Αυτή η φράση συνοδεύεται από ένα τρίτο συστατικό. Ουδέποτε τινός. Τη συνάντησα σε βιβλία και στο διαδίκτυο. Πάντα τοποθετημένη σε ανώφλια σπιτιών. Σε πολλά μέρη της χώρας. Με άλλα λόγια, η φράση μιλάει για τη ματαιότητα των εγκοσμίων. Γυμνοί ερχόμαστε στον κόσμο και γυμνοί αποχωρούμε. Ακτήμονες.
Το δημοτικό τραγούδι με τη δωρικότητά του αφηγείται τη ματαιότητα της πάλης για συσσώρευση πλούτου, τη ματαιοδοξία αυτής της στόχευσης που γίνεται με σκληρότητα, συχνά και σε βάρος άλλων συνανθρώπων. «Mε γέλασαν, με γέλασαν(ε) τα πουλιά με γέλασαν(ε) τα πουλιά, της άνοιξης τ’ αηδόνια.
Με γέλασαν και μου είπανε πουτές δε θα πιθάνω. Kι έχτισα το σπιτάκι μου ψηλότερο ‘που τ’ άλλα μ’ εφτά οχτώ πατώματα κι εξήντα παραθύρια. Στο παραθύρι κάθουμι, τους κάμπους αγναντεύω, βλέπω τους κάμπους πράσινους και τα βουνά γαλάζια, βλέπω το Xάρο να ’ρχεται καβάλα στ’ άλογό του».
Μόλο που γνωρίζω καλά το τραγούδι και το έχω σιγοτραγουδήσει, δεν είχα προσέξει τα λόγια του. Μηχανική η επανάληψη των στίχων. Ωσπου βρέθηκα στην Καππαδοκία πριν από δύο χρόνια. Μπροστά στο αρχοντικό ενός Ελληνα που μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών στον Μεσοπόλεμο άλλαξε χέρια. Το ξαναθυμήθηκα το τραγούδι πριν από λίγες μέρες. «Στο σπίτι αυτό γεννήθηκε ο Μάνος Χατζιδάκις», έγραφε η πινακίδα δίπλα από την πανέμορφη πόρτα του εντυπωσιακού σπιτιού στην παλιά πόλη της Ξάνθης.
Τα σπίτια μιλάνε. Αφηγούνται τη δική τους ιστορία. Μιλάνε για τους παλιούς νοικοκυραίους. Για έρωτες και όνειρα. Για τραγωδίες και δεσμούς που κόπηκαν με το σπαθί του κατακτητή.
Το σπίτι όπου γεννήθηκε ο Χατζιδάκις μίλησε για την Ξάνθη και το καπνεμπόριο. Για τα χρόνια της ακμής. Για τον Εβραίο Ισαάκ Ντανιέλ που δεν πρόλαβε να χαρεί το σπίτι του. Ετσι είναι τα σπίτια. Φιλοξενούν προσωρινά τους ιδιοκτήτες τους. Σήμερα είναι δικά τους, αύριο των παιδιών τους, στο μέλλον κανείς δεν μπορεί να προβλέψει την τύχη τους.
Στην Ξάνθη άκουσα στο ραδιόφωνο την είδηση για τους πλειστηριασμούς. Από τη μια μεριά η ματαιοδοξία του Νεοέλληνα να αναμετρηθεί με τον θάνατο χτίζοντας και αγοράζοντας σπίτια. Από την άλλη ο αδηφάγος καπιταλισμός. Γυαλίζει το μάτι του. Ικανοποιεί την ακόρεστη, άρρωστη πείνα του καταβροχθίζοντας σπίτια. Ακόμη κι αυτών που αναζητούν μια κλίνη μόνο εστρωμένη για το αδύναμο σαρκίο τους.
Οι άνθρωποι, δυστυχώς, υποφέρουν από τύφλωση. Νιώθουν στον σβέρκο τους τη ζεστή ανάσα της προσωρινότητας. Κι όμως συμπεριφέρονται ως έχοντες διαβατήριο για την επίγεια αιωνιότητα. Αν μπορούσαν να ακούσουν τις ιστορίες των σπιτιών…
* καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου