«Τι είναι αυτό που σε στοιχειώνει;» αναρωτιέται ο Σεργκέι κολυμπώντας μέσα στα παγωμένα νερά της λίμνης, αυτής της ρευστής επιφάνειας, που αντιπροσωπεύει τη μόνη πατρίδα. Στοιχειωμένοι, άνθρωποι που κατοικούνται από φαντάσματα, είναι στο σύνολό τους οι ήρωες των δώδεκα διηγημάτων...
Της Ευγενίας Μπογιάνου, Αυγή, Ιούνιος 2016
«Τι είναι αυτό που σε στοιχειώνει;» αναρωτιέται ο Σεργκέι κολυμπώντας μέσα στα παγωμένα νερά της λίμνης, αυτής της ρευστής επιφάνειας, που αντιπροσωπεύει τη μόνη πατρίδα.
Στοιχειωμένοι, άνθρωποι που κατοικούνται από φαντάσματα, είναι στο σύνολό τους οι ήρωες των δώδεκα διηγημάτων υπό τον τίτλο «Παράξενο καλοκαίρι» της Λίνας Φυτιλή.
Η έντονα νοσταλγική διάθεση του πρώτου διηγήματος δίνει τη θέση της στον σπαρακτικό «Αράπη» και «στις επιθυμίες που τις κατάπιαν οι εποχές». Στο αμέσως επόμενο, η «Παρείσακτη» εγγονή παρακολουθεί έναν ανεκπλήρωτο έρωτα της συνονόματης γιαγιάς της και επιλέγει να δραπετεύσει από «τα όρια του δωματίου, τα σχήματα, τα χρώματα, τις θηλιές των σωμάτων» σε ένα ωραίο ονειρικό φινάλε. Η έξωση, αποτέλεσμα της ανεργίας, οδηγεί τον ήρωα στο διήγημα που ακολουθεί, βλέποντας «όλα τα όνειρά του να βγαίνουν στο σφυρί», να διανυκτερεύει σε ένα γιαπί και δίνει τη δυνατότητα στη συγγραφέα, με πινελιές ευαισθησίας σε έναν πίνακα ανθρώπινων διαστάσεων, να διηγηθεί μια τρυφερή ιστορία φιλίας και αλληλεγγύης.
Διαβάζοντας το «Δίχτυ της μνήμης», ένα από τα ωραιότερα διηγήματα της συλλογής, αρχικά είχα την εντύπωση πως παρακολουθούσα ταινία μικρού μήκους: η βροχερή πόλη, οι θολές αντανακλάσεις των σωμάτων στα τζάμια, οι σιωπές, ο χορός του Κρητικού. Στη συνέχεια ήμουνα ή θα ήθελα να ήμουνα κι εγώ μέλος της παρέας των δύο γυναικών, να καθόμουνα μαζί τους, με ένα ποτήρι τσίπουρο και λίγο μεζέ, παρατηρώντας τη βροχή να βρωμίζει τα τζάμια, άλλη μια «Κουρασμένη γυναίκα που αγαπάει το παρελθόν της», συμβιβασμένη με την ιδέα πως «Καμιά αδικία δεν διορθώνεται όταν όλα έχουν τελειώσει». Στην «Πισίνα» ο ανεκπλήρωτος έρωτας που βασανίζει την ηρωίδα την αφήνει στο τέλος με άδεια χέρια να σκέφτεται «τον τιποτένιο θεό που πέρασε από δίπλα της και μετά εξαφανίστηκε».
Στο «Μια Δευτέρα γεμάτη άνοιξη» η μοναχική ηρωίδα αφήνεται τελικά να παρασυρθεί από μια μοιραία συνάντηση. Στο ομότιτλο με τη συλλογή διήγημα, τα όρια της εφηβικής φαντασίας -η πάλη με την πλήξη, με άλλα λόγια- συγχέονται με την πραγματικότητα, με αποτέλεσμα «την υπέρβαση κάθε λογικής». Στα εξαιρετικά «Σύρματα σιωπής», η ερωτική ένταση περνάει μέσα από τα τηλεφωνικά σύρματα και καταλήγει σε μια τελεσίδικη σιωπή. Στο «Σπίτι» ζωντανεύει το παρελθόν -με όλη την αμφισημία του- και διαφαίνεται το μέλλον μέσα στην αποτύπωση του παρόντος. Στο «Βλέμμα», ένας «αόρατος, αθόρυβος» άνθρωπος καταλαβαίνει πως το μεγαλύτερο ταξίδι είναι αυτό «στη χώρα των ματιών».
Δεν ξέρω αν πρόκειται για πνευματική οκνηρία, έλλειψη παράδοσης στο μυθιστόρημα, θέμα ιδιοσυγκρασίας ή ό,τι άλλο, πάντως τα τελευταία αρκετά χρόνια η ενασχόληση πολλών συγγραφέων, παλαιότερων αλλά και νέων, με τη μικρή φόρμα, δίνει άρτιες συλλογές διηγημάτων που πολλές από αυτές είναι μικρά κομψοτεχνήματα. Μια τέτοια είναι και το «Παράξενο καλοκαίρι» της Λίνας Φυτιλή. Πεζογράφος χαμηλής φωνής, με θητεία όμως και στην ποίηση, κάτι που ανιχνεύεται στην πυκνότητα των νοημάτων που έχουν οι φράσεις της. Φράσεις λιτές με μεγάλη υφολογική σαφήνεια. Ο τόνος της αφήγησης είναι αποστασιοποιημένος και κάπως απρόσωπος, με έντονο συγκινησιακό έλεγχο, δημιουργώντας μια ψευδή εντύπωση πως είμαστε αντιμέτωποι με μια ασάλευτη επιφάνεια. Όταν όμως μπει κανείς στον κόσμο της Φυτιλή -έναν κόσμο συναίνεσης για τη μοίρα του ανθρώπου, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό-, βιώνει τη συγκίνηση σαν ένα μικρό κλονισμό, σαν το κέντρισμα ενός βέλους που σε βρίσκει στην καρδιά και δοκιμάζει τα όρια του ανθρωπισμού σου. Το μεγάλου ατού της συγγραφέως είναι η γλώσσα. Μια γλώσσα δίχως περιττά στολίδια, που, φαινομενικά χωρίς προσπάθεια, αλλά με τις κατάλληλες λέξεις στη σωστή σειρά -πράγμα που απαιτεί πολλή προσπάθεια- αναδεικνύει το βάθος και την ένταση των ιστοριών της με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου