Πολ Νιούμαν και Σαλ Μινέο στην ταινία «Εξοδος», που εκτυλίσσεται στο Ισραήλ το 1947-48.
ΓΙΟΡΑΜ ΚΑΝΙΟΥΚ
1948
μετ.: Μαρίζα Ντεκάστρο
εκδ. Πόλις
1948
μετ.: Μαρίζα Ντεκάστρο
εκδ. Πόλις
Ενας άντρας, στα γεράματά του, ανοίγει το ζοφερό μπαούλο των αναμνήσεών του και αρχίζει να αναμετριέται με την Ιστορία και την προσωπική δική του πορεία. Φτάνει να αντικρίσει μέχρι και τα βάθη του σκουπιδοτενεκέ, εκεί που η ηθική εξαφανίζεται και τα καλύπτει όλα η δυσωδία του κακού. Ο απολογισμός ενός πολέμου, όμως, σε ποια ηθική μπορεί να πατήσει; Υπάρχουν νικητές και ηττημένοι; Οι θύτες και τα θύματα ισοπεδώνονται εντέλει από τη φρίκη. Στη μία πλευρά στέκει ο θάνατος και στην άλλη η ζωή. Η μόνη βεβαιότητα είναι ο άνθρωπος ανάμεσά τους, που συνδέει το εύθραυστο νήμα.
Ο Γιόραμ Κανιούκ (1930-2013), με απαράμιλλο ταλέντο, αποφασίζει να χορέψει μέσα και πάνω από τον θάνατο και να φτιάξει μια ελεγεία για την ίδια τη ζωή. Η δαιμονική του αφήγηση σε στροβιλίζει πάνω από πτώματα, μάχες, οβίδες και χειροβομβίδες, για να σε προσγειώσει στη θέα ενός γυναικείου γόνατου, που τόσο μπορεί να έχει ανάγκη ένα αγόρι 17 χρονών – όσο ήταν ο ίδιος όταν κατατάχθηκε στο στρατό. Το «1948» (εκδόσεις Πόλις, μετάφραση Μαρίζα Ντεκάστρο) είναι ο τίτλος του βιβλίου που έγραψε ο Κανιούκ για να αφηγηθεί τον πόλεμο, όπως τον έζησε από μέσα, για τη δημιουργία και την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ. Ανήκε σ’ αυτή τη γενιά. Ομως τήρησε μέχρι τέλους την κριτική του ματιά. Μια οπτική που σφυρηλατήθηκε και από το χυμένο αίμα όλων των πλευρών, εάν υπάρχουν στρατόπεδα στον θάνατο.
Περιγράφει τον εαυτό του, ένα παλικαράκι από το Τελ Αβίβ που βρέθηκε στο σφαγείο, απροετοίμαστος και φοβιτσιάρης, γιατί έτσι αποκαλεί τους ανθρώπους με φαντασία, φοβιτσιάρηδες. Ο πόλεμος θα είναι γι’ αυτόν, χωρίς καλά καλά να το ξέρει, και η τελετή μύησης στον κόσμο των ενηλίκων. Μα τι ενηλικίωση είναι αυτή μέσα στις θηριωδίες και την καταστροφή; «Πώς θα ζήσω μ’ όλο αυτό το αίμα που χύθηκε για να μην πεθάνω;» Η δική του αναδρομή στο παρελθόν είναι μια συνεχής μάχη με τη μνήμη. Ετσι τα έζησε ή τα φαντάστηκε. Τραυματισμένος από το κενό. Νιώθοντας πόνο, θλίψη, ταπείνωση και νοσταλγία. Ηταν ένας απ’ αυτούς που διέπραξαν το έγκλημα. Ετσι γράφει όλο το μυθιστόρημα. Από την πλευρά του παιδιού που σκότωσε. « […] οι στρατιώτες που πήγαν στον πόλεμο έχουν κάτι που όποιος δεν πολέμησε δεν θα το μάθει ποτέ: την απόλυτη εξάρτηση από το σκοτωμό… Στη μάχη γινόμαστε ανθρώπινα κτήνη. Διψασμένα για αίμα».
Περιγράφει τον εαυτό του, ένα παλικαράκι από το Τελ Αβίβ που βρέθηκε στο σφαγείο, απροετοίμαστος και φοβιτσιάρης, γιατί έτσι αποκαλεί τους ανθρώπους με φαντασία, φοβιτσιάρηδες. Ο πόλεμος θα είναι γι’ αυτόν, χωρίς καλά καλά να το ξέρει, και η τελετή μύησης στον κόσμο των ενηλίκων. Μα τι ενηλικίωση είναι αυτή μέσα στις θηριωδίες και την καταστροφή; «Πώς θα ζήσω μ’ όλο αυτό το αίμα που χύθηκε για να μην πεθάνω;» Η δική του αναδρομή στο παρελθόν είναι μια συνεχής μάχη με τη μνήμη. Ετσι τα έζησε ή τα φαντάστηκε. Τραυματισμένος από το κενό. Νιώθοντας πόνο, θλίψη, ταπείνωση και νοσταλγία. Ηταν ένας απ’ αυτούς που διέπραξαν το έγκλημα. Ετσι γράφει όλο το μυθιστόρημα. Από την πλευρά του παιδιού που σκότωσε. « […] οι στρατιώτες που πήγαν στον πόλεμο έχουν κάτι που όποιος δεν πολέμησε δεν θα το μάθει ποτέ: την απόλυτη εξάρτηση από το σκοτωμό… Στη μάχη γινόμαστε ανθρώπινα κτήνη. Διψασμένα για αίμα».
Το αγόρι που αγαπούσε τρομερά μια συγκεκριμένη φούγκα του Μπαχ, το αγόρι που ίσως σκότωσε ένα παιδί προσπαθώντας να αποτρέψει τη δολοφονία του, το αγόρι που για να του βγάλουν τις σφαίρες από το πόδι το νάρκωσαν με κονιάκ και γροθιές για να το χειρουργήσουν. Το αγόρι που δεν το πυροβόλησε τελικά εκείνος που το σημάδευε με την κάνη στο πρόσωπο. Το αγόρι που ερωτεύτηκε ένα κορίτσι που του έδωσε να πιει δροσερό νερό κάτω από μια σκιερή συκιά, όταν εκείνη του είπε ότι δεν άντεχε άλλο τον θάνατο. Το αγόρι που μέσα στον σπαραγμό έζησε ένα εβραϊκό Πάσχα, μια από τις πιο όμορφες στιγμές του μέσα στον πόλεμο. «Το μυαλό μου πήγε σ’ εκείνον το μυστικιστή του Μεσαίωνα, το διδάσκαλο Εκχαρτ, που έγραψε ότι το μάτι με το οποίο βλέπεις τον Θεό είναι το ίδιο με το οποίο βλέπει ο Θεός εσένα».
Ο Γιόραμ Κανιούκ διασώζει την τρυφερότητα, την ανθρωπιά, το δικαίωμα να ζει κανείς τον κόσμο όλο μέσα από τα μάτια του, μέσα από την ψυχή του, μέσα από την καρδιά του. Μιλάει για τα πιο σκληρά γεγονότα, όπως τα θυμάται, μέσα από την άμαθη φωνή του νεαρού που κάποτε υπήρξε. Με χιούμορ – κι όμως είναι δυνατόν. Και με συναίσθηση και με συνείδηση και με την ανάγκη να ξαναδιαβάσει τη ζωή που έζησε ή καλύτερα τον θάνατο από τον οποίο ξεγλίστρησε τότε. «Εκείνο που δεν βλέπω είναι ο εαυτός μου. Δεν έχω την παραμικρή ιδέα ποιος ήμουν πραγματικά εκείνες τις στιγμές σ’ εκείνα τα μέρη. Είδα στ’ αλήθεια ό,τι είδα; Πού βρισκόταν τότε το "εγώ" που γράφει σήμερα, κάνοντας τον απολογισμό εκείνων των ημερών; Και αν τα ονειρεύτηκα όλα αυτά;» Ο συγγραφέας αναστοχαστικά γυρίζει πίσω στον εφιάλτη της πραγματικότητας που έζησε και προσπαθεί να παίξει από την αρχή τη μαγνητοταινία –με τα σβησίματα και τις νέες εγγραφές της μνήμης– από την πλευρά του παρατηρητή. Του παρατηρητή που ζει μέσα στη συγγραφική ψυχή μεν, αλλά έχει φάει σφαίρες στο κορμί του, έχει κολυμπήσει στο αίμα, έχει νιώσει άδειος και αηδιασμένος από τη φρικαλεότητα της βίας. Είναι ένα βιβλίο που αποθεώνει ανατριχιαστικά τη ζωή, την ειρήνη, την αγάπη, την ανθρωπιά, την ανάγκη να είμαστε και να είμαστε μαζί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου