Συνήθως, τα βιβλία τα διαβάζουμε και τα
παρουσιάζουμε με μια χρονική ακολουθία, εφαρμόζοντας το τριμερές σχήμα
«αρχή-μέση-τέλος». Αυτό θα θεωρούνταν αναπόφευκτο για κάποιον αναγνώστη,
αν διάβαζε πρώτο τον υπότιτλο του
βιβλίου «Μικρά Ασία, Πολυτεχνείο, Κύπρος, Μνημόνια». Όλα καλοβαλμένα σε μια
ιστορική αλληλουχία, σε μια τάξη σαν αυτή που αρέσει στις γυναίκες-μνήμες οχιάς
της οικογένειας της Πέπης Ρηγοπούλου: την γιαγιά της Καλλιόπη, τη μάνα της
Φωτεινή, τις συγγένισσες και τις γειτόνισσες. Αυτή η τάξη και το μεράκι φωλιάζει
στις ντουλάπες, τα σεντούκια και τις κουζίνες των προσφυγικών οικογενειών, όπου
η οικογενειακή μνήμη για τους απόντες και τις πληγές της προσφυγιάς ζυμώνονται
με τα κεφτεδάκια, σ’ αυτό δε το ζυμάρι προστίθεται το αλατοπίπερο των όσων
συμβαίνουν καθημερινά.
Ωστόσο, η ιστορική τάξη θρυμματίζεται από
τον ίδιο τον βασικό τίτλο του βιβλίου. «Θάλαμος ανανήψεως» ονοματίζεται. Κι
άντε τώρα να ξαναβάλει ο αναγνώστης σε σειρά τα κυβάκια που κοπίασε να τα βάλει
σε μια σειρά, για να παρακολουθήσει τη σκέψη της συγγραφέως, η οποία δεν
υπακούει σε μυθοπλαστικούς κανόνες, αλλά ακολουθεί την μνήμη της.
Η ίδια η συγγραφέας λοιπόν με
‘εξαναγκάζει’ να σπάσω τις συνήθεις φόρμες στην προσέγγιση. Θα ξεκινήσω από το
τελευταίο μέρος του βιβλίου, τα γεγονότα
του Πολυτεχνείου, στα οποία η συγγραφέας ενεπλάκη, όπως θα σημείωνε κάποια
αναφορά των ανθρώπων που πασχίζουν για την τάξη. Αυτή η επιλογή δεν οφείλεται
στην απόδοση τιμής στη συγγραφέα αλλά προτιμώ να ξεκινήσω από το παρών, με την
ευρύτερη έννοια. Ο τίτλος ασφαλώς είναι δάνειος από οικεία, τραυματικά βιώματα
της Ρηγοπούλου, που ωστόσο αναδεικνύεται σε κατάλληλο άξονα για να υφανθεί το γαϊτανάκι των ιστορικών περιπετειών της
χώρας μας. Αν δε απαιτείται ιστορική γνώση για την ανασύσταση του ιστορικού
ελληνικού βιώματος ως ενός θαλάμου ανανήψεως, αυτή η διεργασία είναι απλούστερη
στην περίπτωση που υιοθετείται η ανάδρομη πορεία. Όλοι έχουμε νιώσει τα
τελευταία χρόνια ως ασθενείς που βρίσκονται σε μια διαρκή και αμφίβολης
αποτελεσματικότητας ανάνηψη, όπως
τουλάχιστον ισχυρίζονται όσοι , έξωθεν ή έσωθεν, προσπαθούν να μας πείσουν για
την ανάγκη να υποστούμε τον εγκλωβισμό στον θάλαμο ανανήψεως που μας ετοίμασαν
με τα μνημόνια.
Δεν ανήκω σ’ αυτούς που υιοθετούν εύκολα
θεωρίες συνωμοσίας. Ωστόσο, δεν μπορώ να μην παρατηρήσω ότι η πρόσφατη ελληνική
ιστορία-η νεώτερη και σύγχρονη - οργανώνεται από στιγμές ισχυρής κοινωνικής,
πολιτικής και εθνικής έντασης. Τέτοια σημεία ήταν η εδαφική ολοκλήρωση του
νεοελληνικού κράτους στους Βαλκανικούς πολέμους(1912-13, Ήπειρος, Μακεδονία)
και τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο(Θράκη, 1919). Ένα άλλο σημείο ήταν οι διαδηλώσεις
για το κυπριακό που οδήγησαν στη δημιουργία του ανεξάρτητου κυπριακού κράτους,
καθώς και το Πολυτεχνείο ως κορύφωση της αντιχουντικής δράσης των φοιτητών που
στο πολυτεχνείο συναντιούνται με άλλα κοινωνικά στρώματα. Αν πλησιάσουμε πιο
κοντά στα γεγονότα, θα διαπιστώσουμε ότι η έξαρση συνοδεύεται από βαθμιαία ή
απότομη απομάκρυνση από τους οραματισμούς που τροφοδότησαν την έξαρση. Η
εδαφική ολοκλήρωση του νεοελληνικού κράτους συνοδεύεται από την Μικρασιατική
πληγή, που προκάλεσε μιαν ανείπωτη εθνική τραγωδία αλλά και μικρές
οικογενειακές και προσωπικές οδύσσειες. Η συσπείρωση για την Κύπρο οδήγησε στην
χούντα και στην εγκληματική πολιτική της που άνοιξε την πόρτα στην εισβολή, ενώ
ο όμορφος αγώνας των φοιτητών για μια καλύτερη κοινωνία διαστρεβλώθηκε από
πολιτική ιδιοτέλεια αλλά και απομείωση του ηθικού κεφαλαίου της ελληνικής
κοινωνίας, που έχασε το έρμα της.
Η Πέπη Ρηγοπούλου νιώθει συντετριμμένη
από τη διαπίστωση αυτή. Είναι μια διανοούμενη που δεν κεφαλαιοποίησε τη
συμμετοχή της. Νιώθει ανυπεράσπιστη απέναντι στα ιοβόλα ερωτήματα της κόρης της
Ιόλης, που κουβαλάει την απονήρευτη και καθαρή ματιά των νέων, που δεν
σκιάζεται από ιδιοτέλειες. «Μα γιατί λένε ότι είσαι ανάπηρη; Αφού εσύ δεν
είσαι». Άντε τώρα, τι
να πεις σ’ ένα παιδί. Κατανοώ την αμηχανία της Ρηγοπούλου ακούγοντας της
ερώτηση της Ιόλης. Το ίδιο αμήχανα ένιωσα κι εγώ, όταν κάποιοι φίλοι που τους
μίλησα για την παρουσίαση του βιβλίου, «μα ζει αυτή;» αναρωτήθηκαν. Μ’ έσωσε η
μετατόπιση της απάντησης σ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο. Αυτό κάνει και η συγγραφέας ,
αναφερόμενα στα κίνητρα που την
παρακίνησαν για να γράψει το συγκεκριμένο βιβλίο. Δεν γράφει για να μιλήσει για
την προσωπική της περιπέτεια, ούτε για τις οικογενειακές μνήμες ή από νοσταλγία
για κάποια οικεία πρόσωπα. Γράφει,
σημειώνει η ίδια(σ.47), «γιατί εγώ και άλλοι άνθρωποι ψάχνουμε να απαντήσουμε
σ’ αυτό το κατηγορητήριο ενάντια στη Μεταπολίτευση και το Πολυτεχνείο.
Οπωσδήποτε και για προσωπικούς λόγους. Για να αντισταθούμε σ’ αυτό το κύμα
διάλυσης της μνήμης που χτυπάει τον άνθρωπο κατ’ ευθείαν στην ηθική και την
φυσική ραχοκοκαλιά(…)Τώρα που-τουλάχιστον για την ώρα-τα μνημόνια και τα Μίντια
παίζουν τον ρόλο των τεθωρακισμένων κα που οι θάνατοι δεν έρχονται από τις
ερπύστριες και τις σφαίρες των χουντικών «που έχασαν την ψυχραιμία τους», αλλά
από τον εξευτελισμό του ανθρώπου που τον λιώνουν τα διαμαρτυρημένα γραμμάτια».
Η Ρηγοπούλου, λοιπόν, δεν γράφει για να
εκθέσει τις προσωπικές της περιπέτειες. Γράφει, γιατί έχει αυξημένη αίσθηση
καθήκοντος απέναντι στο παρελθόν και το μέλλον της χώρας. Γράφει, γιατί θέλει
ν’ αντισταθεί στην προσπάθεια που έγινε τα τελευταία χρόνια να ακρωτηριαστούν
τα σύμβολα της ιστορίας, ακόμη κι όταν πονάνε.
Η προσωπική της περιπέτεια , ιδίως μετά την εισβολή του τανκ στο Πολυτεχνείο και
τα πολλαπλά τραύματα που της προκάλεσαν , γίνεται το υφάδι για να
μετασχηματίσει το προσωπικό της βίωμα σε συλλογικό. Η εξιστόρηση των παθών της
μετά τα γεγονότα στο πολυτεχνείο
χρησιμοποιούνται ως αφορμή για να μιλήσει για την εξέγερση που κατέληξε
στην επιβολή της ακραίας στρατοκρατικής άποψης, η οποία ευθύνεται για όσα
συνέβησαν στην Κύπρο το καλοκαίρι του 1974. Τολμώ δε να ισχυριστώ πως η
εκτεταμένη αφήγηση των περιπετειών της στον θάλαμο ανανήψεως, στα χειρουργεία
και τοα νοσοκομεία είναι μια υποδειγματική ιατρική αυτό-εθνογραφία. Η επιμονή
στις ψυχολογικές διακυμάνσεις, στις λεπτομέρειες των τραυμάτων της γίνεται η
αφορμή να μετακινείται από το προσωπικό στο συλλογικό και τ’ αντίστροφο. Αναμφίβολα,
ο ιστορητής δεν μπορεί να βγάλει την προσωπική διάσταση έξω από μια αφήγηση,
ιδίως όταν αυτή δεν προέρχεται από μια κληρονομημένη ή εκμαθημένη πολιτισμική
εμπειρία, αλλά υφαίνεται με τη δική του ζωή, τα συναισθήματα, την βιολογική και
πολιτική του οντότητα. Δεν μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση η Ρηγοπούλου, όταν
αναφέρεται στο Πολυτεχνείο. Ωστόσο, η αυτοεθνογραφία της υγείας της γίνεται
πολιτισμική και πολιτική εθνογραφία των όσων συνέβησαν στις κρίσιμες εκείνες
ημέρες. Ανασύρει από την αφάνεια πρόσωπα που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο για
τη διάσωση πολλών αγωνιστών, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Αιφνιδιάστηκα
διαβάζοντας για τη δράση πολλών τέτοιων συμπολιτών μας, οι οποίοι δεν
εξαργύρωσαν την πραγματική ή θρυλούμενη παρουσία τους στο Πολυτεχνείο. Τα
πρόσωπα αυτά συγκροτούν την πινακοθήκη των λαϊκών ηρώων που διατρέχει την
ελληνική ιστορία. Είναι δε εξαιρετικά επιτυχημένος, και σε συμβολικό επίπεδο, ο
τρόπος που ανοίγουν την πόρτα του βιβλίου, άρα και της σύγχρονης ιστορίας,
κάποια από τα πρόσωπα(γιατροί, νοσοκόμες, τραυματιοφορείς, οικοδόμοι) που
έσωσαν τη ζωή της Ρηγοπούλου, αλλά και την ψυχή του πολιτισμού μας. Ο εκδότης,
ή και η συγγραφέας, επιλέγει να βάλει στην άκρη της σελίδας, δίπλα από το
κείμενο της Ρηγοπούλου, τις αφηγήσεις κάποιων από τα συγκεκριμένα πρόσωπα. Με
τον τρόπο αυτό η συγγραφέας τραβάει από το χέρι αυτές τις λαϊκές προσωπικότητες
αναγκάζοντάς τους να εμφανιστούν στην κεντρική σκηνή της αφήγησης. Είναι γιατί
έχει ακόμη την ανάγκη της ψυχολογικής υποστήριξής τους; Ίσως γιατί η συγγραφέας
έχει υποστεί κορεσμό από την μετάλλαξη πολλών από εκείνους που ρευστοποίησαν τη
συμμετοχή τους και ψάχνει στο παρελθόν τις φωνές εκείνες που προτίμησαν να
σιωπήσουν.
Είναι αυτό το πολιτισμικό κεφάλαιο που
συνδέει το τελευταίο μέρος του βιβλίου με τα προηγούμενα. Και στα πρώτα
κεφάλαια η συγγραφέας χρησιμοποιεί ως αφετηρία την οικογένειά της. Στην
Μικρασία, το Σεβδίκιοϊ και τα Βουρλά, τους τόπους μαρτυρίου των παππούδων και
των γιαγιάδων της. Εκεί που είδαν να γυρίζει τούμπα η ζωή τους παίρνοντας το
δρόμο της προσφυγιάς κι αφήνοντας πίσω δάκρυα, αίμα, αγνοούμενους,
θρυμματισμένα όνειρα. Κουρνιάζουν στην Αθήνα κι εκεί φτιάχνουν από την αρχή τη
ζωή τους. Στην καθημερινότητά τους, αλλά και στη σχόλη, η μνήμη τους
λαγοκοιμιέται, δεν μπορούν όμως να ξεχάσουν-και πώς μπορεί να γίνει αυτό; Η
σκηνή με την ακρόαση των ανακοινώσεων του Ερυθρού Σταυρού είναι ένας κοινός
τόπος για τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίας, τότε που οι πρόσφυγες αλλά και
όλη η χώρα προσπαθούσε να ανασυνταχθεί, να
βρει τα χαμένα μέλη της και να συνεχίσει. Όμως, η ελπίδα σβήνει, η
γιαγιά πλέον έχει αραιώσει τις ανακοινώσεις ώσπου αποσύρονται. Η οικογένεια,
πλέον, γυρίζει πλήρως το κεφάλι στην καινούργια της ζωή. Ο Στέλιος και η
Φωτεινή παντρεύονται, η προσαρμογή στον νέο τόπο είναι η πρώτη επιλογή.
Όμως, θα ήταν λάθος αν θεωρούσαμε την
εξιστόρηση των οικογενειακών περιπετειών ως μια προσπάθεια της συγγραφέα να
καταγράψει τις οικογενειακές της μνήμες, να αναστήσει, έστω και αφηγηματικά, τα
πρόσωπα της οικογενειακής της πινακοθήκης. Ασφαλώς, όπως και στα γεγονότα του
Πολυτεχνείου, η Ρηγοπούλου δεν ανήκει στην κατηγορία εκείνων που χρησιμοποιούν
τα οικεία βιώματα για να γίνει λογοτέχνης. Δεν το έχει ανάγκη. Σκάβει μέσα της,
αντίθετα, γιατί θέλει να μιλήσει για τη σχέση μας με το παρελθόν, για την
ανάγκη να θυμόμαστε τις ιστορικές μας περιπέτειες, σε μια εποχή που εύκολα
ξεχνάει, που θεωρεί τη μνήμη βάρος και που αναγορεύει τη μετανεωτερικότητα των
συλλογικών αισθημάτων μας σε πρόταγμα της νέας εποχής.
Αυτό είναι το χέρι που έσπρωξε τη
συγγραφέα να γράψει το βιβλίο της. Θυμάται το παρελθόν, τη γιαγιά της να υποχωρεί
στην απαίτησή τους «πες μας, γιαγιά την ιστορία σου». Η φαντασία τους
τροφοδοντούταν από οικεία πρόσωπα που μιλούσαν για τους εαυτούς τους. Σ’ αυτές
τις φωνές χρωστάει τη μνήμη. Είναι η γιαγιά της και η ανάγκη να πει την ιστορία
της στις νέες γενιές που την παρακινούν να ξεπεράσει τα διλήμματά της. «Το
τραύμα καλύτερα να μην το γράφεις. Κακοφορμίζει. Παράτα το κείμενο αυτό. Μην το
τελειώσεις. Γιατί αν το τελειώσεις, δεν ξέρεις τι μπορεί να μπορεί να συμβεί. Η
ανάμνηση σκοτώνει», τη συμβουλεύει η Ελένη. Ευτυχώς που δεν την άκουσε, που
ξεπέρασε τις παλινωδίες της. «Η λήθη αυτών των καταστάσεων, η λήθη δηλαδή ενός
κομματιού της ζωής μου, η τελεσίδικη αυτή λήθη με κάνει αμήχανη», γράφει η
ίδια.
Ευτυχώς, η συγγραφέας ξεπέρασε τις
ταλαντώσεις της. Ίσως πρέπει να ευχαριστήσουμε τη γιαγιά της Καλλιόπη. Ίσως
πρέπει να θυμήθηκε τον τρόπο που έζησε τις τελευταίες στιγμές της μάνας της
Φωτεινής αλλά και τον τρόπο που συμφιλιώθηκε με την πληγή. Επέλεξε να την πενθήσει.
Πενθώ σημαίνει θυμούμαι, άρα συμφιλιώνομαι με τις πυορροούσες πληγές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου