Όταν, τον Νοέμβριο του 1910, ο Τολστόι έφυγε κρυφά από το σπίτι του, ξεκινώντας το ταξίδι που θα τον οδηγούσε στον θάνατο στον σιδηροδρομικό σταθμό του Αστάποβο, και κυκλοφόρησε η φήμη ότι είχε κλειστεί σε μοναστήρι, ο «αναρχικός πρίγκιπας» Πιοτρ Κροπότκιν, που θεωρούσε ότι ο Τολστόι ήταν αναρχικός χωρίς να το δηλώνει, έγραψε στους Τάιμς: «Δεν θα εκπλησσόμουν αν μάθαινα ότι ο Τολστόι έχει αποσυρθεί σε κάποιο σπίτι στον κάμπο όπου θα μπορούσε να συνεχίσει τη διδασκαλία του χωρίς να πρέπει να εξαρτάται από τη δουλειά των άλλων για να βγάζει, αυτός και η οικογένειά του, τα προς το ζην. Είναι το αναπότρεπτο αποτέλεσμα του τρομακτικού εσωτερικού δράματος που έχει βιώσει τα τελευταία τριάντα χρόνια. Δράμα, από την άλλη πλευρά, χιλιάδων διανοουμένων της σημερινής μας κοινωνίας. Είναι η εκπλήρωση αυτού που για τόσον καιρό επιθυμούσε».
Καθρέφτης ορισμένων πτυχών αυτού του εσωτερικού δράματος είναι με μια έννοια και η Ανάσταση, καθώς, με όχημα μια αρκετά απλή πλοκή, ο Τολστόι συνοψίζει όλο τον πολιτικοκοινωνικό προβληματισμό του και επιτίθεται ανηλεώς σε κάθε πτυχή της δεσποτικής θεσμικής δομής της τσαρικής Ρωσίας.
Σε αυτό το βιβλίο, το τελευταίο μεγάλο μυθιστόρημά του που κατά πολλούς όμως δεν φτάνει στο ύψος τηςΆννα Καρένινα, ο Τολστόι πλάθει μια ιστορία που ακολουθεί τους κώδικες του ρεαλισμού και του μελοδράματος («Κάθε μελόδραμα βασίζεται στην Ανάσταση», λέγεται πως είχε πει ο Ιάπωνας σκηνοθέτης Κένζι Μιζογκούτσι). Η πλοκή, λοιπόν, είναι σχετικά απλή. Βρισκόμαστε στη Ρωσία, στα τέλη του 19ου αιώνα. Στο δικαστήριο που δικάζει την πόρνη Κατερίνα Μάσλοβα για έναν φόνο που όλα δείχνουν πως δεν έχει κάνει, συμμετέχει ως ένορκος και ο πρίγκιπας Ντμίτρι Ιβάνοβιτς Νεχλιούντοφ, ο άνθρωπος που πριν από πολλά χρόνια είχε αφήσει έγκυο τη –νεαρή καμαριέρα, τότε– Κατερίνα και την είχε παρατήσει με ένα χαρτονόμισμα στο χέρι. Στη δίκη η Μάσλοβα καταδικάζεται σε τέσσερα χρόνια καταναγκαστικά έργα στη Σιβηρία. Όμως ο Νεχλιούντοφ, σε μια βαθιά κρίση συνείδησης, αποφασίζει να επανορθώσει: προτείνει στην Κατερίνα να την παντρευτεί και, όταν αυτή αρνείται, αποφασίζει να την ακολουθήσει στην εξορία.
Η Ανάσταση αντικατοπτρίζει όλη την κοσμοθεωρία του Τολστόι, την άρνησή του για την κοινωνία στην οποία ζούσε, τις αναρχοχριστιανικές απόψεις του, τη σύγκρουσή του με το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο με μια έννοια μπορούσε να ανήκει. Στην Ανάσταση ο Τολστόι κατεδαφίζει τα πάντα: το «ανώφελο και ανήθικο» δικαστικό σύστημα που ελαφρά τη καρδία διεκπεραιώνει καταδίκες αθώων, καταστρέφοντας ζωές («το δικαστήριο είναι το διοικητικό μέσον για τη διατήρηση της ισχύουσας τάξης πραγμάτων […] έχει μοναδικό σκοπό τη διατήρηση της κοινωνίας στην υπάρχουσα κατάσταση»)· τους γαιοκτήμονες και την καταπίεση που ασκούν («η σχέση αγροτών-γαιοκτήμονα ήταν σχέση απόλυτης εξάρτησης των αγροτών, αν όμως μιλήσουμε ευθέως ήταν δουλεία στους ιδιοκτήτες γης»)· την «παρακμασμένη εκκλησιαστική-χριστιανική θρησκεία» που προσπαθεί διαρκώς να εξαπατήσει τους ανθρώπους (οι σελίδες με την περιγραφή της λειτουργίας είναι πραγματικά απολαυστικές και λογοκρίθηκαν από τις ρωσικές αρχές)· την αδιάφορη γραφειοκρατία και την εγκληματική εξουσία· το σύστημα που γεννά τέτοια εξαθλίωση που αναγκάζει τους μουζίκους να αφήνουν τα νεογέννητα παιδιά τους να πεθαίνουν από ασιτία επειδή δεν έχουν να τα θρέψουν· την κόλαση των φυλακών, των κάτεργων, της εξορίας. Έτσι, όσα περιγράφονται στη –γραμμένη το 1899– Ανάσταση απεικονίζουν με τον πιο δραματικό τρόπο τον κόσμο που θα ανατρεπόταν βίαια λιγότερο από δύο δεκαετίες μετά.
Ο Τολστόι, πέρα από το δικό του σύστημα ιδεών, γράφει έχοντας υπόψη του τη συνολική ιδεολογική συζήτηση της εποχής του, τις σοσιαλιστικές ιδέες, τον αναρχισμό, τον Μαρξ. «Όταν σκεφτόταν και μίλαγε για το τι θα δώσει η επανάσταση στο λαό, πάντα φανταζόταν αυτόν το λαό να ζει στις ίδιες σχεδόν συνθήκες, αλλά με γη και χωρίς αφέντες και γραφειοκράτες», λέει ο Τολστόι με το στόμα ενός πολιτικού εξόριστου. Ο Τολστόι επιτίθεται στις φεουδαρχικές δομές κτήσης της γης και θεωρεί ότι η γη πρέπει να ανήκει στους αγρότες που τη δουλεύουν («τη γη δεν πρέπει να την κατέχει αυτός που δεν τη δουλεύει», καθώς «δεν μπορεί η γη να γίνει αντικείμενο ιδιοκτησίας»). Με δεδομένα όλα αυτά, δεν είναι λοιπόν παράξενο που λίγο μετά τη δημοσίευση της Ανάστασης, το 1901, η Εκκλησία αφόρισε τον Τολστόι.
Ωστόσο, εκεί που δίνει έμφαση ο Τολστόι είναι οι ψυχολογικές μεταπτώσεις και αντιφάσεις τις οποίες βιώνουν οι πρωταγωνιστές του: το πώς αλλάζει στάση και άποψη ο Νεχλιούντοφ, πώς αμφιταλαντεύεται μπροστά στις ίδιες τις αποφάσεις του, πώς βιώνει αντιφατικά ή και ενοχικά τις επιλογές του, γιατί η Μάσλοβα αρνείται τη σωτηρία που της προσφέρει ο γάμος με τον Νεχλιούντοφ. Αυτές οι ψυχολογικές διαδρομές δίνουν ανάσα και ζωή σε δυο χαρακτήρες που σε διαφορετική περίπτωση θα μπορούσαν να είναι πολύ σχηματικοί, σχεδόν ιδεότυποι.
Το τελευταίο διάστημα, με αφορμή την έκδοση ή επανέκδοση κάποιων κλασικών έργων της παγκόσμιας λογοτεχνίας στα ελληνικά, έχει αρχίσει να επαναλαμβάνεται μια συζήτηση για το αν (πρέπει να) διαβάζουμε κλασικούς σήμερα κ.λπ. – μια συζήτηση εν πολλοίς αδιέξοδη που πάσχει πολλαπλώς, ακόμα και στις λέξεις που χρησιμοποιεί. Για τον αναγνώστη και την αναγνώστρια που δεν θέλουν να παίξουν με σχηματικές διαχωριστικές γραμμές και κατηγοριοποιήσεις, η ανάγνωση της Ανάστασης, σε αυτή τη νέα μετάφραση σε ελληνικά της εποχής μας, απαντάει με τον τρόπο της στο ερώτημα.
Καθρέφτης ορισμένων πτυχών αυτού του εσωτερικού δράματος είναι με μια έννοια και η Ανάσταση, καθώς, με όχημα μια αρκετά απλή πλοκή, ο Τολστόι συνοψίζει όλο τον πολιτικοκοινωνικό προβληματισμό του και επιτίθεται ανηλεώς σε κάθε πτυχή της δεσποτικής θεσμικής δομής της τσαρικής Ρωσίας.
Σε αυτό το βιβλίο, το τελευταίο μεγάλο μυθιστόρημά του που κατά πολλούς όμως δεν φτάνει στο ύψος τηςΆννα Καρένινα, ο Τολστόι πλάθει μια ιστορία που ακολουθεί τους κώδικες του ρεαλισμού και του μελοδράματος («Κάθε μελόδραμα βασίζεται στην Ανάσταση», λέγεται πως είχε πει ο Ιάπωνας σκηνοθέτης Κένζι Μιζογκούτσι). Η πλοκή, λοιπόν, είναι σχετικά απλή. Βρισκόμαστε στη Ρωσία, στα τέλη του 19ου αιώνα. Στο δικαστήριο που δικάζει την πόρνη Κατερίνα Μάσλοβα για έναν φόνο που όλα δείχνουν πως δεν έχει κάνει, συμμετέχει ως ένορκος και ο πρίγκιπας Ντμίτρι Ιβάνοβιτς Νεχλιούντοφ, ο άνθρωπος που πριν από πολλά χρόνια είχε αφήσει έγκυο τη –νεαρή καμαριέρα, τότε– Κατερίνα και την είχε παρατήσει με ένα χαρτονόμισμα στο χέρι. Στη δίκη η Μάσλοβα καταδικάζεται σε τέσσερα χρόνια καταναγκαστικά έργα στη Σιβηρία. Όμως ο Νεχλιούντοφ, σε μια βαθιά κρίση συνείδησης, αποφασίζει να επανορθώσει: προτείνει στην Κατερίνα να την παντρευτεί και, όταν αυτή αρνείται, αποφασίζει να την ακολουθήσει στην εξορία.
Η Ανάσταση αντικατοπτρίζει όλη την κοσμοθεωρία του Τολστόι, την άρνησή του για την κοινωνία στην οποία ζούσε, τις αναρχοχριστιανικές απόψεις του, τη σύγκρουσή του με το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο με μια έννοια μπορούσε να ανήκει. Στην Ανάσταση ο Τολστόι κατεδαφίζει τα πάντα: το «ανώφελο και ανήθικο» δικαστικό σύστημα που ελαφρά τη καρδία διεκπεραιώνει καταδίκες αθώων, καταστρέφοντας ζωές («το δικαστήριο είναι το διοικητικό μέσον για τη διατήρηση της ισχύουσας τάξης πραγμάτων […] έχει μοναδικό σκοπό τη διατήρηση της κοινωνίας στην υπάρχουσα κατάσταση»)· τους γαιοκτήμονες και την καταπίεση που ασκούν («η σχέση αγροτών-γαιοκτήμονα ήταν σχέση απόλυτης εξάρτησης των αγροτών, αν όμως μιλήσουμε ευθέως ήταν δουλεία στους ιδιοκτήτες γης»)· την «παρακμασμένη εκκλησιαστική-χριστιανική θρησκεία» που προσπαθεί διαρκώς να εξαπατήσει τους ανθρώπους (οι σελίδες με την περιγραφή της λειτουργίας είναι πραγματικά απολαυστικές και λογοκρίθηκαν από τις ρωσικές αρχές)· την αδιάφορη γραφειοκρατία και την εγκληματική εξουσία· το σύστημα που γεννά τέτοια εξαθλίωση που αναγκάζει τους μουζίκους να αφήνουν τα νεογέννητα παιδιά τους να πεθαίνουν από ασιτία επειδή δεν έχουν να τα θρέψουν· την κόλαση των φυλακών, των κάτεργων, της εξορίας. Έτσι, όσα περιγράφονται στη –γραμμένη το 1899– Ανάσταση απεικονίζουν με τον πιο δραματικό τρόπο τον κόσμο που θα ανατρεπόταν βίαια λιγότερο από δύο δεκαετίες μετά.
Ο Τολστόι, πέρα από το δικό του σύστημα ιδεών, γράφει έχοντας υπόψη του τη συνολική ιδεολογική συζήτηση της εποχής του, τις σοσιαλιστικές ιδέες, τον αναρχισμό, τον Μαρξ. «Όταν σκεφτόταν και μίλαγε για το τι θα δώσει η επανάσταση στο λαό, πάντα φανταζόταν αυτόν το λαό να ζει στις ίδιες σχεδόν συνθήκες, αλλά με γη και χωρίς αφέντες και γραφειοκράτες», λέει ο Τολστόι με το στόμα ενός πολιτικού εξόριστου. Ο Τολστόι επιτίθεται στις φεουδαρχικές δομές κτήσης της γης και θεωρεί ότι η γη πρέπει να ανήκει στους αγρότες που τη δουλεύουν («τη γη δεν πρέπει να την κατέχει αυτός που δεν τη δουλεύει», καθώς «δεν μπορεί η γη να γίνει αντικείμενο ιδιοκτησίας»). Με δεδομένα όλα αυτά, δεν είναι λοιπόν παράξενο που λίγο μετά τη δημοσίευση της Ανάστασης, το 1901, η Εκκλησία αφόρισε τον Τολστόι.
Ωστόσο, εκεί που δίνει έμφαση ο Τολστόι είναι οι ψυχολογικές μεταπτώσεις και αντιφάσεις τις οποίες βιώνουν οι πρωταγωνιστές του: το πώς αλλάζει στάση και άποψη ο Νεχλιούντοφ, πώς αμφιταλαντεύεται μπροστά στις ίδιες τις αποφάσεις του, πώς βιώνει αντιφατικά ή και ενοχικά τις επιλογές του, γιατί η Μάσλοβα αρνείται τη σωτηρία που της προσφέρει ο γάμος με τον Νεχλιούντοφ. Αυτές οι ψυχολογικές διαδρομές δίνουν ανάσα και ζωή σε δυο χαρακτήρες που σε διαφορετική περίπτωση θα μπορούσαν να είναι πολύ σχηματικοί, σχεδόν ιδεότυποι.
Το τελευταίο διάστημα, με αφορμή την έκδοση ή επανέκδοση κάποιων κλασικών έργων της παγκόσμιας λογοτεχνίας στα ελληνικά, έχει αρχίσει να επαναλαμβάνεται μια συζήτηση για το αν (πρέπει να) διαβάζουμε κλασικούς σήμερα κ.λπ. – μια συζήτηση εν πολλοίς αδιέξοδη που πάσχει πολλαπλώς, ακόμα και στις λέξεις που χρησιμοποιεί. Για τον αναγνώστη και την αναγνώστρια που δεν θέλουν να παίξουν με σχηματικές διαχωριστικές γραμμές και κατηγοριοποιήσεις, η ανάγνωση της Ανάστασης, σε αυτή τη νέα μετάφραση σε ελληνικά της εποχής μας, απαντάει με τον τρόπο της στο ερώτημα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου