Μελέτη με αναρίθμητα αυθεντικά πηλιορείτικα και βολιώτικα
ανθρωπωνύμια, που αποτυπώνουν και «εξιστορούν» μια μακραίωνη διαδρομή εξέλιξης
της ελληνικής γλώσσας στον Τόπο μας, παρουσιάζει στο νέο του πόνημα – ιστορικό
δοκίμιο ο Κώστας Λιάπης. O ακαταπόνητος συγγραφέας συνεχίζοντας το επιστημονικά
γιγάντιο σε μόχθο και βάθος χρόνου
αλλά και πολυβραβευμένο έργο του
με το γλωσσικό υλικό που θεμελιώνει το
γλωσσικό ιδίωμα του Πηλίου, στο νέο του
βιβλίο χαρτογραφεί ένα τμήμα της τοπικής
μας γλωσσογεωγραφίας. Τον
επιστημονικό κλάδο, που στοχεύει
να παρατηρεί τις τοπικές διαφορές ενός γλωσσικού φαινομένου (φωνητικού,
μορφολογικού, συντακτικού, λεξικολογικού), να μελετά την κατανομή των δεδομένων που έχουν
συγκεντρωθεί και να καταρτίζει με βάση
τα δεδομένα αυτά, έναν χάρτη ή μια σειρά από χάρτες, ώστε να επιτραπεί η
ερμηνεία αυτής της ανθρωπο-γλωσσο-κατανομής.
Στρέφοντας
το φακό της έρευνάς του στα τοπικά μας ανθρωπωνύμια, ο Κ. Λιάπης, εκτός από την
υπάρχουσα διαχρονική βιβλιογραφία, ξεσκονίζει και ερευνά μητρώα, δημοτολόγια,
δικαιοπρακτικά έγγραφα, εκκλησιαστικά βιβλία, τρίπτυχα παλιών ναών και
μοναστηριών, τηλεφωνικούς καταλόγους και πάσης φύσεως αρχειακό υλικό, το οποίο
συστηματοποιεί με την επιβαλλόμενη
μεθοδικότητα. Παράλληλα αξιοποιεί κάθε
πηγή προφορικών μαρτυριών από εκείνες, που ο ίδιος μέσα από τις αφηγήσεις ή τις αναρίθμητες συνεντεύξεις του με τόση μαεστρία ξέρει να συγκροτεί ως ένα «ζωντανό» σώμα αφηγήσεων ζωής και,
κάθε φορά, να τις ενσωματώνει στο υπό
έρευνα υλικό του. Με αυτό τον τρόπο αναδύονται στην επιφάνεια όψεις της
κοινωνικής ζωής εν πολλοίς αθέατες στην επίσημη ιστοριογραφία. Και με την ευκαιρία, θα ήθελα να επισημάνω, ότι
ο K. Λιάπης
επιχείρησε από πολύ νωρίς, τουλάχιστον
σε τοπικό επίπεδο, αυτό που η ιστορική
επιστήμη με τη βοήθεια της κοινωνικής ανθρωπολογίας έκανε με καθυστέρηση: την επιστημονική αποκατάσταση της ισοτιμίας
της προφορικής ιστορίας με τη γραπτή. Είναι γνωστό πόσο υποτιμήθηκε
στο παρελθόν ο προφορικός λόγος ενώ η αξία του γραπτού διογκώθηκε. Ο K. Λιάπης
σε κάθε του έρευνα κάνει πράξη «την ιστορία
από τα κάτω», έτσι ακριβώς όπως την επισήμανε
ο μεγάλος ιστορικός Eric Hobsbawm, δείχνοντας ακριβώς αυτό, την αξία της
προφορικής ιστορίας.
Στο
παρόν βιβλίο, το υλικό του, εκτός από το μεγάλο του όγκο, είναι πολύπλοκο,
πολύπλευρο, απαιτεί μια διεπιστημονική
σύνδεση και ερμηνεία και παρουσιάζει αμέτρητες δυσκολίες. Παρόλα αυτά,
καταφέρνει να το χειραγωγήσει υποδειγματικά. Είναι γνωστό ότι τα ονόματα (βαπτιστικά
και οικογενειακά) που χρησιμοποιούνται στην Ελλάδα κατηγοριοποιούνται με δύο
διαφορετικούς τρόπους: 1) με βάση τη γλώσσα προέλευσης: ελληνικά και ξένα (με κυριότερη κατηγορία τα εβραϊκά και δευτερευόντως τα λατινικά)
2) με βάση τον τρόπο εισαγωγής στη γλώσσα. Και για την ελληνική
ονοματοδοσία, κύριες πηγές
τροφοδοσίας τους υπήρξε η εκκλησιαστική παράδοση, η αρχαία Ελλάδα και βεβαίως τα οικογενειακά
ονόματα που προέρχονται από βαπτιστικά (πατρωνυμικά, μητρωνυμικά, γυναικωνυμικά
κ.ά.) Και σ’ αυτές εστιάζονται οι
περισσότερες γνωστές, έως τώρα, σχετικές μελέτες. Η καινοτομία και η συνεισφορά
του K. Λιάπη συνίσταται, νομίζω, στο εξής: Επιμένει και σε
μια τρίτη πηγή, λιγότερη γνωστή και
συνηθισμένη, αλλά εξίσου σημαντική: αυτή που δεν περιορίζεται στα κληρονομημένα
από το γλωσσικό παρελθόν ονόματα, αλλά εκείνη που
εστιάζεται σε πηγές του νεότερου πολιτισμού και επί του προκειμένου του τοπικού
μας πολιτισμού· αυτού που αντλεί
τα ονόματα από το παρόν του λαού και μάλιστα από πράγματα,
καταστάσεις ή ιδιότητες, χρήσεις και
ερμηνείες των εννοιών που του κάνουν εντύπωση και τις θεωρεί σημαντικές.
Αναζητά με επιμονή ονόματα από την ελεύθερη λαϊκή αντίληψη της πηλιορείτικης
και βολιώτικης κοινωνίας (ονόματα φυτών,
ζώων, πουλιών, από σωματικά και πνευματικά χαρίσματα, από ορυκτά, πολεμικά
εξαρτήματα, οικονομική κατάσταση, οικιακά αντικείμενα και εργαλεία, ηθικά προσόντα, κλπ.), τα κωδικοποιεί και κατάλληλα τα ερμηνεύει. Αναφέρεται στα εξελληνισμένα ονόματα και σε μερικά που αντιστάθηκαν
και παραμένουν τουρκικά ή λατινογενή. Απαριθμεί
αναρίθμητα παραδείγματα με τα επαγγελματικά, τόσο που σχεδόν σκιαγραφεί μια
κοινωνική στρωματογραφία. Κωδικοποιεί λεπτομερώς τα πατριδωνυμικά, σ’
ένα μακρύ κατάλογο ξυπνώντας μνήμες,
συμπλέκοντας γεγονότα, επιρροές, πολιτισμικές ωσμώσεις και πολιτιστικές
μονιμότητες που συνιστούν ταυτότητες και ιδιαιτερότητες.
Και
όπως αντιλαμβάνεται κανείς διαβάζοντας το εξαιρετικό αυτό πόνημα, τα ονόματα
αυτά έχουν μεγάλη σχέση όχι τόσο με τον αστικό κόσμο και με την εν χρήσει
νεοελληνική συνήθη γλώσσα αλλά με τη ζωή στην ύπαιθρο. Γι’ αυτό και η ποικιλία
τους είναι πολύ μεγαλύτερη από χωριό σε χωριό, όπως επιχωριάζουν ανά τόπο οι
γλωσσικές συνήθειες. Ένα μωσαϊκό ονομάτων ανδρών και γυναικών που αναπαράγονται
μέσα από τη δεξαμενή του χρόνου, ελαφρώς διασκευασμένα από την Παλαιά και Καινή
Διαθήκη, από την αρχαία Ελλάδα, από την λατινόφωνη γραμματεία, από τις περιόδους ξενοκρατίας στην περιοχή
μας. Η ανάγνωσή του συνιστά ένα
εξαιρετικά ευχάριστο ταξίδι στον πολιτισμό, στα ήθη και στα έθιμα, στην
ιστορία, στις προλήψεις και τις
προκαταλήψεις της περιοχής μας. Μια
διαδρομή αυτογνωσίας με αρκετές
εκπλήξεις (απίστευτη η κατηγορία με τα παρωνύμια-παρατσούκλια), γεμάτη μυρωδιές και
χρώματα από τη φύση του Πηλίου,
συναισθήματα και κάθε τόσο στάση σε σταθμούς-ιστορικά γεγονότα, βιώματα
της ατομικής ή συλλογικής μνήμης, χωρίς ποτέ να παραβλέπεται η επιστημονική
δεοντολογία. Αντίθετα, η επιστημονική μεθοδολογία δίνοντας επαρκή περιγραφική και
ετυμολογική εξήγηση με βάση τη γλώσσα
αλλά με πρακτικό πάντοτε χαρακτήρα, είναι το κύριο μότο του βιβλίου. Αξίζει να το αποκτήσουμε. Έτσι και
αλλιώς, η μελέτη της πορείας γέννησης
των ονομάτων είτε βαπτιστικών είτε οικογενειακών που σα σκιά, μας συνοδεύουν σε
όλη μας τη ζωή είναι μια γοητευτική υπόθεση· και πάντοτε παρουσιάζει ιστορικό,
ανθρωπολογικό, κοινωνικό, ψυχολογικό,
θρησκευτικό, πολιτιστικό ακόμη και ποιητικό ενδιαφέρον. Κοντολογίς, θα μπορούσε
το βιβλίο αυτό να χαρακτηριστεί ένα
χρήσιμο εγχειρίδιο της τοπικής μας ιστορίας.
Ας κορφολογήσουμε κάτι
από τα ανθρωπωνύμια του Κώστα Λιάπη που σημαδεύουν τον τόπο μας και τους
ανθρώπους της. «Μας χρειάζεται να ξέρουμε από πού προέρχονται τα ονόματά
μας, τονίζει ο Σπύρος Ασδραχάς, «όπως
χρειάζεται να ξέρουμε από πού προέρχονται τα ονόματα των εννοιών, των σχέσεων
των ανθρώπων με τη φύση, των σχέσεων των ανθρώπων με τα δημιουργήματά τους».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου