Εβδομο μυθιστόρημα του Ιταλού φιλοσόφου της γλώσσας και θεωρητικού Ουμπέρτο Εκο, που συνήθως μας επισκέπτεται σε τακτά διαστήματα με νέες μυθιστορηματικές συνθέσεις. Μετά το ώριμο σε ηλικία μυθοπλαστικό του ντεμπούτο με το ανεπανάληπτο (τόσο για την αναγνωστική ανταπόκριση όσο και την επίδρασή του στην εξέλιξη του είδους) μεσαιωνικό αστυνομικό μυθιστόρημα «Το όνομα του Ρόδου» (1980), ακολούθησαν η εξερεύνηση της παρανοϊκής ερμηνείας στο «Εκκρεμές του Φουκώ» (1988), η ανασύσταση της εποχής τού μπαρόκ στο «Νησί της προηγούμενης ημέρας» (1994), η επιστροφή στους μεσαιωνικούς θρύλους στο «Μπαουντολίνο» (2000), το καλυμμένα αυτοβιογραφικό «Η μυστηριώδης φλόγα της βασίλισσας Λοάνα» (2004), ο 19ος αιώνας των «Πρωτοκόλλων των σοφών της Σιών» στο «Κοιμητήριο της Πράγας» (2010), και τώρα το σχεδόν σύγχρονο «Φύλλο μηδέν» (2014). Κοινό υπόβαθρο όλων των «διπλά κωδικοποιημένων» (φιλική και προσπελάσιμη κειμενική επιφάνεια, πολύσημο, όχι όμως δυσερμήνευτο, βάθος), αυτοαναφορικών και επίμαχα λογοκλόπων μυθοπλαστικών εγχειρημάτων του Εκο, η αναπόδραστη παλίμψηστη φύση όλης της λογοτεχνίας.
Συμβαίνει συχνά οι μυθιστορηματικές απόπειρες των θεωρητικών που στρέφονται στη μυθοπλασία να αντανακλούν τις θεωρητικές τους αναζητήσεις. Εφαρμοσμένη θεωρία; Ή, όπως λέει ο Εκο, κίνηση που υπαγορεύεται από τη θέση «ότι αυτό που δεν μπορούμε να το θεωρητικοποιήσουμε, πρέπει να το αφηγηθούμε»;
Στην περίπτωση του Εκο, το πρώτο του μυθιστόρημα θα μπορούσε να διαβαστεί στο φως των αρχικών αναζητήσεων στη σημειωτική και το δεύτερο στο πλαίσιο των απόψεών του για την ερμηνεία, την υπερερμηνεία και την απεριόριστη σημείωση, παρά τις δηλώσεις του ίδιου ότι γράφτηκε απλώς για να αποδείξει στους σκεπτικιστές ότι ήταν ικανός για το δεύτερο βήμα. Οσο για το επόμενο, ο ίδιος σημειώνει ότι «το να γράψεις ένα τρίτο μυθιστόρημα» είναι «σαν να έχεις γράψει τριάντα και δεν έχει πλέον καμιά σημασία». Και πράγματι από το «Νησί της προηγούμενης μέρας» τα πράγματα περιπλέκονται, η αντιστοίχηση με τις θεωρητικές αναζητήσεις του γίνεται δύσκολη και η δεσπόζουσα θεματική αλληλοεπικαλύπτεται.
Με τον ίδιο τρόπο το «Φύλλο μηδέν» από τη μια φαίνεται να συμβαδίζει με την προβληματική της τελευταίας συλλογής δοκιμίων («Κατασκευάζοντας τον εχθρό», Ψυχογιός, 2011), από την άλλη επιστρέφει στα αρχικά ενδιαφέροντα του συγγραφέα για τη θεωρία και την ιδεολογία των ΜΜΕ, αναπαράγει παλιά δημοσιογραφικά κείμενά του (κυρίως από το «Πώς να διαψεύδετε μια διάψευση και άλλες οδηγίες χρήσεως», Γνώση 2001) και ξαναπιάνει το νήμα από το «Εκκρεμές του Φουκώ». Ηδη το μότο «Only connect!» (από το «Χάουαρντς Εντ» του Ε. Μ. Φόρστερ) αντικατοπτρίζει το αντίστοιχο «πιστεύω» ότι όλα συνδέονται («tout se tient») της ομάδας των δημοσιογράφων και εκδοτών οι οποίοι εμπλέκονται στα δίχτυα ενός «Παγκόσμιου Μυστικού Σχεδίου» που οι ίδιοι επινόησαν. Ετσι και εδώ! Ισως γιατί μόνο μια σχεδόν «παρανοϊκή» οπτική (θα έλεγε ο Τζέιμσον) μας επιτρέπει να «διαβάσουμε» τον κόσμο και τους εαυτούς μας.
Κατά τα άλλα ο γνωστός Εκο, σε ακόμη ένα ταξίδι στην υπερ-πραγματικότητα της ζωής και της Ιστορίας, ξεκινάει με αναφορές στον Πόε και τη δύναμη της επαγωγικής σκέψης και, κινούμενος διαρκώς μεταξύ ψεύδους και ειρωνείας, καταλήγει στην αχανή ερμηνευτική πολυσημία.
Ενας κροίσος του Τύπου, θέλοντας να εκβιάσει τους χρηματοοικονομικούς κύκλους, σχεδιάζει μια περίεργη εφημερίδα, το «Αύριο». Μια ετερόκλητη συντακτική ομάδα δευτεροκλασάτων δημοσιογράφων καλείται να δημιουργήσει δοκιμαστικά «φύλλα μηδέν». Δεν τους ενδιαφέρει η πραγματική πληροφόρηση. Διψούν για λάσπη, κιτρινισμό και ψευδοϊστορίες. Προσπαθούν να φανταστούν το αύριο (εξ ου το όνομα της εφημερίδας) και κάνουν προβλέψεις, αν και στην πραγματικότητα, δουλεύοντας πειραματικά με τα «γεγονότα» της προηγούμενης χρονιάς, απλώς εξιστορούν όσα θα επαληθευτούν αργότερα! Σκοπός τους, ο καθησυχασμός του αναγνώστη, η ειδησεογραφική ανακύκλωση, η μετάδοση υπαινιγμών και υποψιών, το «να βγάλουν είδηση από μια μη είδηση», αφήνοντας «την αγανάκτηση για τις εφημερίδες της Αριστεράς». Και το παιχνίδι αρχίζει.
Ενας αποτυχημένος αφανής συγγραφέας (ο αφηγητής), ένας αστυνομικός συντάκτης, ένας ειδικός σε γρίφους και παίγνια, ένας καλυμμένος μυστικός πράκτορας, μια σχεδόν αυτιστική πιτσιρίκα κι ανάμεσά τους ένας παρανοϊκός συντάκτης σε «άγρα συνωμοσιών». Δεν γράφει μυθιστόρημα, απλώς ανασυνθέτει τα ιστορικά γεγονότα και καταφέρνει –συνδυάζοντας τα ασυνδύαστα– να συλλάβει, «σαν σε μυθιστόρημα επιφυλλίδας», την ιταλική ιστορία των τελευταίων πενήντα χρόνων ως ενιαία ιστορία, όπου δεσπόζει «μία και μόνη εικονική μορφή, που έμοιαζε να ρυθμίζει την κίνηση από το μπαλκόνι του Παλάτσο Βενέτσια»! Ο Μουσολίνι δεν έχει πεθάνει (στη θέση του εκτελέστηκε ένας σωσίας του!), αντίθετα, η σκιά του διακρίνεται πίσω από όλη τη «μυστική» μεταπολεμική ιστορία, όπου πρωτοστατούν η δεξιά «επιχείρηση Gladio» (στα καθ’ ημάς η «Κόκκινη προβιά»), μασονικές στοές και κύκλοι του Βατικανού, η CIA και το ΝΑΤΟ, οι Ερυθρές Ταξιαρχίες και τα σχέδια αποσταθεροποίησης της Ιταλίας με πραξικοπήματα σαν αυτό που διακωμώδησε στο «Θέλουμε τους Κολονέλους» (1973) ο Μονιτσέλι! Τι θα συμβεί όταν ο εμπνευστής και μοναδικός ώς τώρα κάτοχος της «αλήθειας» κοινοποιήσει την «πρωτότυπη» σύλληψή του για το υπέρτατο μυστικό σχέδιο; Τι συμβαίνει όταν ένα επίσημο ντοκιμαντέρ του BBC («Operation Gladio», 1992) «επιβεβαιώνει» την «αλήθεια» των ισχυρισμών του; Μήπως λοιπόν «η πραγματικότητα ξεπερνάει κάθε φαντασία»;
Και πάλι, όπως συμβαίνει σε όλα τα βιβλία του Εκο, όλα είναι αληθινά και μπορούν να επιβεβαιωθούν στην «Εγκυκλοπαίδεια» ή έστω στο google, εκτός φυσικά από τα ίδια τα μυθιστορηματικά πρόσωπα. Να σημειώσω, τέλος, τη μικρή έκταση του μυθιστορήματος, το οποίο για τα δεδομένα του Εκο μάλλον είναι νουβέλα! -Οπως κι αν έχει, το έβδομο μυθιστόρημα του Ιταλού διανοούμενου (ο οποίος, παρεμπιπτόντως, δεν έχει προταθεί ποτέ για Νόμπελ) κυκλοφορεί σε ανάγλυφη μετάφραση της συνήθους ύποπτης Εφης Καλλιφατίδη, από τις εκδόσεις Ψυχογιός, λίγους μόνο μήνες μετά την ιταλική έκδοση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου