Για τα βιβλία του Γιάννη Χαμηλάκη έχουμε γράψει αρκετές φορές στα «Ενθέματα». Όχι επειδή είναι καλός φίλος και συνεργάτης, αλλά επειδή η σκέψη του, τα ερωτήματά του, η προσέγγισή του μας κινητοποιούν και μας ερεθίζουν. Η νέα μελέτη του Η Αρχαιολογία και οι αισθήσεις. Βίωμα, μνήμη και συν-κίνηση, μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά, σε μετάφραση Νίκου Κούρκουλου, από τις εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου. Παρουσιάζεται την Τετάρτη 3 Ιουνίου, στις 8.30 μ.μ. στον κήπο του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων (Ερμού 134-136, Θησείο). Θα μιλήσουν: Ελεάνα Γιαλούρη, Δημήτρης Πλάντζος, Νάντια Σερεμετάκη, Γιώργος Τζιρζιλάκης, ο Πάνος Χαραλάμπους και o συγγραφέας, με συντονίστρια την Όλγα Σακαλή. Δημοσιεύουμε, στη συνέχεια, αποσπάσματα από τον Πρόλογο.
Του Γιάννη Χαμηλάκη
Μια γλωσσική έκφραση που με είχε εντυπωσιάσει, όταν ήμουν παιδί στην Ελλάδα της δεκαετίας του '70, ήταν ο υποτιμητικός όρος για έναν άνθρωπο που είναι απότομος, που του λείπει η συν-κινητικότητα κι ο οποίος αδιαφορεί εμφανώς για τα αισθήματα των άλλων, όντας εγωιστής κι εγωκεντρικός. Η λέξη αυτή είναι «αναίσθητος». […] Στον πυρήνα της, τούτη η έκφραση φανερώνει τόσο τη θεμελιακή σπουδαιότητα των πολλαπλών αισθήσεων για την ανθρώπινη κοινωνικότητα όσο και τον κρίσιμο δεσμό ανάμεσα στις σωματικές αισθήσεις και τη συν-κινητική και συναισθηματική αλληλεπίδραση, υποδηλώνοντας ότι εκείνος που είναι ανίκανος για αισθητηριακά συν-κινητική επικοινωνία είναι, κατά μία έννοια, ανάπηρος.
Η αρχαιολογία, έως τώρα, έχει κατασκευάσει κυρίως ανθρώπους που είναι αναίσθητοι -- όχι απλώς ανθρώπους δίχως πρόσωπο (για να θυμηθούμε την αξιομνημόνευτη φράση της Ruth Tringham, ), αλλά επίσης χωρίς αισθητά και αισθητηριακά ικανά σώματα. Είναι αλήθεια ότι δεν μπορούμε να πούμε, για παράδειγμα, αν η λεία ή τραχιά επιφάνεια ενός αγγείου έδινε, στο άγγιγμα, την ίδια αίσθηση σε ένα νεολιθικό άνθρωπο όπως σ' έναν ερευνητή ή επισκέπτη μουσείου σήμερα – και από μερικές απόψεις, δεν έχει σημασία που δεν μπορούμε. Είναι όμως σημαντικό το ότι, μέσα στο ίδιο πλαίσιο, μερικά δοχεία έχουν λείες επιφάνειες και μερικά τραχιές, και ότι μπορούμε να πούμε ότι το αισθητηριακό αποτέλεσμα θα ήταν διαφορετικό. Είναι επίσης σημαντικό να εξερευνήσουμε πώς τα περιεχόμενα αυτού του αγγείου, είτε τροφή είτε ποτό ή άλλες ουσίες, γεννούσαν διακριτά αισθητηριακά αποτελέσματα και επέτρεπαν να αναδυθούν συνθήκες συμποσιακότητας και συν-κινητικότητας. Η ανίχνευση αυτών των διαφορετικών αισθητηριακών και συν-κινητικών δυνατοτήτων, καθώς και των κοινωνικών τους νοημάτων και των πολιτικών τους αποτελεσμάτων, όπως βιώθηκαν από διαφορετικούς ανθρώπους, διαφορετικά φύλα, διαφορετικές κοινωνικές ομάδες, είναι βασικό καθήκον για την αρχαιολογία των αισθήσεων. […]
Σε τούτο το βιβλίο υποδεικνύω ότι υπάρχει μια θεμελιακή παραδοξότητα στην καρδιά της νεωτερικής αρχαιολογίας: από τη μία, λόγω της ιδιαίτερης γενεαλογίας και ιστορίας της, έχει κατασκευαστεί σαν ένας μηχανισμός της νεωτερικότητας που στηρίζεται κυρίως στην αίσθηση της αυτόνομης και ασώματης όρασης. Από την άλλη, η στάση αυτή υπονομεύεται διαρκώς από την έντονα υλική, ενσώματη αλληλεπίδραση με πράγματα και περιβάλλοντα. Ακριβώς αυτή η ένταση προσφέρει ένα άνοιγμα για την εξερεύνηση που θα επιχειρήσω σε τούτο το βιβλίο. Αυτή η ιστορική θεώρηση της αρχαιολογίας, όπως και μια αναγνώριση και αποτίμηση των αισθησιακών ιδιοτήτων της ύλης, των πραγμάτων, μαζί με ένα αυξανόμενο corpus εργασιών στη φιλοσοφία, την ανθρωπολογία, την ιστορία, την ανθρωπογεωγραφία και την κοινωνική θεωρία, μπορούν να μας βοηθήσουν να αναπτύξουμε μια πολυαισθητηριακή αρχαιολογία και να επανορίσουμε την όραση σαν μια αντιληπτική τροπικότητα στενά συνυφασμένη και διαπλεγμένη, συναισθητικά και βιωματικά, με όλες τις άλλες αισθήσεις μάλλον παρά σαν ένα αυτόνομο πεδίο. Ένα τέτοιο εγχείρημα δεν αφορά απλώς μια αποκατάσταση της ισορροπίας, μια ένταξη των άλλων αισθητηριακών τροπικοτήτων σε ένα πρωταρχικά οπτικό πεδίο. Είναι μάλλον ένα σχέδιο για να προκύψει μια νέα θεώρηση (που θα γεννήσει επίσης μια νέα πρακτική) της συνύφανσης μεταξύ υλικότητας και ανθρώπινης αισθητηριακής και αισθητής δράσης και εμπειρίας. Αναπόφευκτα, είναι επίσης ένα πολιτικό σχέδιο, όχι μόνο σε ό,τι αφορά την προβολή περιθωριοποιημένων αισθητηριακών καθεστώτων και εναλλακτικών νεωτερικών αρχαιολογιών, ή την κατάλυση εκείνου που ονόμασε ο Feldman το «τεράστιο και μυστικό μουσείο της ιστορικής και αισθητηριακής απουσίας», αλλά και σε ό,τι αφορά τη δυνατότητα, μέσα από την εξερεύνηση της παρελθοντικής και παροντικής αισθητηριακής διαφορετικότητας, του σχηματισμού νέων διασωματικών κοινωνικοτήτων. […]
Η βιωματική μου αντίληψη του κόσμου, της αρχαιολογίας συμπεριλαμβανομένης, διαμορφώνεται από τις δικές μου σωματικές και αισθητηριακές μνήμες, επομένως η αποκωδικοποίηση της δικής μου αισθητηριακής στρωματογραφίας θα τροφοδοτήσει τις στοχαστικές μου προσπάθειες που θα διασκορπιστούν στις σελίδες του βιβλίου. Αντί, όμως, να ξεκινήσω το βιβλίο αυτό με κάποια μακροσκελή διανοητική παρέκβαση, σκοπεύω να παρεμβάλω κάποιες γενεαλογικές βινιέτες σε όλη του την έκταση, όπως αναδύονται ξαφνικά κι απροσδόκητα, σχεδόν με ακούσιο τρόπο, στη διάρκεια της φαινομενικά ακαδημαϊκής μου εξερεύνησης. Αυτές οι αυτοβιογραφικές βινιέτες θα διακρίνονται από το υπόλοιπο κείμενο με πλάγια γράμματα. Σταδιακά, ωστόσο, θα τις αναμείξω με την πιο συμβατική ακαδημαϊκή αφήγηση: είναι πεποίθησή μου ότι η ακαδημαϊκή γραφή πρέπει να γίνει περισσότερο επικλητική, αναμειγνύοντας επιστημονικούς λόγους με μνημονικές και αυτοβιογραφικές αναφορές.
Σαν αφετηρία, αρκεί να πω ότι, όντας λευκός άντρας που πλησιάζει τα πενήντα, η ενσώματη και αισθητηριακή μου προσωπικότητα διαμορφώθηκε από την ανατροφή μου στην Ελλάδα, συμμετέχοντας επομένως σε ποικίλες μεσογειακές νεωτερικότητες, αποτέλεσμα πολλαπλών και συχνά εθνοτικά, θρησκευτικά και πολιτισμικά ποικίλων υλικών και απτικών, οσφρητικών, ακουστικών και γαστρονομικών παρελθόντων: της οθωμανικής κληρονομιάς, του εθνικού και ομογενοποιητικού νεοελληνικού φαντασιακού, της ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης (λιβάνι, ψαλμοί, Θεία Κοινωνία), των πάντα χειροπιαστών αναφορών σε άλλα παρελθόντα, από το βενετικό ως το ιταλικό, των ποικίλων και πανταχού παρόντων υλικών αναμνήσεων, που εκτείνονται από τις «μινωικές» αρχαιότητες ως τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Ελληνικό Εμφύλιο, και τις αντηχήσεις τους στο παρόν. Επίσης, πέρασα το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής μου σε δυτικές χώρες εκτός Ελλάδας, κυρίως στο Ηνωμένο Βασίλειο και τις Ηνωμένες Πολιτείες, κάτι που με υποχρέωσε να βρίσκομαι σε διαρκή εγρήγορση ως προς τη διαφορετικότητα των αισθητηριακών τρόπων στο εσωτερικό της Δύσης και να ενεργώ σαν ντεφάκτο εθνογράφος, όντας insider-outsider και συμμετοχικός «παρατηρητής» στα περιβάλλοντα στα οποία βρισκόμουν. Και κάτι ακόμα, το οποίο είναι ουσιαστικό για την κατανόηση της προοπτικής που υιοθετείται σε τούτο το βιβλίο: αντίθετα με πολλούς ή όλους τους άλλους αρχαιολόγους που προσέγγισαν το θέμα των σωματικών αισθήσεων, δεν έφτασα στη συζήτηση περί αισθήσεων περνώντας μέσα από τη μελέτη σωματικών αναπαραστάσεων (τοιχογραφιών, ειδωλίων ή αγαλμάτων) ούτε μέσα από τη μελέτη τοπίων και μεγαλιθικών μνημείων -- οσοδήποτε σημαντικές κι ας είναι αυτές οι κατηγορίες δεδομένων. Οδηγήθηκα στην αισθητηριακή εμπειρία και στο συν-κινητικό της φορτίο μελετώντας πρακτικές κατανάλωσης τροφής και ομοσιτικά συμβάντα, με άλλα λόγια μέσα από ενσώματες κοινωνικές πρακτικές, και μέσα από εκείνες που ο κυρίαρχος δυτικός κανόνας είχε ονομάσει οι «κατώτερες» αισθήσεις της γεύσης και της όσφρησης. Όσο για τις έως τώρα αρχαιολογικές μου συναντήσεις, πέρα από συμβατική αρχαιολογική εργασία, έχω πραγματοποιήσει συστηματική εθνογραφική έρευνα καθώς και αρχειακή έρευνα και εξερεύνηση της κοινωνικής και πολιτικής λειτουργίας του αρχαιολογικού φαινομένου στις ποικίλες εκφάνσεις του. Οι αναγνώστες θα μπορέσουν να νιώσουν και να αισθανθούν τα αποτελέσματα αυτής της διακριτής τροχιάς σε όλη την έκταση του βιβλίου.
Αντί να μεταχειριστώ τις αισθήσεις σαν ένα τομέα δομημένο από μεμονωμένα εξωτερικά ερεθίσματα τα οποία επεξεργάζεται εσωτερικά το σώμα, υιοθετώ μια προσέγγιση που απορρίπτει το μοντέλο εξωτερικότητας/εσωτερικότητας και αντιμετωπίζει τις αισθήσεις σαν κάτι που συγκροτεί ένα ενιαίο πεδίο, το αισθητηριακό πεδίο, ενώ ταυτόχρονα συγκροτείται από αυτό. Η αισθητηριακή αντίληψη και εμπειρία, τα υλικά, τα ανθρώπινα και τα μη ανθρώπινα πλάσματα που έχουν την ικανότητα να αισθάνονται, το ευρύτερα προσδιορισμένο περιβάλλον και η κοινωνική μνήμη είναι τα σημαντικά συστατικά στοιχεία του πεδίου αυτού. Η μονάδα ανάλυσης μετατοπίζεται επομένως από την ατομική αισθητηριακή συνδιαλλαγή, ή και από το ανθρώπινο άτομο, προς ένα διασωματικό αισθητηριακό τοπίο. Δεν πρόκειται για μια στατική οντότητα της ανάλυσης αλλά για ένα σχεσιακό πλαίσιο ή μάλλον, σύμφωνα με τον Lefebvre και τον Ingold, ένα πλέγμα που εμψυχώνεται από κίνηση, ροές, κιναισθητικές αλληλεπιδράσεις, ουσίες σε κυκλοφορία -- με άλλα λόγια, από ζωή.