«Πρόκειται να γράψω ένα κείμενο για τον New Yorker για τα πουλιά και η Λέσβος έμαθα πως είναι ιδανικό μέρος για παρατήρηση αυτή την εποχή. Η ειρηνική συνύπαρξη μεταξύ των ανθρώπων και των ζώων έχει εκλείψει. Κάποιος λοιπόν πρέπει να τους δώσει φωνή, καθώς τα ίδια τα ζώα προς εξαφάνιση δεν μπορούν να μιλήσουν» εξηγεί.
Εδειχνε συνεσταλμένος, αποπνέοντας ειλικρινή ταπεινότητα, πράγμα που δεν θα περίμενε κανείς από έναν συγγραφέα βραβευμένο με το μεγαλύτερο λογοτεχνικό βραβείο στην Αμερική, το National Book Award (για τις «Διορθώσεις», 2001, που ψηφίστηκε και ως το καλύτερο βιβλίο της χρονιάς). Μιλούσε ως αντικομφορμιστής, αλλά μετρούσε τα λόγια του. Στιγμές φερόταν αμυντικά, ωστόσο δεν κρύφτηκε πίσω από καμία απάντηση. Ακόμη και για την πρώτη του γυναίκα μάς μίλησε, τη Βάλερι, που της έχει αφιερώσει το δεύτερο βιβλίο του «Κραδασμοί» (κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Ψυχογιός). Ηταν μαζί για 14 χρόνια, πλέον έχει ξαναφτιάξει τη ζωή του, ωστόσο μας έκανε εντύπωση πως δεν ήθελε να υπογράψει το βιβλίο στη σελίδα της αφιέρωσης. Προτιμούσε να ανήκει μόνο στη Βάλερι.
Το ίδιο σταθερός και ακλόνητος στις θέσεις του είναι και σε άλλα επίπεδα. Γι’ αυτό και θεωρείται αρκετά αμφιλεγόμενη προσωπικότητα. Μετά την επιτυχία των «Διορθώσεων», η Οπρα Γουίνφρι θέλησε να το συμπεριλάβει στη λίστα των προτεινόμενων βιβλίων της εκπομπής της, ωστόσο ο ίδιος απέρριψε το αίτημα καθώς θα έπρεπε να μπει και το δικό της όνομα στο εξώφυλλο. «Τελικά, μετά από καιρό πήγα στην εκπομπή της και αγκαλιαστήκαμε δημοσίως» μας είπε γελώντας.
Αν και καταδικάζει την τηλεοπτική προβολή των συγγραφέων και πολύ περισσότερο τον εθισμό καλλιτεχνών και απλών ανθρώπων στα κοινωνικά δίκτυα, δεν είναι λίγοι όσοι τον κατηγορούν πως το κάνει για να ακούγεται το όνομά του. Ο ίδιος εξήγησε: «Εχουμε αντικαταστήσει τον Χριστό και την εξ Αποκαλύψεως σωτηρία με το twitter και το facebook. Οι άνθρωποι εθίζονται σε αυτά και υπάρχουν μέσα από αυτά. Οσους περισσότερους followers διαθέτεις, τόσο μεγαλύτερη επιρροή έχεις. Προσωπικά ένα έχω να πω: Μπλιαχ! Μου είναι αδύνατον να παίξω αυτό το παιχνίδι, να πουλάω τον εαυτό μου ως προϊόν προς κατανάλωση και να λέω ότι αυτό αποδεικνύει πόσο καλός είμαι στη δουλειά μου. Αρνούμαι να υιοθετήσω αυτή τη στάση ζωής».
Δεν είναι τυχαίο πως και το νέο του βιβλίο «Purity» («Αγνότητα»), που θα κυκλοφορήσει τον Σεπτέμβριο, έχει ως κύρια θεματική του το διαδίκτυο. Ο 56χρονος συγγραφέας δεν θέλει να πει πολλά: «Πείτε πως δεν με αφήνει ο εκδότης μου» χαριτολογεί. «Θα σας πω μόνο σε τι δεν αφορά: δεν μιλάει για τη σύγχρονη Αμερική, ούτε έχει ως κέντρο την οικογένεια».
«Οι περισσότεροι σήμερα δεν αφοσιώνονται σε αυτό που κάνουν. Εχουν συνεχώς τον νου τους να φωτογραφηθούν στο κινητό τους, να αναρτήσουν κάτι που θα τους κάνει αρεστούς. Γι’ αυτό καταφεύγω στον κόσμο των βιβλίων. Γιατί είναι μια ήρεμη εναλλακτική σε αυτό που ονομάζουμε «multitasking», δηλαδή το να κάνεις τα πάντα ταυτόχρονα, λες και σε κυνηγάει ο χρόνος και η ανάγκη για επιβεβαίωση μέσω μιας οθόνης» συνεχίζει.
«Είναι ένα είδος φανατισμού, σχεδόν θρησκευτικού. Αν και πιστεύουμε πως στα τριτοκοσμικά κράτη η θρησκεία έχει την τιμητική της, ωστόσο καταλήγουμε -εμείς οι δυτικοί- να φερόμαστε χειρότερα από τους πιο ακραίους πιστούς. Ακόμη και στο θέμα της κλιματικής αλλαγής: ακούω συνεχώς οικολόγους να μιλούν γι’ αυτή με όρους εσχατολογικούς, λες και περιγράφουν την επερχόμενη Αποκάλυψη. Αυτά γράφω και δημιουργώ αντιπάθειες» εξηγεί.
Παρ’ όλες τις έχθρες, λέει πως δεν έχει νιώσει ποτέ τη μεγάλη αποτυχία. «Οσο για την επιτυχία, μπορεί να θεωρηθεί ένα εμπόδιο, κυρίως γιατί με διαχωρίζει από τη ζωή των κανονικών ανθρώπων. Από τις «Διορθώσεις» κι έπειτα με καλούν και ταξιδεύω πρώτη θέση και με βάζουν σε καλά ξενοδοχεία, άρα χάνω την απλή καθημερινότητα που με εμπνέει. Γενικά πάντως αναζητώ τη μοναξιά».
Εχει γράψει δοκίμια, που είναι πολύ πιο εύκολα για κείνον απ’ ό,τι το μυθιστόρημα. Στο «Ακόμα πιο μακριά» (εκδ. Ωκεανίδα), είτε αφηγούμενος το βίαιο συναπάντημά του με τους λαθροκυνηγούς άγριων πουλιών στην Κύπρο είτε εκφράζοντας τα ανάμεικτα συναισθήματά του από την αυτοκτονία του πολύ κοντινού του φίλου, συγγραφέα Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας, είναι πολύ κοντά στις αξίες του: «Για μένα η καλοσύνη είναι η υπέρτατη αξία. Καλοσύνη και γενναιοδωρία απέναντι σε όλα» εξηγεί.
Πώς χωράει όμως η «καλοσύνη» στη βιομηχανία του βιβλίου και μάλιστα στην Αμερική; «Υπάρχουν και χειρότερες βιομηχανίες από την εκδοτική» λέει. «Προσωπικά με ελκύουν τα μικρά βιβλιοπωλεία, σέβομαι τη δουλειά αυτών των ανθρώπων. Αισθάνομαι σχεδόν υπόχρεος απέναντί τους, καθώς το να έχεις βιβλιοπωλείο είναι μια πράξη γενναιότητας».
Για το εξώφυλλο του TIME το 2010
«Φυσικά χάρηκα πολύ. Ευτυχώς, ο τίτλος δεν είχε άρθρο. Δεν έλεγε «ο» σημαντικότερος Αμερικανός συγγραφέας, οπότε θεωρώ πως εννοούσαν «ένας» σημαντικός Αμερικανός συγγραφέας. Ο τίτλος αυτός έδρασε επάνω μου όπως ακριβώς οι γονείς μου όταν ήμουν παιδί: με γέμισε ευθύνες. Από την άλλη, είναι καλό να γίνονται οι συγγραφείς πρωτοσέλιδα, καθώς στην Αμερική ξέρουν κυρίως τραγουδιστές και ηθοποιούς. Αν προωθείται η συγγραφή, έστω και με όρους μάρκετινγκ, θα έχουμε όλο και καλύτερα βιβλία».
Θα ψήφιζα Χίλαρι
Πήρε σαφή πολιτική θέση για τα όσα συμβαίνουν στην Ευρώπη και την Αμερική: «Η οικογένεια Κλίντον δεν είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα. Ωστόσο θα ψήφιζα τη Χίλαρι για πρόεδρο μόνο και μόνο επειδή είναι γυναίκα και ελπίζοντας να είναι πιο δυναμική στις διαπραγματεύσεις απ’ ό,τι ο Ομπάμα, που μόνο στους δημόσιους λόγους του είναι καλός. Οσο για την Ευρώπη, πλέον τα τραπεζικά ιδρύματα κάνουν κουμάντο και όχι τα κράτη και οι κυβερνήσεις. Με φοβίζει η πυρηνική απειλή και η σιγουριά των Γάλλων πως τίποτα κακό δεν μπορεί να γίνει με τους αντιδραστήρες τους - έτσι λέγαμε και για τους εξελιγμένους τεχνολογικά Ιάπωνες κι όμως εκεί έγινε η καταστροφή. Δεν πιστεύω ότι ο συγγραφέας πρέπει να έχει πολιτική γραφή, ωστόσο πρέπει να έχει πολιτικό λόγο - όπως οι Γκαλεάνο και Γκρας που χάθηκαν πρόσφατα. Να είναι η άμμος στα γρανάζια της πολιτικής και της οικονομίας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου