Αντίκρισε το φως ο ποιητής στα 1934 στην Ενσενάδα, εξαγωγικό λιμάνι βοδινών και σιτηρών στον ποταμό Ρίο ντε Λα Πλάτα. Στη διπλανή πόλη Μπερίσο είχε ιδρυθεί ήδη από το 1910 η πρώτη ελληνική κοινότητα μεταναστών στη Νότια Αμερική. Ο Οράσιο έκανε παρέα με μέλη της και μαγεύτηκε από τον πολιτισμό τους. Χόρεψε μαζί τους χασάπικο, καλαματιανό και συρτάκι, πίνοντας ουζάκια τα οποία τους προμήθευαν ναυτικοί που έφταναν από την Ελλάδα. Αρχισε να μαθαίνει ελληνικά με δάσκαλο τον ορθόδοξο ιερέα Νικόλαο Γαλανόπουλο και συνέχισε ως «αυτοδίδακτος ερασιτέχνης της γλώσσας», όπως του άρεσε να λέει.
Τα τελειοποίησε αμιλλώμενος με την αρχαία ελληνική γραμματεία και σαγηνεύτηκε οσημέραι από τη σύγχρονη ελληνική ποίηση. Στη Λα Πλάτα, όπου διήγαγε το μεγαλύτερο μέρος του βίου του, ήταν σχεδόν αδύνατον να εφοδιαστεί με τίτλους συναδέλφων του από τη μακρινή Ελλάδα και μάλιστα στο πρωτότυπο. Συμπατριώτης μας διπλωμάτης τον έφερε σε επαφή με καταξιωμένους και νέους συγγραφείς μας και συνέταξε για λογαριασμό του μια επιστολή-υπόδειγμα, την οποία έστελνε σε εκδοτικούς οίκους προκειμένου να τον τροφοδοτούν με νέα βιβλία. «Επιστρέφω στον τόπο απ’ όπου ποτέ δεν έφυγα. Από τόσο μακριά», σημειώνει.
Ο Αγχίσης στους ώμους «Ολοι κουβαλάμε, σαν τον Αινεία, τον πατέρα μας στους ώμους./ Οταν είμαστε ακόμα αδύναμοι, το βάρος του μας εμποδίζει/ στην πορεία,/ αλλά ύστερα γίνεται όλο και πιο ελαφρύ,/ ώσπου μια μέρα παύει να γίνεται αισθητό/ και αντιλαμβανόμαστε ότι έχει πεθάνει./ Τότε τον εγκαταλείπουμε για πάντα/ σε μια στροφή του δρόμου/ και σκαρφαλώνουμε στους ώμους του παιδιού μας». Παρά τις δυσκολίες μετέφρασε στα ισπανικά Καβάφη, Ελύτη, Σεφέρη, Ρίτσο, Εγγονόπουλο, Βρεττάκο, Βαρβιτσιώτη, Σαχτούρη, Βέργο, με αρκετούς εκ των οποίων διατηρούσε φιλία, και επιγράμματα του Καλλίμαχου.
Ιλιγγιώδες φως απ’ τον Ολυμπο και το Αιγαίο απαυγάζουν οι στίχοι του. Πώς χωρά, άραγε, τόση Ελλάδα σε μόλις 113 σελίδες, αναρωτιέται κανείς. Το 1983 γράφει στον Ελύτη, ζητώντας του την άδεια να μεταφράσει ποιήματά του που τον εμπνέουν. Δεν περιμένει απάντηση. Οι νομπελίστες είναι πολυάσχολοι, σκέφτεται. Παρά ταύτα, εκείνος του στέλνει μια θερμότατη απόκριση: «Εάν υπήρχαν άνθρωποι σαν κι εσάς σε όλες τις χώρες του κόσμου - η τύχη των νεοελληνικών γραμμάτων θα ήταν διαφορετική». Ο Οράσιο Καστίγιο πεθαίνει το καλοκαίρι του 2010 καταλείποντας ένα σπουδαίο μεταφραστικό και ποιητικό έργο. «Εκείνο το πρωινό έβαλα το χέρι σε μια ρωγμή του αρχαίου ναού κι έβγαλα μια πέτρα ίσα με μια γροθιά σε μέγεθος. Ας σημαδέψει πάνω στην καρδιά το μερίδιό μου στο τίποτα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου