Η λέξη «ανάπτυξη» θυμίζει το παιχνίδι με την κολοκυθιά. Ολοι, σ’ όλα τα
φόρα αλλά και τις ιδιωτικές συζητήσεις, επισφραγίζουν τα επιχειρήματά τους,
ανάλογα με την οπτική που βλέπουν την οικονομική και πολιτική πραγματικότητα,
με την επίκληση του ακαταμάχητου επιχειρήματος, της ανάπτυξης δηλαδή.
Είτε επικριτική είναι η θέση, οπότε καταδικάζεται η απουσία της
αναπτυξιακής διάθεσης, είτε υποστηρικτική των κυβερνητικών προσπαθειών στις
διαβουλεύσεις με τους εταίρους στην Ευρωπαϊκή Ενωση, οπότε λειτουργεί ως
καταλύτης για την πιστοποίηση της πολιτικής διαφοροποίησης και της προοπτικής.
Η λέξη «ανάπτυξη», λοιπόν, έχει λάβει τη θέση του μαγικού βοηθού στο λαϊκό
παραμύθι, που μπορούσε να δώσει λύση στα αδιέξοδα, αλλά και την επικινδυνότητα
της αφηγηματικής περιπέτειας του ήρωα. Η ανάπτυξη έχει αποκτήσει μαγικές
διαστάσεις στη φαντασία όλων.
Και μπορεί να θεωρηθεί δικαιολογημένη η μαγικοποίηση της λέξης, αν λάβουμε
υπόψη την περιδίνηση, στην οποία έχει περιπέσει ο ελληνικός λαός τα τελευταία
χρόνια. Πρόκειται για βιωμένες εμπειρίες και η εξιστόρησή τους βαραίνει το
συναισθηματικό σύννεφο που σκεπάζει την Ελλάδα.
Η μαγεία, όμως, της ανάπτυξης έχει διαχυθεί σε διάφορες πρωτοβουλίες, οι
οποίες, συνήθως, προτείνονται ως προτάσεις που ενεργοποιούν τους πολίτες σε μια
συσπείρωση, η οποία αντιτίθεται στις κεντρικά σχεδιασμένες προτάσεις από το
κράτος, τους δήμους και τις περιφέρειες.
Ολες αυτές οι πρωτοβουλίες συνοψίζονται στον όρο «κοινωνική οικονομία»,
στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η κοινωνική επιχειρηματικότητα.
Οι λέξεις αυτές, μόλο που είναι μακρόβιες, εμφανίζονται στη δημόσια
συζήτηση στην Ελλάδα μετά την οικονομική κρίση και ασκούν ιδιαίτερα γοητεία σε
ομάδες πολιτών και κοινωνικά δίκτυα, που προτείνουν μιαν εναλλακτική αντίληψη
για την οικονομία και την κοινωνία, ιδίως μετά την απαξίωση που υπέστη ο
δημόσιος χαρακτήρας από όσους επιθυμούσαν να διολισθήσουν σε μια νεοφιλελεύθερη
αντίληψη.
Σ’ αυτό, συνέτεινε, ασφαλώς, και η έλλειψη συνείδησης και σεβασμού των
δημοσίων αγαθών που διαχύθηκε σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού.
Ολες αυτές οι λέξεις (ανάπτυξη, κοινωνική οικονομία, εναλλακτική αντίληψη)
αυξάνουν το μαγικό φορτίο τους, όταν σημείο αναφοράς είναι η εγκαταλειμμένη
ύπαιθρος, ιδίως ο ορεινός χώρος. Εχω την εντύπωση ότι οι Νεοέλληνες υποφέρουν
από μιαν υφέρπουσα ενοχή για τον τρόπο που αφέθηκε στην τύχη του ο ορεινός
χώρος. Ετσι, η επιστροφή στην πολιτισμική μήτρα αποτελεί αφετηρία για την
εκδίπλωση πολλαπλών επιπέδων στη σχέση τους μ’ αυτόν.
Η εγκατάλειψη του ορεινού χώρου συνέβαλε στη διάσωση της παρθενικότητας του
τοπίου, σε αντίθεση με τον πολλαπλό βιασμό του αστικού χώρου από την άναρχη
ανάπτυξη που υιοθέτησε -και προώθησε- το στρεβλό πολιτικό μοντέλο που
επικράτησε στη νεοελληνική ιστορία.
Οταν, λοιπόν, άρχισε ο τουρισμός, οι τουριστικοί προορισμοί προσέφεραν
αυτήν ακριβώς την παρθενικότητα, που εκτιμήθηκε από τους εραστές του ελληνικού
καλοκαιριού. Σταδιακά η παρθενικότητα χάθηκε με τη μεταφορά της κερδοσκοπικής
και βίαιης συμπεριφοράς απέναντι στο περιβάλλον από την πόλη στην ύπαιθρο, από
όσους ασχολήθηκαν με τις τουριστικές υπηρεσίες.
Ετσι, ο ρομαντισμός και η επιστροφή στη μήτρα της παιδικής ηλικίας
θεωρήθηκε ασφαλής δρόμος για εμπορική χρήση της πατρώας γης. Κι αν αυτό γινόταν
με όρους ισοτιμίας και αλληλοεκτίμησης, μικρό το κακό. Η εμπορευματοποίηση του
ρομαντισμού κατέληξε σε μια καρικατούρα σχέσεων, συναισθημάτων, οργάνωσης του
χώρου.
Αυτό το μοντέλο εφαρμόστηκε και στον ορεινό χώρο. Τα χωριά ρήμαξαν, έτσι το
μετέφερε φίλος δημοσιογράφος που πηγαινοέρχεται τακτικά στο χωριό του για
προσωπικούς λόγους. Ομως, είναι παρόντα τα «αναπτυξιακά» σχέδια για τον ορεινό
χώρο. Φιλόδοξα, μεγαλόπνοα, διαπνεόμενα από την πρόθεση να ανατάξουν τη σχέση
της πόλης με τον ορεινό χώρο. Το υποσχέθηκαν από το 2010 κι ύστερα διάφοροι. Θα
επιστρέψουν, να κι ένα καλό της κρίσης, είπαν. Και τι έγινε; Τίποτε. Ο ορεινός
χώρος μαραζώνει.
Χρειάζονται φρέσκες ιδέες. Πρωτίστως, χρειάζεται αγάπη και γνώση. Αγάπη για
τη μεγάλη περιουσία που μας άφησαν οι προηγούμενοι. Και η αγάπη οδηγεί στην
καρδιά του τόπου, που ζητά σεβασμό. Χρειάζεται, όμως, και γνώση.
Δεν αρκούν τα τεχνοκρατικά προγράμματα. Χρειάζεται ουσιαστική γνώση του
τόπου και των αναγκών του. Κι αυτό κατακτιέται μέσα από την αφοσίωση και την
πίστη σε μια άλλη μορφή σχέσης με την ξεχασμένη Ελλάδα που, σαν άλλη Κοιμωμένη,
έχει πέσει σε χειμερία νάρκη περιμένοντας τον ήρωα που θα της δώσει πνοή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου