Τον Αύγουστο του 2015 ο τριανταπεντάχρονος (πρώην διάσημος) ζωγράφος Λέων, έχοντας στην τσέπη του μια γερή προκαταβολή για τον υπερμεγέθη πίνακα Ο μυστικός δείπνος του κοινοτισμού, εγκαταλείπει μια μεγάλη ελληνική πόλη και μια γυναίκα ονόματι Μάρθα, και αποσύρεται σ' ένα άκρως πρωτόγονο χωριό της Πίνδου, όπου ετοιμάζει τις σπουδές για τα πρόσωπα του πίνακα της παραγγελίας: είκοσι τρεις ήρωες της διαχρονικής, παγκόσμιας Αριστεράς. Ο πίνακας, όταν ολοκληρωθεί, θα εκτεθεί για την επέτειο των 100 χρόνων της "Οκτωβριανής Επανάστασης".
Από το χωριό αυτό στέλνει στη Μάρθα γράμματα που αναφέρονται στην κρίση της σχέσης τους, στις σπουδές που ζωγραφίζει, στο τζόγκινγκ και στην ειδυλλιακή ζωή του βουνίσιου χώρου - μέχρι που, αργά αργά, συνειδητοποιεί ότι κάτι δεν πάει καλά με τις γυναίκες στο χωριό.
Η νουβέλα σχολιάζει υπαινικτικά πολλά θέματα ταυτόχρονα, μεταξύ των οποίων ο φεμινισμός, η αριστερή ουτοπία, η αγνή ελληνική επαρχία, η θρησκευτική νεύρωση και η αντρική ψυχολογία. Για την επαρκέστερη παρακολούθησή της συνιστάται η παράλληλη θέαση του πίνακα Μυστικός Δείπνος, του Λεονάρντο ντα Βίντσι.
Η Μαρία Μοίρα είναι αρχιτέκτονας και διδάσκει στο ΤΕΙ της Αθήνας
Από το χωριό αυτό στέλνει στη Μάρθα γράμματα που αναφέρονται στην κρίση της σχέσης τους, στις σπουδές που ζωγραφίζει, στο τζόγκινγκ και στην ειδυλλιακή ζωή του βουνίσιου χώρου - μέχρι που, αργά αργά, συνειδητοποιεί ότι κάτι δεν πάει καλά με τις γυναίκες στο χωριό.
Η νουβέλα σχολιάζει υπαινικτικά πολλά θέματα ταυτόχρονα, μεταξύ των οποίων ο φεμινισμός, η αριστερή ουτοπία, η αγνή ελληνική επαρχία, η θρησκευτική νεύρωση και η αντρική ψυχολογία. Για την επαρκέστερη παρακολούθησή της συνιστάται η παράλληλη θέαση του πίνακα Μυστικός Δείπνος, του Λεονάρντο ντα Βίντσι.
Δ. ΦΥΣΣΑΣ, Μουσείο Λαογραφίας, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2017, σελ. 99.
Παρά μία εκατό οι σελίδες του έξυπνου μικρού ευανάγνωστου και άκρως ενδιαφέροντος βιβλίου του Δημήτρη Φύσσα. Επιστολική νουβέλα το χαρακτηρίζει ο συγγραφέας και παρόλο που ο αναγνώστης δεν επικοινωνεί με τα πρόσωπα, τους χώρους και τη δράση παρά μόνον μέσα από τα είκοσι τρία γράμματα που στέλνει ο ήρωας στην σύντροφό του, (την οποία έχει εγκαταλείψει, πιθανόν παροδικά, όπως και την μεγάλη πόλη στην οποία κατοικούσε, για να σκεφτεί τη σχέση τους και να δουλέψει μακριά από τις περισπάσεις του πολιτισμού), μπροστά του αρχίζει να αναδύεται απρόσμενα ένα αινιγματικό εσωτερικό τοπίο. Ακολουθώντας τον ήρωα στην φυγή του αυτή, θα παρασυρθεί σε μια νοσταλγική περιδιάβαση στην προαιώνια, παρθένα, ακατάλυτη φύση, ενώ παράλληλα θα περιπλανηθεί σε δύσβατα υπαρξιακά μονοπάτια και αναστοχαστικές φιλοσοφικές ατραπούς. Κι όλα αυτά συμβαίνουν και εξιστορούνται χωρίς σοβαροφάνεια και διδακτισμό αλλά με υπαινικτικό σαρκασμό, υποδόριο χιούμορ, ανατρεπτικό χειρισμό της πλοκής και επιδράσεις από την κινηματογραφική ατμόσφαιρα του θρίλερ ή του φιλμ νουάρ.
Ένας «πρώην διάσημος» τριανταπεντάρης ζωγράφος, που βιώνει τα αποτελέσματα της δύσκολης οικονομικής συγκυρίας αλλά και την πίεση μιας έντονης υπαρξιακής κρίσης η οποία οφείλεται κυρίως στη γενικευμένη καλλιτεχνική ύφεση και την παρατεταμένη δημιουργική απραξία, αποσύρεται σε έναν απομονωμένο ορεινό οικισμό της Πίνδου για να προετοιμάσει τα σχέδια μιας μεγάλης και φιλόδοξης παραγγελίας. Κάποιος άγνωστος έναντι αδρής αμοιβής του ζητά να ιστορήσει, στο πρότυπο του Μυστικού Δείπνου του Λεονάρντο ντα Βίντσι, τους 23 μεγάλους κοινοτιστές όλων των εποχών σε μια υπερμεγέθη τοιχογραφία. Ο γιγαντιαίος αρθρωτός πίνακας-πολύπτυχο με τον τίτλο «Ο μυστικός δείπνος του κοινοτισμού» πρέπει να απεικονίζει καθ’ υπόδειξη του πελάτη τα εξής σημαίνοντα πρόσωπα της παγκόσμιας Αριστεράς. Από τη μια πλευρά τους: Αριστόνικο, Φωκά Σκυλίτζη, Μπαμπέφ, Όουεν, Νετσάγιεφ, Μπλανκί, Μαρξ, Μπακούνιν, Λένιν, Τρότσκι και Λίμπνεχτ, τον Χριστό στο μέσον όπως και στον πίνακα του ντα Βίντσι, και ακολούθως από την άλλη πλευρά τους: Στάλιν, Ντουρούτι, Γούντι Γκάθρι, Γκράμσι, Άρη Βελουχιώτη, Μάο, Μαντέλα, Τσε Γκεβάρα, Αλιέντε, Μπερλινγκουέρ και Κιμ Γιονγκ Ουν. Και ενώ ο αναγνώστης περιμένει να διαβάσει ευφυείς περιγραφές και εύστοχα κριτικά σχόλια για το ποιόν, το βίο και τη δράση των ανδρών αυτών ή για το πώς θα αναπαρασταθούν καταλλήλως στον πίνακα ενσωματώνοντας αναμενόμενους συμβολισμούς, αναλογίες και παραλληλισμούς με το έργο του ντα Βίντσι, ο συγγραφέας με μια στρατηγική κίνηση αποστασιοποιείται από τα τεχνικά ή ιδεολογικά ζητήματα και τον εγκλωβίζει ανεπαισθήτως σε μια παράξενη δυστοπία. Στήνει μια παραδείσια βιβλική Εδέμ, με κελαρυστά ρυάκια, απόλυτη ησυχία, οργιώδη βλάστηση και φωνές ζώων και πουλιών που εγγράφεται στην ελληνική επικράτεια μεταξύ Ηπείρου, Θεσσαλίας και Μακεδονίας. Στο ειδυλλιακό αυτό τοπίο εντάσσει μια γοητευτική στην απλότητά της αγροτοποιμενική κοινότητα, ειρηνική και ήσυχη, κατάλοιπο των παρακαταθηκών του εμφυλίου, το Σδράλι. Ηθελημένα πρωτόγονη και αποκομμένη, αυτάρκη και περίκλειστη, που εμπνέεται από τον Μέγα Αλέξανδρο, τον Κολοκοτρώνη, τον Βελουχιώτη και από τη θρησκευτική παράδοση του Ιερέα των Ιουδαίων, Έσδρα. Μια κοινότητα που ζει ασκητικά χωρίς ανέσεις, με παρωχημένα μέσα, χωρίς φως, νερό, τηλέφωνο και η οποία παράγει η ίδια όσα καταναλώνει. Με άντρες που ασκούν διάφορα επαγγέλματα και προσφωνούνται αναλόγως των ιδιοτήτων τους: ο βοσκός, ο δάσκαλος, ο καφετζής, ο μπακάλης, ο αστυνόμος, ο καντηλανάφτης, ο παπάς, ο τυροκόμος, ο αγρότης και γυναίκες αφανείς και ανώνυμες που εργάζονται σκληρά και ζουν στη σκιά των ανδρών σε καθεστώς πλήρους υποταγής και ανελευθερίας. Το μοντέλο παρά τις γοητευτικές αναλογίες με τα θέσφατα του κοινοτισμού ή τις πρακτικές της οικολογίας, παραπέμπει στα θρησκευτικά