Μία σύγχρονη, συνθετική και καινοτόμα προσέγγιση στο μεγάλο ταμπού της νεοελληνικής ιστορίας
Ο εμφύλιος πόλεμος με τους δεκάδες χιλιάδες νεκρούς στα πεδία των μαχών, τις εκτελέσεις πολιτικών κρατουμένων, τους εκατοντάδες χιλιάδες εσωτερικούς πρόσφυγες αποτέλεσε μια κατεξοχήν τραυματική εμπειρία, που διαίρεσε βαθιά την ελληνική κοινωνία, για δεκαετίες, σε νικητές και ηττημένους. Αυτή η διαίρεση επηρέασε την επιστημονική και τη δημόσια συζήτηση, οι οποίες περιστράφηκαν γύρω από το ερώτημα «ποιος φταίει», επιδιώκοντας να αποδώσουν την ευθύνη για την πρόκληση του εμφυλίου στον έναν από τους δύο αντιπάλους.
Το βιβλίο θέτει ένα διαφορετικό ερώτημα: τι ήταν ο ελληνικός εμφύλιος; Ο πόλεμος αυτός δεν ήταν προειλημμένη απόφαση κάποιας από τις δύο πλευρές αλλά αποτέλεσμα μιας σύνθετης διαδικασίας. Ξεκινώντας από την εκρηκτική κατάσταση που είχε δημιουργηθεί στην Ελλάδα μετά την Κατοχή, ο συγγραφέας εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο η πολιτική πόλωση, μέσα από τη βία και τις διώξεις, μετατράπηκε σταδιακά σε στρατιωτική σύγκρουση. Διερευνά επίσης την αλληλεπίδραση ανάμεσα στην κοινωνία και τους πολιτικούς πρωταγωνιστές, όπως αυτή διαμορφώθηκε από τα νέα δεδομένα που δημιούργησε η σύγκρουση. Τόσο η κυβέρνηση όσο και οι αντάρτες επιδίωξαν να κινητοποιήσουν την κοινωνία στο πλευρό τους και να εξουδετερώσουν τα κοινωνικά ερείσματα του αντιπάλου, ενώ ανάμεσα στις πόλεις και την ύπαιθρο αναπτύχθηκε διαφορετική δυναμική αναφορικά με τον τρόπο και το βαθμό εμπλοκής τους στον πόλεμο.
Το βιβλίο αποτελεί έτσι μια πρωτότυπη συνθετική προσέγγιση του εμφυλίου πολέμου. Εστιάζοντας στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας, υποστηρίζει ότι ο ελληνικός εμφύλιος ήταν μια επανάσταση, έστω κι αν, έτσι όπως εξελίχθηκε, δεν θα μπορούσε να αποβεί νικηφόρα – έστω δηλαδή κι αν, με αυτή την έννοια, ήταν μια αδύνατη επανάσταση.
«Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος είχε βαρύτατες συνέπειες για την ελληνική κοινωνία. Περισσότεροι από 40.000 άνδρες και γυναίκες έχασαν τη ζωή τους στα πεδία των μαχών, περίπου 70.000 μαχητές του ΔΣΕ, διωκόμενοι και παιδιά, κατέφυγαν στις σοσιαλιστικές χώρες κι έγιναν πολιτικοί πρόσφυγες, τουλάχιστον 3.500 πολιτικοί κρατούμενοι εκτελέστηκαν και δεκάδες χιλιάδες άλλοι φυλακίστηκαν ή εξορίστηκαν, σχεδόν 700.000 άτομα έγιναν εσωτερικοί πρόσφυγες στην κορύφωση του πολέμου. Το τραύμα που προκάλεσε ο Εμφύλιος ήταν πολύ βαθύ και διαίρεσε την ελληνική κοινωνία για τις επόμενες γενιές, καθώς οι διακρίσεις και οι διώξεις σε βάρος των ηττημένων συνεχίστηκαν και μετά τη λήξη του πολέμου. Ο ίδιος ο εμφύλιος πόλεμος έγινε θέμα ταμπού και διαστρεβλώθηκε – για αρκετές δεκαετίες η επίσημη ονομασία του ήταν «συμμοριτοπόλεμος». Μόλις το 1989, σαράντα χρόνια μετά τη λήξη του, το ελληνικό κράτος αναγνώρισε επίσημα ότι υπήρξε εμφύλιος πόλεμος και ότι αυτοί που πολέμησαν κατά της κυβέρνησης δεν ήταν κάποιοι «συμμορίτες», αλλά ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας. Από την άλλη πλευρά, η Αριστερά αποσιώπησε την επαναστατική διάσταση του εμφυλίου πολέμου. Η ήττα και οι οδυνηρές συνέπειές της για χιλιάδες ανθρώπους την οδήγησαν στην απώθηση της ιδέας της επανάστασης. Μετά τον Εμφύλιο προσανατολίστηκε σταθερά στην πολιτική νομιμότητα και τον κοινοβουλευτισμό και θέλησε να «ξεχάσει» το επαναστατικό παρελθόν, το οποίο λειτουργούσε απονομιμοποιητικά για την ενσωμάτωσή της στο πολιτικό σύστημα στο παρόν και δεν συνιστούσε προοπτική για το μέλλον. Υποβάθμισε την επαναστατική διάσταση της εαμικής Αντίστασης, προκειμένου να τονίσει τον αγώνα για εθνική απελευθέρωση, ενώ για τον Εμφύλιο επέλεξε να αναδείξει τη μνήμη των θυμάτων της κρατικής βίας και των διώξεων παρά τον αγώνα των μαχητών του ΔΣΕ. Μέχρι σχετικά πρόσφατα, ο μνημονικός τόπος του Εμφυλίου για την Αριστερά δεν ήταν ο Γράμμος, αλλά η Μακρόνησος. . . Το τραύμα του Εμφυλίου που διαιρούσε επί δεκαετίες την ελληνική κοινωνία, δεν την διαιρεί πλέον. Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους που συμμετείχαν σ’ αυτόν δεν ζουν πια, ενώ τα διακυβεύματα, οι συγκυρίες, τα υποκείμενα, η κοινωνία, κοντολογίς έχουν αλλάξει. Ο Εμφύλιος από τραυματικό παρελθόν έχει γίνει ιστορία και άρα το ζητούμενο δεν μπορεί να είναι η καταδίκη ή η δικαίωση των πρωταγωνιστών. Αντί να συζητάμε ποιος φταίει θα πρέπει να διερωτηθούμε τι ήταν ο εμφύλιος πόλεμος, ώστε να μπορέσουμε να συσχετίσουμε τα αίτια με την εξέλιξη που είχε και να διαμορφώσουμε τους όρους για την κατανόησή του.»
Ο Πολυμέρης Βόγλης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1964. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και το Ευρωπαϊκό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο. Είναι αναπληρωτής καθηγητής στο τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Έχει εκδώσει τις μελέτες Η εμπειρία της φυλακής και της εξορίας. Οι πολιτικοί κρατούμενοι στον εμφύλιο πόλεμο (2004) και Η ελληνική κοινωνία στην Κατοχή, 1941-1944 (2010), και έχει συνεπιμεληθεί τους συλλογικούς τόμους Ο πειρασμός της αυτοκρατορίας. Δοκίμια για την αμερικανική κυριαρχία (2006) και Η εποχή των ρήξεων. Η ελληνική κοινωνία στη δεκαετία του 1940 (2012).
|
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου