Κυριακή 14 Ιουνίου 2015

ΕΛΕΝΗ ΜΠΟΥΡΑ*, ΚΩΣΤΑΣ ΣΠΑΘΑΡΑΚΗΣ**,Εχουν διάρκεια οι νεανικές λογοτεχνικές αγάπες;, ΕΦ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ


ΒΙΒΛΙΟ 


ΕΛΕΝΗ ΜΠΟΥΡΑ*, ΚΩΣΤΑΣ ΣΠΑΘΑΡΑΚΗΣ**
ΕΤΙΚΕΤΕΣ:Βιβλιοστάτες
Της ΕΛΕΝΗΣ ΜΠΟΥΡΑ*
H ερώτηση με πάει πίσω στη δεκαετία του ’80. Τι διάβαζα τότε; Ξένους συγγραφείς από το Θεμέλιο, Eλληνες από τον Κέδρο (όπου και ευτύχησα να μαθητεύσω και να δουλέψω 22 ολόκληρα χρόνια). Κοιτάζω αμήχανη τη βιβλιοθήκη. Σταματώ εκεί που ένα ραφάκι έχει όλα τα βιβλία του Γιώργου Ιωάννου. Ανοίγω το «Για ένα φιλότιμο», διαβάζω την τελευταία παράγραφο: «“Για ένα φιλότιμο”, απάντησε ήσυχα. Και κατόπι πρόσθεσε με σημασία: “Εσύ τι ξέρεις απ’ αυτά· εσένα τα γράμματα σ’ έχουνε δαμάσει”».

Και με παίρνει η νύχτα όρθια να κατεβάζω τα βιβλία του και να τα φυλλομετρώ. Κι ύστερα στον καναπέ να διαβάζω. Το ήξερα, πάντα το έλεγα ότι ο Γιώργος Ιωάννου είναι αγαπημένος συγγραφέας. Αλλά τώρα, σήμερα, τι είναι αυτό που με καθηλώνει στα βιβλία του; Η απάντηση είναι γρήγορη, αυτός ο συγγραφέας ξέρει πολύ καλά να λέει ιστορίες και να σε πιάνει απ’ τα μούτρα.

Ο ίδιος έλεγε: «Ανακουφίζομαι γράφοντας σε πρώτο πρόσωπο. Είναι για μένα κάτι σαν ψυχολογική ανάγκη. Ωστόσο τα περισσότερα από αυτά που γράφω δεν είναι βιογραφικά και δεν συνέβησαν ακριβώς έτσι...
Αλλωστε, στα πεζογραφήματά μου υποδύομαι και πολλά πρόσωπα που θα ήθελα να είμαι».

Oλα αυτά τα πρόσωπα της «Πρωτεύουσας των προσφύγων», της Θεσσαλονίκης, ζωντανεύει ο Ιωάννου σε φέτες ζωής και ιστορίας μαζί. Η Βυζαντινή Θεσσαλονίκη, η «Ανατολίτικη», η Προσφυγική, η Θεσσαλονίκη των Εβραίων. Η δικιά του Θεσσαλονίκη. Και στο «Δικό μας Αίμα» πάλι η πόλη του πρωταγωνιστεί. Στη «Σαρκοφάγο» λέει «...και ξανάφυγα απ’ την πόλη αυτή, όπου αναβλύζει, για μένα τουλάχιστον, σαν το μύρο η αγωνία».
Δεν είναι μελαγχολικά τα κείμενά του, έχουν χιούμορ (δεν το συναντάς συχνά στην ελληνική πεζογραφία) και αυτοσαρκασμό «Σίγουρα είμαι για δέσιμο», ή «...την ταλαιπωρημένη όσο και αστεία ύπαρξή μου» (Από τη «Μόνη κληρονομιά»).

Eχει και κάτι άλλο: επειδή όλες του οι ιστορίες είναι μικρές, τις διαβάζεις όποτε θες, όσες θες, τις αφήνεις σχετικά δίπλα σου και σε παρηγορούν όταν η ανάγκη σε οδηγεί εκεί.

Κάποτε είχα μαθητή τον Aκη, 35άρη σήμερα, προσπαθούσα να του κάνω μάθημα έκθεσης, του διάβαζα λοιπόν Γιώργο Ιωάννου και συζητάγαμε. Του άρεσε πολύ, σαν να άκουγε παραμύθια. Σπανιότερα, είχε και καμιά άγνωστη λέξη: «Τι θα πει απόπατος;». Oταν τον συναντάω τα καλοκαίρια, δεινό σέρφερ, έχει πάντα ένα βιβλίο στα χέρια του. Απ’ τον Γιώργο Ιωάννου το
’μαθε το διάβασμα, σκέφτομαι. Κι ας είχε και μερικές άγνωστες λέξεις.
Του ΚΩΣΤΑ ΣΠΑΘΑΡΑΚΗ**
Η αναγνωστική μνήμη είναι σαν μαύρη τρύπα: τα βιβλία που περνούν τον ορίζοντα των αναγνωστικών γεγονότων χάνονται για πάντα, κάνοντας διαρκώς πιο ισχυρό το βαρυτικό πεδίο και έλκοντας ακόμη περισσότερες σελίδες. Μένει μόνο μια φευγαλέα λάμψη: μια πολύ συμπαγής ανάμνηση της συναισθηματικής κατάστασης κατά την ανάγνωση, συνοδευόμενη από την ηχητική μνήμη κάποιων τυχαίων αποσπασμάτων. Αυτή η λάμψη είναι που μας οδηγεί να ξαναδιαβάσουμε – άλλοτε την ξαναβρίσκουμε και άλλοτε όχι.

Υπάρχει λοιπόν η ανάμνηση της αναγνωστικής αμεριμνησίας, μιας εποχής που κανένα εγκόσμιο διαφέρον και καμιά επιβολή του κανόνα δεν υπαγόρευε την επιλογή του βιβλίου. Μόνο μέσα σε μια τέτοια πνευματική ηρεμία μπορεί κανείς να απολαύσει την επιστημονική φαντασία που μετά μανίας διάβαζα ως έφηβος και που και σήμερα καθόλου δεν με απογοητεύει, όποτε την ξαναπιάνω: ο Ασίμοφ, ο Μπράντμπερι, ο Κλαρκ, συνέχιζαν τη μεγάλη παιδική αγάπη για τον Βερν, έτρεφαν το ενδιαφέρον που μου ενστάλαξε ο πατέρας μου για τη φυσική και την κοσμολογία, και ταίριαζαν με το σύμπαν των παιχνιδιών που έπαιζα στον υπολογιστή.

Υπάρχουν όμως και κείμενα από τα οποία δεν μπορούμε να διαφύγουμε. Και συμβαίνει συχνά τέτοια καθοριστικά βιβλία να βρίσκονται σε αντιμαχία μεταξύ τους. Αποφασίζει λοιπόν κάποια στιγμή κανείς ποια αισθητική γραμμή του ταιριάζει, αφήνοντας την άλλη για τη φιλολογική συζήτηση. Η γραμμή που επέλεξε αντικατοπτρίζει κατά κάποιο τρόπο την προτίμησή του, το γούστο του, τη δημόσια εικόνα του. Δεν μπορεί κανείς να αγαπά συγχρόνως και εξίσου τον Λουντέμη και τον Τζόις, τον Κάφκα και τον Καζαντζάκη, ή, ας το αποτολμήσω, τον Σεφέρη και τον Εγγονόπουλο. Τον ένα θα τον βάλει για οδηγό, ενώ τον άλλον θα τον περιφρονήσει.
Η ηχητική μνήμη είναι συχνά ο πιο καλός οδηγός, όταν προσπαθούμε να αναστοχαστούμε τον προσωπικό μας αναγνωστικό κανόνα. Στίχοι, σύντομα αποσπάσματα από περιγραφές, ακόμα και μεμονωμένες λέξεις, βιδώνονται στο κεφάλι μας για πάντα, και γίνονται, συχνά ασυνείδητα, το απόλυτο κριτήριο της αρέσκειας ή της απαρέσκειάς μας. Αν είμαστε τυχεροί, προέρχονται από κάτι πραγματικά σημαντικό. Μια τέτοια φράση, από το Πορτραίτο του καλλιτέχνη του Τζόις, συνάντησα εγώ στην Γ΄ Γυμνασίου, στο βιβλίο των Κειμένων Νεοελληνικής Λογοτεχνίας: «Η Σύγκλητος και ο ρωμαϊκός λαός αποφάσισαν ότι ο Δαίδαλος τιμωρήθηκε άδικα».
* Η κ. Ελένη Μπούρα είναι υπεύθυνη ελληνικής πεζογραφίας στις εκδόσεις Μεταίχμιο.
** Ο κ. Κ. Σπαθαράκης είναι συνιδρυτής των εκδόσεων Αντίποδες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου