Όπως φαίνεται –και προέβλεπαν οι πιο απαισιόδοξοι–, η κατάσταση της αγοράς του βιβλίου έχει επιστρέψει από πολλές απόψεις στα μέσα της δεκαετίας του ’80: πλήρης έλλειψη στατιστικών στοιχείων και ισότιμης πληροφόρησης, εκπτώσεις συνοδευόμενες από τεχνητά φουσκωμένες «αρχικές» τιμές, απορρύθμιση, κυριαρχία ολιγοπωλιακών συνθηκών στην παραγωγή και τη διανομή του βιβλίου, περιορισμός των κεντρικών βιβλιοπωλείων σε λίγα –κυρίως εκπτωτικά σημεία πώλησης–, συσσωρευμένες οφειλές του κράτους προς τις επιχειρήσεις, έλλειψη ρευστότητας, εξάντληση τίτλων χωρίς ελπίδα επανέκδοσής τους –ακόμα και όταν πρόκειται για σημαντικά ή και κλασικά βιβλία–, άρον άρον εκποίηση των τίτλων επιχειρήσεων που κλείνουν, αδυναμία των συγγραφέων, μεταφραστών και επιμελητών να ανταποκριθούν στα φορολογικά και ασφαλιστικά βάρη τους.
Η πρωτοφανής αυτή οπισθοδρόμηση είναι το αναμενόμενο αποτέλεσμα:
– των μέτρων χειραγώγησης της οικονομίας/μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος, ως συνέπειας της εφαρμογής των μνημονίων με την Ε.Ε.,
– άστοχων πολιτικών επιλογών (που περιέλαβαν από το κλείσιμο του Ε.ΚΕ.ΒΙ. και την κατάργηση του νόμου για την Ενιαία Τιμή Βιβλίου έως την αποτυχία απλοποίησης των διαδικασιών και υιοθέτησης μέτρων για την υποβοήθηση της αγοράς, λ.χ., στους τομείς του συμψηφισμού των οφειλών με τις επιστροφές φόρου, της εναρμόνισης των συντελεστών Φ.Π.Α. της παραγωγής του βιβλίου κτλ.),
– της διατήρησης της ύφεσης, ως συνέπειας της παρατεταμένης διαπραγμάτευσης των δύο τελευταίων ελληνικών προγραμμάτων με την Ε.Ε. και των φόβων επιστροφής στη δραχμή,
– των ελέγχων στις κινήσεις κεφαλαίων από την 1η Ιουλίου κ.ε. και των προβλημάτων που δημιούργησαν στη λειτουργία των επιχειρήσεων – στις εισαγωγές χαρτιού και βιβλίων, στις πληρωμές στο εξωτερικό για αγορά δικαιωμάτων κτλ. (Βλ. Γρ. Μπέκος, «Νέκρωσε η αγορά του βιβλίου»,
Το Βήμα, «Βήμα-βιβλία»
http://www.tovima.gr/books-ideas/article/?aid=723341, 19.7.2015, Γ. Μπασκόζος, «“Τσουνάμι” χτύπησε τα ανεξάρτητα βιβλιοπωλεία»,
www.oanagnostis.gr, 25.7.2015
http://www.oanagnostis.gr/tsounami-chtipise-ta-anexartita-vivliopolia/ κ.ά.)
Τι μπορεί να γίνει σ’ αυτή τη δύσκολη συγκυρία, ώστε ν’ αλλάξουν οι συνθήκες προς το καλύτερο; Πριν απαντήσουμε, αξίζει να εξετάσουμε έναν έναν τους παράγοντες που συνδιαμορφώνουν τα χαρακτηριστικά της αγοράς και της πολιτικής για το βιβλίο.
Βιβλίο, ο (πιο) ευάλωτος κρίκος της κρίσης;
Στα δύο πρώτα χρόνια της κρίσης υπήρξε μια αξιοσημείωτη συγκράτηση των δυσμενών επιπτώσεων στο δείγμα των 27 εκδοτικών επιχειρήσεων, Α.Ε. και Ε.Π.Ε., που παρακολουθούσε το Ε.ΚΕ.ΒΙ. –μείωση τζίρου κατά 9% και 7,3% και κερδών κατά 88,5% και 148% στο διάστημα 2009-2010 και 2010-2011 αντίστοιχα· μείωση κερδών κατά 55,6% και 77,7% για τους εκδότες με τζίρο άνω των 2,5 εκ. ευρώ, μείωση κερδών κατά 35,7% και 20,7% για τους «μεσαίους» εκδότες με τζίρο μεταξύ 2,5 και 1 εκ. ευρώ και αύξηση ζημίας για τους εκδότες με τζίρο μικρότερο του 1 εκ. ευρώ– (βλ.
http://www.ekebi.gr/frontoffice/portal.asp?cpage=RESOURCE&cresrc=6129&cnode=307). Στο διάστημα 2009-2010 η μείωση πωλήσεων ήταν 15,1% και η μείωση κερδών 633,1% στις έξι βιβλιοπωλικές επιχειρήσεις που δημοσίευσαν ισολογισμό, ενώ οι τρεις μεικτές αλυσίδες πολιτιστικών προϊόντων (Public, Max Stores, Metropolis) είχαν στο σύνολό τους αύξηση πωλήσεων κατά 16,8% και αύξηση ζημίας κατά 54,2%, καταγράφοντας συνολικές ζημίες ύψους 14,4 εκ. ευρώ (τα 14,2 εκ. ευρώ μόνον εξαιτίας του Public). Έκτοτε η εικόνα της αγοράς χειροτέρευσε κατά πολύ και, παρά την έλλειψη στοιχείων, μπορούμε να μιλήσουμε για έναν αριθμό βιβλιοπωλικών επιχειρήσεων που συρρικνώθηκαν ή έκλεισαν. Η FNAC εγκατέλειψε την Ελλάδα το 2010 –με πωλήσεις 19,9 εκ. ευρώ αλλά και ζημία 5,8 εκ. ευρώ το 2009 (βλ.
http://www.ekebi.gr/frontoffice/isologismoi/Bookstores2009d.htm) –, το τετραώροφο κατάστημα Metropolis και το επταώροφο βιβλιοπωλείο του Ελευθερουδάκη στην οδό Πανεπιστημίου, τα τρία βιβλιοπωλεία του Παπασωτηρίου στην οδό Στουρνάρα, το Βιβλιοπωλείον της Εστίας, ο Kauffmann, η Φωλιά του Βιβλίου, ο Φλωράς, τα 14 από τα 18 καταστήματα της Στοάς του Βιβλίου και πολλά άλλα βιβλιοπωλεία έκλεισαν. Από τις δύο μεγαλύτερες αλυσίδες του 2009, αυτές του Ελευθερουδάκη και του Παπασωτηρίου, με 31 και 30καταστήματα αντίστοιχα σε όλη την Ελλάδα, απέμειναν 3 και 14 καταστήματα αντίστοιχα το 2015, με πολύ μεγαλύτερη χωρική συγκέντρωση – μόνο στην Αθήνα, στη Θεσσαλία και στις Κυκλάδες.
Στο αντεπιχείρημα ότι η κρίση αποτέλεσε για κάποιους άλλους στον ίδιο βαθμό «ευκαιρία» για αντεπίθεση και κατάκτηση ηγετικής θέσης στην αγορά, αναφέρονται ενδεικτικά τα εξής: Το βιβλιοπωλείο της Πολιτείας στην οδό Ασκληπιού, το θεωρούμενο από πολλούς ως το κατεξοχήν ωφελημένο εν μέσω κρίσης, δημοσίευσε για πρώτη φορά ισολογισμό, ως Α.Ε., το 2013· σ’ αυτόν καταγράφονται πωλήσεις 7,5 εκ. ευρώ αλλά οριακή ζημία -και όχι κέρδη- χρήσεως 46,4 χιλ. ευρώ. Ταυτόχρονα, το Public –πλέον ως Retail World A.E. μετά την απορρόφηση των περισσότερων καταστημάτων Multirama–, η «ταχύτερα αναπτυσσόμενη» αλυσίδα καταστημάτων πολιτιστικών προϊόντων στην Ελλάδα εν μέσω κρίσης, με ένα δίκτυο 45 καταστημάτων στην Ελλάδα και 3 στην Κύπρο, εξακολουθεί να εμφανίζει ζημιογόνες χρήσεις (2012: πωλήσεις 79,6 εκ. ευρώ, ζημία 4,8 εκ. ευρώ· 2013: πωλήσεις 134,2 εκ. ευρώ, ζημία 11,5 εκ. ευρώ). Είναι δε χαρακτηριστικό ότι δεν επωφελήθηκε από την κατάργηση της Ενιαίας Τιμής Βιβλίου για την προσφορά εκπτώσεων μεγαλύτερων του 10% στις νέες κυκλοφορίες μη λογοτεχνικών βιβλίων, στις επανεκδόσεις κτλ.
Αποδείχθηκε, έτσι, ότι η αναγνωστική/καταναλωτική συμπεριφορά που αναπτύχθηκε τα προηγούμενα χρόνια, ελλείψει μονιμότερων προϋποθέσεων (παράδοσης, καλλιέργειας, μορφωτικού κεφαλαίου κτλ.), κατέστησε την αγορά του βιβλίου πιο ευάλωτη στην ανισορροπία απ’ ό,τι η συνολική κατάσταση των επιχειρήσεων.
Κρίση πολιτικής
Η δημόσια πολιτική έχει ως σημείο αφετηρίας την ιδιαίτερη σχέση της έννοιας τουδημοσίου συμφέροντος με την πολιτική διαχείριση. Η κυβέρνηση αναζητά τους τρόπους που θα της επιτρέψουν να ρυθμίσει, να διαχειριστεί και να αξιοποιήσει τους διαθέσιμους πόρους με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, με δεδομένη τη στενότητά τους. Κάθε κυβέρνηση, επίσης, διαθέτει τη δική της πολιτική «συνάρτηση χρησιμότητας» απέναντι στους ψηφοφόρους της –με τη στενή, συνήθως, έννοια–, αναμένοντας να της αποφέρει χειροπιαστά και συγκεκριμένα οφέλη, πολιτικά και εκλογικά. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, απαραίτητη προϋπόθεση για να περιληφθεί ένα πρόβλημα στην ημερήσια διάταξη (ή ατζέντα) της κυβερνητικής πολιτικής είναι: (α) να είναι ευρύτερα αναγνωρίσιμο ως «πρόβλημα», και (β) να υπάρχουν διαθέσιμες και αποδεκτές εναλλακτικές λύσεις για την επίλυσή του.
Το Ε.ΚΕ.ΒΙ. μετά το 1995 προσπάθησε και πέτυχε να εξορθολογίσει τη δημόσια πολιτική για το βιβλίο στους τομείς: (α) της δημιουργίας ενός αντικειμενικού συστήματος πληροφόρησης για την αγορά του βιβλίου (έρευνες, βιβλιογραφία), της καταγραφής του αναγνωστικού κοινού και της ενίσχυσης του κύκλου των συντελεστών του βιβλίου –επιχειρήσεων/οργανισμών, επαγγελματιών, πνευματικών δημιουργών– μεαναδιανεμητικές και όχι με διανεμητικές πολιτικές (δηλ. όχι με άμεσες χρηματοδοτήσεις), (β) της ενημέρωσης, της μετάφρασης (μέσω του Ε.ΚΕ.ΜΕ.Λ. και του προγράμματος ενισχύσεων), της προβολής του ελληνικού βιβλίου στο εξωτερικό (θέτοντας σε εξαρχής νέες βάσεις την παρουσία της χώρας στις διεθνείς εκθέσεις βιβλίου και, στη συνέχεια, καθιερώνοντας τη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης), και (γ) της κοινωνικής διάδοσης της ανάγνωσης με δράσεις στα σχολεία, στις βιβλιοθήκες, στα βιβλιοπωλεία, με υποστήριξη των λεσχών ανάγνωσης, με έμφαση στις νέες τεχνολογίες, με το Πρόγραμμα της Φιλαναγνωσίας σε 960 δημοτικά σχολεία της χώρας (μέσω του Ε.Σ.Π.Α.) κ.ά.
Το «έμφραγμα» που προκλήθηκε στις πολιτικές αυτές, εξαιτίας της σπασμωδικής πολιτικής απόφασης δύο διαδοχικών υπουργών της συγκυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας/ΠΑ.ΣΟ.Κ. για την κατάργηση του Ε.ΚΕ.ΒΙ. και της ευκαιριακής συμπόρευσης μερικών ομάδων πίεσης –με τη σημαίνουσα εξαίρεση της ΕΝ.ΕΛ.ΒΙ., του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου, της Εταιρείας Συγγραφέων, της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Βιβλιοπωλών, των γνωστότερων νεοελληνιστών, 500 ανθρώπων του βιβλίου και 8.000 πολιτών που συνυπέγραψαν τα κείμενα διαμαρτυρίας–, είναι το αποτέλεσμα αφενός της θεώρησης των ανωτέρω επιτευγμάτων ως δεδομένων, ανεξάρτητα από το δυναμικό του ίδιου του Ε.ΚΕ.ΒΙ., και αφετέρου της πρόσληψης της κρίσης χρέους της χώρας μας με όρους περίπου φυσικής καταστροφής, έναντι της οποίας οποιαδήποτε οριζόντια λήψη μέτρων –οσοδήποτε ατεκμηρίωτη, αυτοσχέδια ή απροσχημάτιστη– έγινε δεκτή με παθητικότητα και μοιρολατρία από τους πολλούς (πρβ. Στ. Ράμφος, «έλλειμμα ταυτότητας», «ανωριμότητα» και «αδύναμη σχέση των Ελλήνων με τη λογική και την προσπάθεια που αυτή προϋποθέτει», στο Η λογική της παράνοιας, Αρμός, Αθήνα 2011).
Στο πλαίσιο της αριστερής διακυβέρνησης του ΣΥ.ΡΙΖ.Α., είναι επείγουσα η ανάληψη δράσης για την ανανέωση των πολιτικών για το βιβλίο. Η αδράνεια και η έλλειψηυποκειμένου για την πολιτική βιβλίου, στο πλαίσιο της κρατικής πολιτικής για τον πολιτισμό, δεν ωφελεί κανέναν, δεν αντιμετωπίζει κανένα από τα προβλήματα που εκτέθηκαν παραπάνω και οδηγεί με ακρίβεια το τοπίο σε μεγαλύτερη αποδιάρθωση.
Fairead: «δίκαιο & αλληλέγγυο εμπόριο βιβλίου», ως προς ποιον και ως προς τι;
Η λειτουργία της αγοράς σε ιδανικές συνθήκες –με την παραδοχή «τέλειου» ανταγωνισμού, σύμφωνα με τη νεοκλασική θεωρία–, εξασφαλίζει την ισορροπία προσφοράς και ζήτησης που συνδέεται με τη μεγιστοποίηση της κοινωνικής ευημερίας (social welfare). Η τελευταία περιλαμβάνει την παραγωγή προϊόντων με το χαμηλότερο δυνατό κόστος (ήτοι το πλεόνασμα παραγωγού) και την παράλληλη εξασφάλιση ότι οι καταναλωτές θα βρίσκουν τα προϊόντα που τους ενδιαφέρουν στην καλύτερη δυνατή τιμή (ήτοι το πλεόνασμα καταναλωτή). Στις άριστες συνθήκες το άθροισμα των δύο πλεονασμάτων συνθέτει το κοινωνικό όφελος ή την κοινωνική ευημερία. Η διολίσθηση προς το ολιγοπώλιο/μονοπώλιο, αντίθετα, αυξάνει το πλεόνασμα του παραγωγού, μειώνει όμως δυσανάλογα τόσο το πλεόνασμα του καταναλωτή όσο και το συνολικό πλεόνασμα (ή όφελος) και των δύο μαζί – σύμφωνα, πάντα, με τη νεοκλασική θεωρία.
Δεν είναι δύσκολο να εντοπιστούν οι αποτυχίες του μοντέλου της «τέλειας αγοράς» σε συνθήκες μεγάλης κρίσης και έντασης του ανταγωνισμού – τόσο θεμιτού όσο και αθέμιτου. Η διόρθωση των αποτυχιών αυτών, υπό την οπτική γωνία του «δίκαιου» (fair), είναι δυνατόν να αναφέρεται στην περίπτωση του βιβλίου:
– στο όφελος που θα είχαν οι αναγνώστες από μια «έντιμη» και λογική διαμόρφωση της τιμής του βιβλίου στο επίπεδο που θα μπορούσαν να πληρώνουν ή κάτω από αυτό,
– στο όφελος που θα είχαν οι εκδότες και οι δημιουργοί αντίστοιχα, από μια «λογική» διαμόρφωση της τιμής του βιβλίου,
– στα διαφορετικά στρατηγικά ενδιαφέροντα ανάμεσα στους μεσαίους/μικρούς εκδότες και τους 5-6 μεγαλύτερους εκδότες που επιχειρούν να ελέγξουν τον χώρο,
– στο συμφέρον των ανεξάρτητων βιβλιοπωλείων, ως φυσικών χώρων διακίνησης του δυσκολότερου και καλύτερου ποιοτικά βιβλίου, απέναντι στα λίγα «μεγάλα» εκπτωτικά σημεία πώλησης,
– στην αύξηση της παραγωγικής και κατανεμητικής αποτελεσματικότητας – έτσι ώστε να μπορούν να εκδίδονται όσο το δυνατόν περισσότερα βιβλία και ο καθένας να μπορεί να βρίσκει το βιβλίο που θέλει.
Αξίζει να δούμε τα επιχειρήματα αυτά, ένα ένα:
– Είναι επείγουσα ανάγκη να διαμορφωθεί ένα ενδιάμεσο, αποδεκτό επίπεδο για την τιμή του βιβλίου, ανάμεσα στα 17 ευρώ, που ήταν η μέση τιμή ενός νέου τίτλου 400 σελ. το 2009 σύμφωνα με τη ΒΙΒΛΙΟΝΕΤ, και στην τιμή των 2, 3 ή 4 ευρώ στην οποία εκποιούνται σήμερα πάρα πολλά βιβλία ίδιας έκτασης και τυπογραφικής ποιότητας. Το 2009 μόνο το 50-55% από την ανωτέρω λιανική τιμή κατέληγε στον εκδοτικό οίκο με στόχο να αποζημιώσει, στη συνέχεια, τους συντελεστές παραγωγής του βιβλίου (συγγραφέα, μεταφραστή, επιμελητή, χαρτέμπορο, εκδότη, τυπογράφο, βιβλιοδέτη). Το υπόλοιπο 45-50% της τιμής αντιστοιχούσε στη βιβλιοπωλική έκπτωση –η οποία όμως, όπως αποδείχτηκε, δε βοήθησε τα μεγάλα βιβλιοπωλεία/αλυσίδες να επιβιώσουν–, ενώ επέτρεψε σε άλλα από αυτά να προσφέρουν ελεύθερες εκπτώσεις 30-40% στην α΄ έκδοση όταν αποδεσμεύθηκαν από τους περιορισμούς της Ενιαίας Τιμής Βιβλίου. Ο προσδιορισμός εκ μέρους των εκδοτών μιας πιο δίκαιης διαχείρισης της τιμής του βιβλίου (fair price) στο επίπεδο της χονδρικής πώλησης είναι δυνατόν να διασφαλίσει για το βιβλίο μια τελική τιμή γύρω στα 12-14 ευρώ για όλους –και όχι μόνο για τους πελάτες των 2-3 εκπτωτικών βιβλιοπωλείων–, εξασφαλίζοντας, ταυτόχρονα, μια εξίσου «λογική» αμοιβή των συντελεστών του βιβλίου που επιχειρούν να ζήσουν απ’ αυτό.
– Στη χώρα μας, προ κρίσης, 80 περίπου εκδοτικοί οίκοι εξέδιδαν 10 έως 40 βιβλία τον χρόνο. Σε αντίθεση με τις 5-10 μεγαλύτερες επιχειρήσεις που ηγούνται του κλάδου, οι εκδότες αυτοί δεν εξέδιδαν όλο το φάσμα των βιβλίων, αλλά διακρίνονταν από εξειδίκευση (εναλλακτικά βιβλία: στη λογοτεχνία, στο πολιτικό, φιλοσοφικό, ιστορικό ή ψυχολογικό δοκίμιο, στην ποίηση κτλ.)· δε διέθεταν και δε διαθέτουν τους πολύ μεγάλους ευπώλητους τίτλους, ελληνικούς και ξένους, για τους οποίους δεν μπορούν να πληρώσουν τις προκαταβολές· εξαρτώνται, ωστόσο, από τα μεγάλα βιβλιοπωλεία για λόγους ρευστότητας· τα ισχυρότερα σημεία τους είναι η εγκυρότητα της εκδοτικής τους υπογραφής και η ποιότητα του μεγαλύτερου μέρους του καταλόγου τους (backlist)· έχουν ανάγκη να διατηρήσουν τους περισσότερους από τους τίτλους τους σε κυκλοφορία, οι οποίοι σημειώνουν αργή αλλά σταθερή πορεία και αποτελούν την «προστιθέμενη αξία» του εκδοτικού οίκου, μειώνοντας ταυτόχρονα το κόστος διαχείρισής τους (επομένως, εκτυπώνοντας «ευέλικτα» για τους αναγνώστες τους).
– Τα μικρά, ανεξάρτητα βιβλιοπωλεία που ξεπήδησαν ως πρωτοβουλίες επιβίωσης μέσα στην κρίση αντιμετωπίζουν την ποιότητα του βιβλίου και την εξατομικευμένη σχέση με τους πελάτες τους ως το προνομιακό τους πεδίο –στη θέση των μεγάλων εκπτώσεων–, και αποτελούν τους φυσικούς συνεργάτες των μεσαίων και μικρών εκδοτών· έναντι αυτών έχουν ανάγκη ενός άλλου είδους μάρκετινγκ στην προσέγγισή τους, συστηματικότερης ενημέρωσης, απλούστευσης των συναλλαγών τους, (ιδανικά) κοινών εμπορικών όρων, δυνατότητας προπαραγγελίας, γρήγορης αναπλήρωσης του στοκ τους, ευέλικτων επιστροφών και, ενδεχομένως, συμμετοχής σε εκδοτικές προσπάθειες που θα τους αποφέρουν μεγαλύτερο κέρδος σε κάποιον βαθμό (μέσω συνεκδόσεων κτλ.) – τονίζοντας τον πνευματικό χαρακτήρα τους.
Απέναντι στα προτάγματα αυτά, η δίκαιη και αλληλέγγυα συνεργασία μεταξύ εκδοτικών οίκων κοινής στόχευσης μπορεί να προσφέρει μια διέξοδο στο αίτημα μιας πιο δίκαιης, κοινωνικά και πολιτιστικά, οργάνωσης της αγοράς στον βαθμό που θα προτείνει λύσεις διαφορετικές από αντίστοιχα εγχειρήματα του παρελθόντος που δεν ευοδώθηκαν (Πρόχωρος, Δίκτυο Ερμής κ.ά.).
Τέλος, η ενσωμάτωση της ψηφιακής τεχνολογίας (που είναι συστατική στο υπό διαμόρφωση εγχείρημα του
fairead), αναδιατάσσοντας όλα τα μέρη της αλυσίδας παραγωγής του βιβλίου, προσφέρει μια σειρά από δυνατότητες οι οποίες ανοίγουν τη συζήτηση της «επόμενης μέρας»:
– για τους εκδότες: (α) ψηφιακό μάρκετινγκ, (β) προοπτική πολλαπλής διανομής του περιεχομένου (κινητό τηλέφωνο, tablet, ειδική συσκευή ανάγνωσης, υπολογιστής), εκτός από το χαρτί, (γ) επιχειρηματικό μοντέλο ενσωμάτωσης των βιβλιοπωλείων στις online πωλήσεις, (δ) εξασφάλιση ρεαλιστικού τιράζ για την α΄ έκδοση, (ε) εξασφάλιση ταχύτατης επανέκδοσης, αν το βιβλίο πάει καλά, πέραν των προσδοκιών, και (στ) εξασφάλιση ότι κανένας τίτλος δε θα εξαντλείται, μέσω της διαδικασίας των ευέλικτων εκτυπώσεων (print on demand).
– για τους βιβλιοπώλες: (α) εξασφάλιση ηλεκτρονικής ενημέρωσης ή/και προπαραγγελιών, όπως ισχύει για τους μεγάλους εκδότες, (β) αυτόματη επικοινωνία με τους εκδότες για θέματα προγραμματισμού και επιστροφών, και (γ) δυνατότητα ηλεκτρονικών πληρωμών.
– για τους αναγνώστες: (α) αποδοχή προτάσεων ανάγνωσης, μέσω e-mail ή μέσω της «μνήμης» της ιστοσελίδας τους, (β) ενσωμάτωση των πληροφοριών από βάσεις δεδομένων, όπως η ΒΙΒΛΙΟΝΕΤ, (γ) εξασφάλιση δικαιωμάτων σε σχέση με το περιεχόμενο του βιβλίου: δωρεάν κεφάλαια, οπτικοακουστικό υλικό, apps, δικαιώματα ανάγνωσης ορισμένου χρόνου, (δ) απεριόριστη, δωρεάν ανάγνωση κειμένων ελεύθερων από πνευματικά δικαιώματα, που εκδίδονται με άδειες creative commons, (ε) δυνατότητα κατοχής του κειμένου σε ψηφιακή μορφή (εκτύπωση, e-mail, δανεισμός, μεταφορά από συσκευή σε συσκευή), (στ) διασύνδεση με βιβλιοφιλικές σελίδες και κοινωνικά μέσα φιλαναγνωσίας, και (ζ) διασύνδεση με ανταλλακτικές αναγνωστικές κοινότητες.
– για τους συγγραφείς: (α) online υπηρεσίες δημιουργικής γραφής (πεζογραφία, ποίηση, προσωπικές μαρτυρίες, ghostwriting κ.ά.), (β) συνεργατικά εργαλεία διόρθωσης και επιμέλειας, και (γ) online υπηρεσίες σχεδιασμού και παραγωγής ηλεκτρονικών και έντυπων βιβλίων.
– για τους μεταφραστές: (α) online υπηρεσίες δημιουργικής μετάφρασης, (β) πρόσβαση σε μεταφραστικά εργαλεία, ευρετήρια/ορολόγια και βάσεις πραγματολογικών πληροφοριών, και (γ) υπηρεσίες διόρθωσης και επιμέλειας.
– για τα πνευματικά δικαιώματα: (α) πληροφορίες για το περιεχόμενο, την αξιολόγηση, τις πωλήσεις δικαιωμάτων και το copyright των ελληνικών βιβλίων σε διαγλωσσικό περιβάλλον, (β) διασύνδεση με δίκτυα literary agencying, και (γ) διασύνδεση με ξένα δίκτυα παραγωγής και διακίνησης βιβλίου.