και εθνικοπατριωτικά αγνά ιδεώδη, στην απολεσθείσα αθωότητα και στα παροιμιώδη αμόλυντα ήθη της ελληνικής επαρχίας. Και αφού ολοκληρωθεί η αποπλάνηση του αναγνώστη, ο οποίος με τις πρώτες γλαφυρές περιγραφές αρχίζει ασυνείδητα να ρεμβάζει κάτω από πλατάνους, έναστρους ουρανούς και τρεχούμενα νερά, ακούγοντας κοάσματα βατράχων, τζιτζίκια, τριζόνια και βελάσματα αρνιών. Να απολαμβάνει το βουκολικό τοπίο και να διερωτάται για την αναγκαιότητα του τεχνολογικού πολιτισμού, ο συγγραφέας με μικρές δόσεις καυστικών παρατηρήσεων και παρεμβολών αρχίζει την αποδόμηση του ρομαντικού σκηνικού. Ξηλώνει τον καμβά της ειδυλλιακής ουτοπίας αποκαλύπτοντας σταδιακά έναν σκυθρωπό, απειλητικό για τις γυναίκες, μικρόκοσμο με όλα τα γνωρίσματα του σεξισμού, του συντηρητισμού, της βαρβαρότητας και της έμφυλης βίας.
Ο επιστολογράφος-ζωγράφος απορροφημένος από τον δημιουργικό του οίστρο, ζώντας φυσικά και απλά, μιλώντας με τους άντρες στο καφενείο και ανταλλάσσοντας μαζί τους απόψεις, τρέχοντας στα ορεινά μονοπάτια, μετέχοντας στον εκκλησιασμό ή κρυφοκοιτάζοντας τον βίο των γυναικών, αναθυμάται και στοχάζεται πάνω στα προβλήματα που αντιμετώπιζε στη σχέση του με μια γυναίκα που εκτιμούσε, αγαπούσε αλλά δεν άντεχε να ανταγωνίζεται. Δουλεύοντας νυχθημερόν τη σύνθεσή του και εμβαθύνοντας με τον τρόπο του στις αρχές του κοινοτισμού και στη συμβολή των κορυφαίων εκπροσώπων του (αυτών που αγωνίζεται να αναπαραστήσει), αρχίζει να ανακαλύπτει άγνωστες πτυχές του εαυτού του και παράλληλα τις σκοταδιστικές πρακτικές και τις περίεργες συνωμοσίες που εξυφαίνονται γύρω του. Οι επιστολές του καθώς διαδέχονται η μια την άλλη φανερώνουν την αλλαγή του ψυχισμού του και των απόψεών του για την αγαπημένη του, τα δύο φύλλα και τις παγιωμένες ανισότητες τους. Στο τέλος του μήνα αρχίζει να αναπολεί την επιστροφή του στον πολιτισμό και να οραματίζεται το μέλλον της σχέσης του πέραν από τα εδραιωμένα ανδρικά στερεότυπα και τις κληρονομημένες κοινωνικές αντιθέσεις.
Όταν αυτή η διαδικασία αυτοεπίγνωσης ολοκληρωθεί μαζί με τις σπουδές των προσώπων του πίνακα και αντιληφθεί την αναγκαστική δουλεία των γυναικών, την τυφλή βία και τον θρησκόληπτο φανατισμό των ανδρών, θα είναι πολύ αργά.
Το ουρλιαχτό της καταχθόνιας αυτής κοινότητας που στο όνομα της θρησκείας, της παράδοσης ή της ιδεολογικής καθαρότητας εξοντώνει τις γυναίκες, τους ξένους και τους διαφορετικούς, θα έχει φθάσει έξω από το παράθυρό του απειλώντας και τον ίδιο. Τότε ο νηφάλιος λόγος των προηγούμενων επιστολών, που σταδιακά ενσωμάτωνε σκέψεις και ιδέες για τον εαυτό του, το μέλλον της αριστεράς ή τις ανθρώπινες σχέσεις, θα μετατραπεί στην τελευταία και ανεπίδοτη σ’ ένα παραληρηματικό αγωνιώδες λαχάνιασμα, σε μια κραυγή πανικού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου