα χρόνια παρακολουθεί περήφανος τα κορίτσια του που τα καταφέρνουν καλά στο σχολείο. Γνωρίζει και πολλά άλλα, αφού πάει στο καφενείο.
Ανταποκρίνεται στις ανάγκες του βίου του. Βγαίνει έξω το πρωί, πριν από τη δουλειά θα μιλήσει για τις ελιές και για τις αναδουλειές στις κατασκευές.
Αν προκύψει μεροκάματο θα τον προτιμήσουν, καθώς έχει τη φήμη εργατικού κι έντιμου ανθρώπου.
Μιλάει και λίγο πολιτικά, αλλά προτιμάει να κάνει πως δεν καταλαβαίνει διότι η αποστασιοποίηση είναι πιο ασφαλής.
Πάντως δηλώνει ότι «η χώρα θα πάρει τα πάνω της, διότι οι Ελληνες αντέχουν».
Εδώ και χρόνια στην Αλβανία οι συμπατριώτες του τον φωνάζουν «Γιώργο», όπως «Γιώργο» φωνάζουν όλους τους Αλβανούς που ζουν στην Ελλάδα.
Δεν υπάρχει νομίζω Ελληνας που να μην ξέρει έναν «Εντι». Ο ήρωάς μας είναι ο πιο κοινός τόπος που έχει να επιδείξει η αλβανική έξοδος προς την Ελλάδα τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια.
Η συγκρότηση ομάδας εργασίας στο υπουργείο Εσωτερικών με θέμα τη «δημιουργία τράπεζας θεμάτων για τη διαδικασία πολιτογράφησης των αλλοδαπών» είναι ασφαλώς μια θετική εξέλιξη, η οποία βοηθάει να αντιμετωπιστεί η εγγενής αυθαιρεσία που υπάρχει σε συνεντεύξεις με έναν εύλογο μπούσουλα.
Δεν μπορεί ο καθείς να ζητάει ό,τι θέλει από τους εξεταζόμενους, επειδή πιστεύει ότι η ελληνικότητα προϋποθέτει να ξέρεις Αριστοτέλη και Αριστοτέλη Βαλαωρίτη μαζί.
Δυστυχώς αυτό συμβαίνει στη χώρα μας και επιφέρει σκανδαλωδώς διαφορετικά ποσοστά πολιτογράφησης από περιφέρεια σε περιφέρεια.
Κάποιοι λοιπόν μπορεί να σκεφτούν: «Γιατί να μη βάλουμε γραπτές εξετάσεις ώστε να εξασφαλίζεται το αδιάβλητο;»
Η άποψη αυτή υπάρχει και ακολουθείται από πολλά ευρωπαϊκά κράτη, που όμως έχουν μεριμνήσει περισσότερο από την Ελλάδα για τη μόρφωση των μεταναστών τους.
Στην Ελλάδα το γραπτό τεστ θα μπορούσε να χρησιμοποιείται εναλλακτικά ή συμπληρωματικά με τη συνέντευξη, εφόσον ο ενδιαφερόμενος το επιθυμεί. Δεν μπορεί όμως να λειτουργήσει μόνο του. Διότι έτσι ο Εντι δεν θα γίνει ποτέ Ελληνας.
Η ενσωμάτωση του κάθε μετανάστη δεν είναι ένα κοινό μενού. Αλλες ανάγκες ένταξης έχει ο ήρωάς μας και άλλες η κόρη του που σπουδάζει στο Πάντειο.
Η ενσωμάτωση είναι αγώνας ένταξης σε μια πολιτική κοινότητα και σε μια κοινωνία διαφορετικών παραστάσεων.
Είναι κουτό ένα κράτος να ζητάει τις ίδιες γνώσεις από έναν αλλοδαπό φοιτητή και έναν αλλοδαπό κτηνοτρόφο. Και επίσης είναι λάθος να δίνει όλο το βάρος στις γνώσεις.
Η ενσωμάτωση δεν είναι εγκυκλοπαιδική διαδικασία. Είναι βούληση, συμμετοχή και γνώση κοινωνικά προσδιορισμένη. Είναι πρωτίστως ταξικά μεταβλητό θέμα και όχι κοινή γνωστική απόληξη. Αλλού (καλείται να) συμμετέχει ο ένας και αλλού ο άλλος.
Ο αποκλεισμός ενταγμένων αλλά μη εγγράμματων μεταναστών από την πολιτική μας κοινότητα είναι ολικό σφάλμα.
Σε τελευταία ανάλυση ο «Εντι» είναι και «Γιώργος» και ο κάθε (Ελληνας) Γιώργος, όπως φάνηκε παραπάνω, μοιράζεται περισσότερα από όσα πιθανώς νομίζει με τον «Εντι».
*πρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Πάντειο Πανεπιστήμιο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου