Μέρα εθνικής επετείου, ας τολμήσουμε να ενοχλήσουμε το φάσμα του εθνικού μας ποιητή. Ας υποθέσουμε αυθαίρετα πώς θα φερόταν ο Διονύσιος Σολωμός στις ποικίλες περιστάσεις όπου πρωταγωνιστεί ο ύμνος του στην ελευθερία, και ειδικά οι δύο πρώτες στροφές, που αποτελούν τον εθνικό ύμνο. Αν τύχαινε λ.χ. σε γήπεδο κι άκουγε τους οπαδούς να παρωδούν τους στίχους του για να δοξάσουν τη δική τους θεότητα («Σε γνωρίζω απ’ τη φανέλα» κτλ.), ας μην το θεωρήσουμε βέβαιο ότι θα διαολιζόταν. Η μεγάλη αγάπη του και για τα πιο ταπεινά λαϊκά στιχουργήματα και το σέβας του για τον λαό-γλωσσικό διδάχο, ίσως τον έπειθαν να δει με συμπάθεια τη νεανική ασέβεια. Και, παρά να κατσαδιάσει τους παραποιητές, θα κουβέντιαζε μαζί τους για το μέτρο. Και με τις δύο σημασίες της λέξης.
Ο κόντες Διονύσιος μάλλον δεν θα κατσάδιαζε ούτε όσους το ’χαν βάλει αμέτι μουχαμέτι να μεταφράσουν τον Υμνο στην καθαρεύουσα, τάχα για να ντύσουν τα υψηλά νοήματά του με γλώσσα επίσης υψηλή, κι όχι με το «στενόν και πενιχρόν ένδυμα» που –κατά Ζαμπέλιο– τους είχε φορέσει ο ίδιος. Καταρχάς θα προσυπέγραφε όσα ειρωνικά έγραψε ο Παλαμάς για τους επίδοξους καθαρομεταφραστές: «Τι κρίμα να μη καταλάβει ο καημένος ο Σολωμός ότι τα ύψιστα αισθήματα του έθνους θα τα διερμήνευεν αν έλεγεν [...] Γινώσκω σ’ εκ της κόψεως / του ξίφους της δεινής. / Γινώσκω σ’ εκ της όψεως / δι’ ης την γην βία μετρείς». Κι ύστερα θα τους υποχρέωνε να διαβάσουν πάλι και πάλι τον «Διάλογό» του. Μήπως και διά της επαναλήψεως τον νιώσουν και να τον πιστέψουν.
Ας πούμε τώρα ότι τύχαινε Πάσχα στην Αθήνα ο Διονύσιος. Και απ’ όλες «τες εκκλησιές τες δαφνοφόρες» διάλεγε τον ναό ενός άλλου Διονυσίου, του Αρεοπαγίτη. Πώς θα ’νιωθε άραγε όταν, την ώρα που θα τέντωνε την ψυχή του για ν’ ακούσει το «Χριστός ανέστη», το χαρμόσυνο άγγελμα θα ’φτανε τραυματισμένο στ’ αυτιά του; Και μάλιστα τραυματισμένο από τους δικούς του στίχους, του Υμνου; Δεν θέλει ρώτημα. Θα διέκοπτε πάραυτα το άγημα των τραγουδιστών. Και θα ’λεγε όχι στα εντεταλμένα ένστολα παιδιά αλλά στους αξιωματικούς, που τα διέταξαν, ότι το καινούργιο έθιμο προσβάλλει και τον ίδιο, αλλά ασυγκρίτως περισσότερο προσβάλλει το «Χριστός ανέστη», που είναι αδιανόητο να καπελώνεται από οτιδήποτε. Είναι αδιανόητο, θα επέμενε, να καπελώνεται ένα οικουμενικό μήνυμα από οτιδήποτε εθνικό. Διότι μπορεί οι (περισσότεροι) Ελληνες να είναι χριστιανοί, ο Χριστός όμως δεν είναι Ελληνας. Και δεν ανασταίνεται μόνο για τους Ελληνες.
Και με το άλλο νέο έθιμο, πιθανόν καμμένειο; Να τραγουδούν στις επίσημες περιστάσεις οι στρατιώτες στεντορεία τη φωνή τον Υμνο ενόσω ακούγεται η μουσική του; Θα τους έλεγε ότι τον Υμνο δεν τον σχεδίασε σαν θορυβώδες εμβατήριο, αλλά σαν ποίημα που απευθύνεται στην ψυχή. Και όταν η φωνή που τον τραγουδάει δεν είναι αυθόρμητη αλλά μια διατεταγμένη σκληρή κραυγή, ούτε του τραγουδιστή η ψυχή νιώθει τίποτε ούτε του ακροατή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου