Ο Σαντιάγο Ρονκαλιόλο ήταν τριών χρόνων το 1978, όταν για πολιτικούς λόγους η οικογένειά του εξαναγκάστηκε από την τότε στρατιωτική κυβέρνηση να εγκαταλείψει το Περού. Μεγάλωσε ως εξόριστο παιδί στο Μεξικό. Επέστρεψε για το Γυμνάσιο στη Λίμα, σήμερα ζει στη Βαρκελώνη και μέσα από το καινούργιο μυθιστόρημα «Η εσχάτη των ποινών» επιστρέφει σε εκείνη την εποχή. Και στην Αθήνα, για όγδοη φορά.
Συναντηθήκαμε στο ξενοδοχείο του και μιλήσαμε για τα πάντα: το ποδόσφαιρο, την πολιτική, τον φασισμό. Την κρίση που την έχει ζήσει ξανά και ξανά.
Εχει πολλά πρόσωπα ο πόλεμος; Το ποδόσφαιρο; Είναι μια μορφή πολέμου;
Ναι, έχει πολλά πρόσωπα ο πόλεμος και το ποδόσφαιρο είναι ένα απ' αυτά. Ο καθένας έχει τα χρώματά του, τις σημαίες του.
Γιατί επιλέξατε το Μουντιάλ του 1978 για να ξετυλιχτεί αυτή η σκοτεινή «οικογενειακή» ιστορία;
Γιατί στο Μουντιάλ και ειδικά σ' αυτό το Μουντιάλ με μεγαλύτερη σαφήνεια φαινόταν η σχέση ανάμεσα στο ποδόσφαιρο και στην εξουσία. Αν δει κανείς ομιλίες της αργεντίνικης δικτατορίας εκείνη την εποχή του Μουντιάλ μιλούσαν για ειρήνη, φιλία, δικαιώματα και δύο χιλιόμετρα έξω από το στάδιο βασάνιζαν και δολοφονούσαν ανθρώπους. Το κράτος είχε οργανώσει ένα ολόκληρο σύστημα από μικρές παγίδες για να βοηθήσει την Εθνική να κερδίσει το Μουντιάλ, γιατί με τον τρόπο αυτόν ο κόσμος δεν θα μιλούσε γι' αυτό που συνέβαινε στην πραγματικότητα. Στο μυθιστόρημα ήθελα να δείξω ότι το ποδόσφαιρο δεν είναι αθώο, ότι το ποδόσφαιρο χειραγωγεί η πολιτική. Το προηγούμενο βιβλίο μου «Ο Ουρουγουανός εραστής» ήταν για το πώς η εξουσία χρησιμοποιεί τους καλλιτέχνες, αυτό για το πώς η εξουσία χρησιμοποιεί το ποδόσφαιρο.
Με τα ίδια τραύματα ενίοτε φτάνουμε αλλού;
Κατά τη γνώμη μου ο άξονας του βιβλίου είναι η ιστορία του φασισμού. Τα όπλα των φασιστών πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ετοιμάζονταν στον εμφύλιο της Ισπανίας. Και οι τελευταίοι κληρονόμοι των Ευρωπαίων φασιστών είναι οι δικτατορίες στη Νότια Αμερική τη δεκαετία του '70. Ο Χοακίν Κάμπο είναι ένας άνθρωπος ο οποίος γεννιέται με τον φασισμό και πεθαίνει πάλι με τον φασισμό. Ταξιδεύει 40 χρόνια και 10.000 χιλιόμετρα χωρίς να καταφέρει να ξεφύγει από τη μοίρα του.
Πώς γεννήθηκε ο αρχειοφύλακας και μετέπειτα εισαγγελέας Φέλιξ Τσακαλτάνα; Και γιατί επιλέξατε τον πιο... τυπικό και πιο αθώο να λύσει το μυστήριο και να αναμετρηθεί με την ιστορία, έναν άνθρωπο που ουσιαστικά ή φαινομενικά είχε τεθεί σχεδόν... εκτός ιστορίας...
Στην αρχή το βιβλίο ήταν η ιστορία του Χοακίμ Κάμπο και όλη αυτή η ιστορία διαδραματιζόταν στην Ισπανία και στην Αργεντινή. Παρ' όλο που εγώ δεν είμαι ούτε Ισπανός ούτε Αργεντίνος και δεν έβρισκα τρόπο πώς να τα αφηγηθώ. Μέσα από τον Τσακαλτάνα μπορούσα να τα αφηγηθώ από τη σκοπιά του Περού. Ρωτάτε και για την ηπιότητα του χαρακτήρα. Πιστεύω ότι έτσι είναι ένας πραγματικός χαρακτήρας, δεν πιστεύω στους ήρωες, νομίζω ότι τους ανθρώπους της γενιάς μου μας ενδιαφέρουν όχι οι μεγάλοι ήρωες αλλά οι μικροί πρωταγωνιστές.
Να αναφερθούμε στην αμφισημία του τίτλου; «Η εσχάτη των ποινών»;
Στην ουσία δίνει τρία νοήματα με τον όρο «η εσχάτη των ποινών»: είναι το πέναλτι, είναι η εκτέλεση του γιου και είναι ο πόνος, η οδύνη που είναι η εσχάτη των ποινών. Ο δολοφόνος σ' αυτό το βιβλίο δολοφονεί από πόνο, από θλίψη, από οδύνη.
Με την επιχείρηση «Κόνδωρ» και τις επαναστατικές και παρακρατικές οργανώσεις, τον ισπανικό εμφύλιο και τις δικτατορίες στη Λατινική Αμερική, ανοίγετε και ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο: ο φασισμός τελικά δεν έχει πατρίδα;
Ο φασισμός δεν είναι μια ιδεολογία, είναι περισσότερο μια προκατάληψη. Η προκατάληψη ότι εμείς είμαστε ανώτεροι από τους άλλους και έχουμε δικαίωμα να τους απορρίπτουμε ή ακόμα και να τους σκοτώνουμε. Ενας φασίστας δεν κοιτά τόσο τις ιδέες, η προσέγγισή του όσον αφορά την πολιτική είναι η προσέγγιση που έχει ένας χούλιγκαν στο ποδόσφαιρο. Γι' αυτό και στους φασίστες αρέσουν πολύ τα Μουντιάλ. Ο φασισμός μπορεί να είναι υφέρπων σε όλες τις χώρες και ανά πάσα στιγμή να αναδυθεί.
Σε συνέντευξή σας είπατε ότι «το κακό είναι ότι η δημοκρατία προχωρά αργά», στην εποχή μας εξακολουθεί να προχωρά;
Η δημοκρατία θέλει συζήτηση, συναινέσεις, φαίνεται να κινείται αργά και βαρετά. Αλλά γι' αυτό είναι και πιο δυνατή, πιο συμπαγής. Εμείς οι Λατινοαμερικάνοι έχουμε δει πολλούς παθιασμένους ηγέτες που πολλές φορές έχουν λύσει ένα σημαντικό θέμα, αλλά μετά έχουν δημιουργήσει 10.000 άλλα. Προσωπικά, προτιμώ τη δημοκρατία με όλα της τα προβλήματα.
Ζείτε στην Ισπανία, άρα γνωρίζετε για την κρίση όσο κι εμείς. Η άποψή σας;
Εζησα στο Μεξικό τη δεκαετία του '80 στη διάρκεια της μεγάλης χρηματοοικονομικής κρίσης, μετά έζησα στο Περού στην εποχή της γενικευμένης κρίσης, πήγα στην Αργεντινή και ξέσπασε η αργεντίνικη κρίση. Και όταν έγινα Ισπανός, ξεκίνησε η κρίση στην Ισπανία. Πιστεύω ότι για όλα φταίω εγώ. Σκέφτομαι να πουλήσω τις υπηρεσίες μου στη Βόρεια Κορέα. Αν θέλεις να γκρεμίσεις μια χώρα, στείλε με εμένα εκεί. Και για να μιλήσουμε σοβαρά, οι Λατινοαμερικάνοι πιστεύουν ότι οι Ευρωπαίοι είναι καλύτερα εξοπλισμένοι στο να αντιμετωπίσουν μια κρίση όσο σοβαρή κι αν είναι.
Πόσο μπορεί κάποιος να ξεφύγει από το παρελθόν του και από την Ιστορία; Ο Χοακίν Κάλβο πάντως δεν τα κατάφερε...
Είναι πιο δύσκολο να ξεφύγει κανείς από την Ιστορία στην Ευρώπη παρά στην Αμερική. Οι Ευρωπαίοι θεωρούν τον εαυτό τους κομμάτι που έρχεται από πάρα πολύ μακριά. Βγαίνω από το δωμάτιο του ξενοδοχείου μου και βλέπω την Ακρόπολη κι αυτό είναι κάτι που φαίνεται και στην πολιτική και στη ζωή. Η Αμερική είναι πιο νέα ήπειρος και κατοικήθηκε από μετανάστες. Δηλαδή από ανθρώπους που έχουν φύγει από το παρελθόν. Σε όλη την Αμερική και στη Βόρεια και στη Νότια ο καθένας είναι ένα άτομο που απλώς ζει τη ζωή του.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΗΝ ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου