Συνέντευξη
στον Νέστορα Πουλάκο
στον Νέστορα Πουλάκο
Με αφορμή το ανέβασμα της παράστασης Μένγκελε από τον Κώστα Φιλίππογλου για τρίτη χρονιά στο θέατρο Θησείον, συνομιλήσαμε με τον συγγραφέα του έργου Θανάση Τριαρίδη. Το έργο κυκλοφορεί δωρεάν στο site του συγγραφέα.
Ποια ήταν η αρχική ιδέα για να συγγράψετε τον «Μένγκελε»; Τι ήταν εκείνο που σας ώθησε ώστε να αναμείξετε πραγματικά πρόσωπα της Ιστορίας με το φανταστικό στοιχείο;
Το αίτημα να γράψω μια ιστορία με κέντρο της τον Γιόζεφ Μένγκελε ξεκίνησε μέσα μου στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Η πρώτη μου προσπάθεια ήταν ένα μυθιστόρημα (γραμμένο κάπου στα χρόνια 1991-1994) με πρωταγωνιστή έναν άντρα που είχε γεννηθεί μέσα στο Εργαστήριο Πειραμάτων του Μένγκελε (και, μάλιστα, από το ίδιο του το σπέρμα). Ο ναρκοληπτικός ήρωας (ο οποίος, όχι τυχαία, λεγόταν Ύπνος) στα όνειρά του συνομιλούσε με τον Μένγκελε-«Πατέρα». Στο τέλος του μυθιστορήματος, ο Ύπνος καταλάβαινε πως ο Μένγκελε-«Πατέρας» έχει «καταφύγει» μέσα στα όνειρά του και ο μόνος τρόπος για να λυτρωθεί από αυτόν ήταν να αυτοκτονήσει κόβοντας το λαιμό του με μαχαίρι. Καθώς ολοκλήρωνα εκείνη την αφήγηση, ένιωσα πως τα μέρη όπου εμφανιζόταν ο Μένγκελε ως φάντασμα του «Πατέρα» (ή και ως Φρέντι Κρούγκερ) δεν με ικανοποιούσαν διόλου: ο ανυπόφορος συμβολισμός τους υπονόμευε ή και ακύρωνε κάθε σπασμό ανθρωπινότητας που γύρευα (και εξακολουθώ να γυρεύω) από τις αφηγήσεις. Έτσι, τα «Πουλιά του Ύπνου» λογαριάστηκαν ως αποτυχημένη απόπειρα και παραχώθηκαν στα βάθη των αρχείων ενός παλιού, (οριστικά;) παροπλισμένου σκληρού δίσκου.
Στις δύο δεκαετίες που ακολούθησαν, η αναζητούμενη αφήγηση γύρω από τον Μένγκελε αντιστεκόταν μέσα μου όλο και πιο επίμονα – και συνάμα διαχεόταν, σαν εμμονικός ψυχαναγκασμός, σε κάθε βιβλίο μου. Πέρα από το ιστορικό πλαίσιο, που έτσι κι αλλιώς φάνταζε απροσπέραστο, το συμβολικό φορτίο είχε καταστεί δυσβάσταχτο. Μάταια έψαχνα τη δομή της υπόθεσης που θα μου επέτρεπε να προσπεράσω το σύμβολο (και την αφηγηματική πολιτική ορθότητα που προϋπέθετε) για να δω πέρα από αυτό.
Το φθινόπωρο του 2010, ξεκίνησα τη σειρά των διαλογικών (;) αφηγήσεων όπου ένας αφηγητής πλάθει (:σμιλεύει, αναγεννά ή ό,τι άλλο) με τα λόγια τον άλλον και συνάμα πλάθεται (:σμιλεύεται, αναγεννιέται) από αυτόν: πρόκειται για τις αφηγήσεις που πλέον ονομάζω «θεατρικά έργα», επιμένοντας, ωστόσο, στα εισαγωγικά. Κάποτε, κι ενώ δούλευα κοντά ένα χρόνο σε αυτήν την ακολουθία, κατάλαβα πως τις δύο προηγούμενες δεκαετίες δεν έψαχνα τη δομή της υπόθεσης αλλά τη φόρμα της αποσυμβολοποίησης του Γιόζεφ Μένγκελε και πως η αφήγηση-«θεατρικό έργο» μού έδινε αυτή τη δυνατότητα: ένας άντρας σε ένα βαγόνι θα γινόταν ο «Μένγκελε», μια γυναίκα απέναντί του θα γινόταν η «Εσθήρ», όλα θα συνέβαιναν υπό το πρόσχημα του παιχνιδιού «αν είσαι, είμαι», το βαγόνι θα γινόταν το εφιαλτικό όνειρό τους. Έξαφνα τα πάντα έμοιαζαν πολύ εύκολα, σχεδόν φυσικά.
Το «έργο» «Μένγκελε *όνειρο για δύο πρόσωπα σε ένα βαγόνι» γράφτηκε σε τέσσερις εβδομάδες· ωστόσο, για τους λόγους που μόλις ανέφερα, μπορώ βάσιμα να ισχυριστώ πως γραφόταν για είκοσι χρόνια. Και σκέφτομαι πως, διόλου συνειδητά αλλά μάλλον όχι τυχαία, η τωρινή «θεατρική» αφήγηση συναντιέται με εκείνο το θαμμένο μυθιστόρημα των είκοσι δύο μου χρόνων: και στα δύο, το (πραγματικό ή νοερό) τίναγμα του ζεστού, άγριου αίματος από ένα λαιμό καλείται να ολοκληρώσει την ατελή ανθρωπότητα, το αφόρητο αδιέξοδο των ιστορικών καιρών - καλείται να φτιάξει, για μια ακόμη φορά, μια αιμάτινη έξοδο από την αρένα της λεγόμενης «ανθρώπινης κατάστασης».
Το αίτημα να γράψω μια ιστορία με κέντρο της τον Γιόζεφ Μένγκελε ξεκίνησε μέσα μου στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Η πρώτη μου προσπάθεια ήταν ένα μυθιστόρημα (γραμμένο κάπου στα χρόνια 1991-1994) με πρωταγωνιστή έναν άντρα που είχε γεννηθεί μέσα στο Εργαστήριο Πειραμάτων του Μένγκελε (και, μάλιστα, από το ίδιο του το σπέρμα). Ο ναρκοληπτικός ήρωας (ο οποίος, όχι τυχαία, λεγόταν Ύπνος) στα όνειρά του συνομιλούσε με τον Μένγκελε-«Πατέρα». Στο τέλος του μυθιστορήματος, ο Ύπνος καταλάβαινε πως ο Μένγκελε-«Πατέρας» έχει «καταφύγει» μέσα στα όνειρά του και ο μόνος τρόπος για να λυτρωθεί από αυτόν ήταν να αυτοκτονήσει κόβοντας το λαιμό του με μαχαίρι. Καθώς ολοκλήρωνα εκείνη την αφήγηση, ένιωσα πως τα μέρη όπου εμφανιζόταν ο Μένγκελε ως φάντασμα του «Πατέρα» (ή και ως Φρέντι Κρούγκερ) δεν με ικανοποιούσαν διόλου: ο ανυπόφορος συμβολισμός τους υπονόμευε ή και ακύρωνε κάθε σπασμό ανθρωπινότητας που γύρευα (και εξακολουθώ να γυρεύω) από τις αφηγήσεις. Έτσι, τα «Πουλιά του Ύπνου» λογαριάστηκαν ως αποτυχημένη απόπειρα και παραχώθηκαν στα βάθη των αρχείων ενός παλιού, (οριστικά;) παροπλισμένου σκληρού δίσκου.
Στις δύο δεκαετίες που ακολούθησαν, η αναζητούμενη αφήγηση γύρω από τον Μένγκελε αντιστεκόταν μέσα μου όλο και πιο επίμονα – και συνάμα διαχεόταν, σαν εμμονικός ψυχαναγκασμός, σε κάθε βιβλίο μου. Πέρα από το ιστορικό πλαίσιο, που έτσι κι αλλιώς φάνταζε απροσπέραστο, το συμβολικό φορτίο είχε καταστεί δυσβάσταχτο. Μάταια έψαχνα τη δομή της υπόθεσης που θα μου επέτρεπε να προσπεράσω το σύμβολο (και την αφηγηματική πολιτική ορθότητα που προϋπέθετε) για να δω πέρα από αυτό.
Το φθινόπωρο του 2010, ξεκίνησα τη σειρά των διαλογικών (;) αφηγήσεων όπου ένας αφηγητής πλάθει (:σμιλεύει, αναγεννά ή ό,τι άλλο) με τα λόγια τον άλλον και συνάμα πλάθεται (:σμιλεύεται, αναγεννιέται) από αυτόν: πρόκειται για τις αφηγήσεις που πλέον ονομάζω «θεατρικά έργα», επιμένοντας, ωστόσο, στα εισαγωγικά. Κάποτε, κι ενώ δούλευα κοντά ένα χρόνο σε αυτήν την ακολουθία, κατάλαβα πως τις δύο προηγούμενες δεκαετίες δεν έψαχνα τη δομή της υπόθεσης αλλά τη φόρμα της αποσυμβολοποίησης του Γιόζεφ Μένγκελε και πως η αφήγηση-«θεατρικό έργο» μού έδινε αυτή τη δυνατότητα: ένας άντρας σε ένα βαγόνι θα γινόταν ο «Μένγκελε», μια γυναίκα απέναντί του θα γινόταν η «Εσθήρ», όλα θα συνέβαιναν υπό το πρόσχημα του παιχνιδιού «αν είσαι, είμαι», το βαγόνι θα γινόταν το εφιαλτικό όνειρό τους. Έξαφνα τα πάντα έμοιαζαν πολύ εύκολα, σχεδόν φυσικά.
Το «έργο» «Μένγκελε *όνειρο για δύο πρόσωπα σε ένα βαγόνι» γράφτηκε σε τέσσερις εβδομάδες· ωστόσο, για τους λόγους που μόλις ανέφερα, μπορώ βάσιμα να ισχυριστώ πως γραφόταν για είκοσι χρόνια. Και σκέφτομαι πως, διόλου συνειδητά αλλά μάλλον όχι τυχαία, η τωρινή «θεατρική» αφήγηση συναντιέται με εκείνο το θαμμένο μυθιστόρημα των είκοσι δύο μου χρόνων: και στα δύο, το (πραγματικό ή νοερό) τίναγμα του ζεστού, άγριου αίματος από ένα λαιμό καλείται να ολοκληρώσει την ατελή ανθρωπότητα, το αφόρητο αδιέξοδο των ιστορικών καιρών - καλείται να φτιάξει, για μια ακόμη φορά, μια αιμάτινη έξοδο από την αρένα της λεγόμενης «ανθρώπινης κατάστασης».
Το πνεύμα της εκδίκησης ως αντιστροφή της πραγματικής Ιστορίας διαπνέει το βιβλίο σας;
Ο Γιοζεφ Μένγκελε είναι το μεγαλύτερο ιστορικό κακό που γέννησε ο ανθρώπινος πολιτισμός. Ο Μένγκελε βρίσκεται στα έγκατα του Ολοκαυτώματος, που έτσι κι αλλιώς είναι το μεγαλύτερο ιστορικό κακό, διάλεξε ο ίδιος να πάει εκεί για να εγκαθιδρύσει το βασίλειο της προσωπικής φρίκης του: το «Εργαστήριο». Ο βιομηχανοποιημένος θάνατος του στρατοπεδικού κόσμου στην περίπτωσή του μεταλλάσσεται στη μεταφυσική μιας αλληλουχίας υπερανθρωπικών αποφάσεων. Ο Μένγκελε έραβε τα συκώτια ή άλλαζε τα μάτια ζωντανών παιδιών επειδή το σκέφτηκε, επειδή είχε την ιδέα, με τον ίδιο τρόπο που ένα παιδί διαμελίζει και επανασυναρμολογεί τις κούκλες του. Ό,τι μέσα στους αιώνες προσπάθησε η Δύση να προσδιορίσει ως σταθερό ηθικό αξίωμα (δηλαδή ως καλό) στην περίπτωση του Μένγκελε βιάζεται, διαμελίζεται, αφανίζεται: η ζωή, η παιδικότητα, η αξιοπρέπεια του προσώπου, η ατομικότητα του σώματος. Δύσκολα μπορεί να σκεφτεί κανείς οποιαδήποτε διαφωτιστική συνθήκη που δεν διερράγη στο εργαστήριο πειραμάτων του Άουσβιτς.
Μπορεί να ρωτήσει κανείς: «Αξίζει τόση ενασχόληση με ένα κτήνος που σκότωνε παιδιά κάνοντας πειράματα στο Άουσβιτς;» Απαντάω: Νομίζω πως επιβάλεται… Και νομίζω πως είναι ένα μεγάλο πολιτισμικό κενό η σιωπή της τέχνης γύρω από τον Μένγκελε. Πέρα από μια σχηματική και επίπεδη ταινία («Τα παιδιά από την Βραζιλία», βασισμένη στο μυθιστόρημα του Άιρα Λέβάϊν) η τέχνη αντιμετωπίζει τον Μέγνκελε ως άβατο. Υπάρχουν δεκάδες χιλιάδες (και κάθε λογής) πολιτισμικές δημιουργίες και μυθοπλαστικές αφηγήσεις για το Ολοκαύτωμα, χιλιάδες για τον ναζισμό, εκατοντάδες με κέντρο τον Χίτλερ – μα για τον Μένγκελε χάσκει ένα (εντυπωσιακό) κενό. Υπό μία έννοια αυτό ήταν μοιραίο: η τέχνη αντιμετωπίζει τον άνθρωπο ως αίνιγμα και ο Μένγκελε είναι περίπου εξαρχής ένα (διαβολικό) σύμβολο – δηλαδή είναι ένα σκεύος. Και δεν μπορεί να υπάρξει αφήγηση ή καλλιτεχνική δημιουργία με σκεύη – παρεκτός κι αν αυτά ζωντανέψουν.
Ο Γιοζεφ Μένγκελε είναι το μεγαλύτερο ιστορικό κακό που γέννησε ο ανθρώπινος πολιτισμός. Ο Μένγκελε βρίσκεται στα έγκατα του Ολοκαυτώματος, που έτσι κι αλλιώς είναι το μεγαλύτερο ιστορικό κακό, διάλεξε ο ίδιος να πάει εκεί για να εγκαθιδρύσει το βασίλειο της προσωπικής φρίκης του: το «Εργαστήριο». Ο βιομηχανοποιημένος θάνατος του στρατοπεδικού κόσμου στην περίπτωσή του μεταλλάσσεται στη μεταφυσική μιας αλληλουχίας υπερανθρωπικών αποφάσεων. Ο Μένγκελε έραβε τα συκώτια ή άλλαζε τα μάτια ζωντανών παιδιών επειδή το σκέφτηκε, επειδή είχε την ιδέα, με τον ίδιο τρόπο που ένα παιδί διαμελίζει και επανασυναρμολογεί τις κούκλες του. Ό,τι μέσα στους αιώνες προσπάθησε η Δύση να προσδιορίσει ως σταθερό ηθικό αξίωμα (δηλαδή ως καλό) στην περίπτωση του Μένγκελε βιάζεται, διαμελίζεται, αφανίζεται: η ζωή, η παιδικότητα, η αξιοπρέπεια του προσώπου, η ατομικότητα του σώματος. Δύσκολα μπορεί να σκεφτεί κανείς οποιαδήποτε διαφωτιστική συνθήκη που δεν διερράγη στο εργαστήριο πειραμάτων του Άουσβιτς.
Μπορεί να ρωτήσει κανείς: «Αξίζει τόση ενασχόληση με ένα κτήνος που σκότωνε παιδιά κάνοντας πειράματα στο Άουσβιτς;» Απαντάω: Νομίζω πως επιβάλεται… Και νομίζω πως είναι ένα μεγάλο πολιτισμικό κενό η σιωπή της τέχνης γύρω από τον Μένγκελε. Πέρα από μια σχηματική και επίπεδη ταινία («Τα παιδιά από την Βραζιλία», βασισμένη στο μυθιστόρημα του Άιρα Λέβάϊν) η τέχνη αντιμετωπίζει τον Μέγνκελε ως άβατο. Υπάρχουν δεκάδες χιλιάδες (και κάθε λογής) πολιτισμικές δημιουργίες και μυθοπλαστικές αφηγήσεις για το Ολοκαύτωμα, χιλιάδες για τον ναζισμό, εκατοντάδες με κέντρο τον Χίτλερ – μα για τον Μένγκελε χάσκει ένα (εντυπωσιακό) κενό. Υπό μία έννοια αυτό ήταν μοιραίο: η τέχνη αντιμετωπίζει τον άνθρωπο ως αίνιγμα και ο Μένγκελε είναι περίπου εξαρχής ένα (διαβολικό) σύμβολο – δηλαδή είναι ένα σκεύος. Και δεν μπορεί να υπάρξει αφήγηση ή καλλιτεχνική δημιουργία με σκεύη – παρεκτός κι αν αυτά ζωντανέψουν.
Θα εντάσσατε το έργο σε ένα συγκεκριμένο είδος θεάτρου (ή και λογοτεχνίας);
Έγραψα τα «θεατρικά έργα» μου (τα οποία βάζω σε εισαγωγικά) ως μια σειρά αφηγήσεων προορισμένων για να διαβαστούν – τα έβλεπε δηλαδή ως αφηγήσεις και όχι ως επικείμενηξ παράσταση. Πιο συγκεκριμένα: εδώ και αρκετά (ίσως και δεκαπέντε) χρόνια είχα σκεφτεί μια σειρά ιστοριών (: αφηγήσεων) τρόμου, όπου ο ένας πρωταγωνιστής θα «έπλαθε» τον άλλον – ώσπου στο τέλος τα δημιουργήματα θα παίρνανε τη θέση των πρωτοτύπων, με τον ίδιο τρόπο που φτιάχνεις ένα τέρας και το τέρας αυτό σε καταπίνει. Αυτές οι ιστορίες ξεπερνούσαν τις τριάντα – ωστόσο, μου έλειπε η φόρμα του εγχειρήματος: η αφηγηματική μορφή που τους έδινα (παραδοσιακές νουβέλες-θρίλερ) δεν με ικανοποιούσε διόλου. Έτσι έμειναν ημιτελείς ή μισοσχεδιασμένες, μαζί με τα άλλα ξεχασμένα αρχεία του υπολογιστή. Κάποια στιγμή, πολλά χρόνια αργότερα, το 2010, ένιωσα ότι βρήκα έναν τρόπο να αφηγηθώ (κατά τη γνώμη μου) επαρκώς τις ιστορίες αυτές. Έτσι ξεκίνησα να γράφω εκ νέου τις παλιές ιστορίες, όπου μέσα σε μια φόρμα θεάτρου δωματίου οι άνθρωποι πλάθανε με τους όρους του θρίλερ (ψυχολογικού, θεολογικού, υπαρξιακού ή όπως αλλιώς) τον άλλο, τον εαυτό τους, το παρελθόν και το μέλλον τους, τις γύρω συνθήκες, το τέλος τους. Αυτή η συνθήκη (της αλληλοδιαμόρφωσης) νιώθω πως πλέον στρέχει μέσα μου ακόμη κι αν διαβάζω παλιές ιστορίες (τις «Βάκχες» π.χ. ή τον «Άμλετ»): αν την πιστέψεις πολύ, μπορεί να σε τραβήξει βαθιά μέσα της. Έτσι βρέθηκα να γράφω, μαζί με άλλα συγγραφικά σχέδια, τούτες τις αφηγήσεις σε θεατρική μορφή, τα «θεατρικά έργα» μου, τα οποία λογαριάζω ως ένα συνολικό αφηγηματικό project. Πιστεύοντας πως δεν θα ενδιαφέρουν παρά ελάχιστους, δημοσίευσα μία από αυτές στο Internet. Ο κόσμος του θεάτρου ενδιαφέρθηκε αρχικά για την δουλειά μου – και ο κόσμος αυτός με μάγεψε και να εμπλακώ στη διαδικασία των παραστάσεων και να προγραμματίσω τη διαδικτυακή έκδοση κι άλλων αντίστοιχων «έργων».
Έγραψα τα «θεατρικά έργα» μου (τα οποία βάζω σε εισαγωγικά) ως μια σειρά αφηγήσεων προορισμένων για να διαβαστούν – τα έβλεπε δηλαδή ως αφηγήσεις και όχι ως επικείμενηξ παράσταση. Πιο συγκεκριμένα: εδώ και αρκετά (ίσως και δεκαπέντε) χρόνια είχα σκεφτεί μια σειρά ιστοριών (: αφηγήσεων) τρόμου, όπου ο ένας πρωταγωνιστής θα «έπλαθε» τον άλλον – ώσπου στο τέλος τα δημιουργήματα θα παίρνανε τη θέση των πρωτοτύπων, με τον ίδιο τρόπο που φτιάχνεις ένα τέρας και το τέρας αυτό σε καταπίνει. Αυτές οι ιστορίες ξεπερνούσαν τις τριάντα – ωστόσο, μου έλειπε η φόρμα του εγχειρήματος: η αφηγηματική μορφή που τους έδινα (παραδοσιακές νουβέλες-θρίλερ) δεν με ικανοποιούσε διόλου. Έτσι έμειναν ημιτελείς ή μισοσχεδιασμένες, μαζί με τα άλλα ξεχασμένα αρχεία του υπολογιστή. Κάποια στιγμή, πολλά χρόνια αργότερα, το 2010, ένιωσα ότι βρήκα έναν τρόπο να αφηγηθώ (κατά τη γνώμη μου) επαρκώς τις ιστορίες αυτές. Έτσι ξεκίνησα να γράφω εκ νέου τις παλιές ιστορίες, όπου μέσα σε μια φόρμα θεάτρου δωματίου οι άνθρωποι πλάθανε με τους όρους του θρίλερ (ψυχολογικού, θεολογικού, υπαρξιακού ή όπως αλλιώς) τον άλλο, τον εαυτό τους, το παρελθόν και το μέλλον τους, τις γύρω συνθήκες, το τέλος τους. Αυτή η συνθήκη (της αλληλοδιαμόρφωσης) νιώθω πως πλέον στρέχει μέσα μου ακόμη κι αν διαβάζω παλιές ιστορίες (τις «Βάκχες» π.χ. ή τον «Άμλετ»): αν την πιστέψεις πολύ, μπορεί να σε τραβήξει βαθιά μέσα της. Έτσι βρέθηκα να γράφω, μαζί με άλλα συγγραφικά σχέδια, τούτες τις αφηγήσεις σε θεατρική μορφή, τα «θεατρικά έργα» μου, τα οποία λογαριάζω ως ένα συνολικό αφηγηματικό project. Πιστεύοντας πως δεν θα ενδιαφέρουν παρά ελάχιστους, δημοσίευσα μία από αυτές στο Internet. Ο κόσμος του θεάτρου ενδιαφέρθηκε αρχικά για την δουλειά μου – και ο κόσμος αυτός με μάγεψε και να εμπλακώ στη διαδικασία των παραστάσεων και να προγραμματίσω τη διαδικτυακή έκδοση κι άλλων αντίστοιχων «έργων».
Ποιο μήνυμα θέλετε να περάσατε μέσα από τον Μένγκελε; Ποιος είναι ο στόχος του έργου;
Ο Γιόζεφ Μένγκελε δεν ήταν μια θεϊκή δοκιμασία προς την ανθρωπότητα· δεν υπάρχουν θεϊκές δοκιμασίες, διότι δεν υπάρχει υποκείμενο που να τις επιλέγει. Ο Μένγκελε υπήρξε και γεννήθηκε μέσα στην ανθρώπινη πορεία. Παρόλο που το όνομά του προκαλεί την αποστροφή μας, η βασική του ορμή («έχω το δικαίωμα να κάνω κάτι επειδή το θέλω και το μπορώ») μάς είναι εφιαλτικά (και απελπιστικά) οικεία – πολύ περισσότερο οικεία από όσο θέλουμε να ξέρουμε. Εάν αποδεχτούμε τη συμβολοποίησή του (και τη συνακόλουθη υπαγωγή του στο καλλιτεχνικό άβατο), χάνουμε τη δυνατότητα της ουσιαστικής μνήμης της κτηνωδίας του. Και συνάμα χάνουμε τη δυνατότητα του αναστοχασμού: δηλαδή το να συλλογιστούμε την κτηνωδία του Μένγκελε και μέσα από αυτήν να σκεφτούμε τους εαυτούς μας – και, μέσω του αναστοχασμού, να μετρήσουμε το ενδεχόμενο της δικής μας (μικρής ή μεγαλύτερης) κτηνωδίας. Η απώλεια αυτής της δυνατότητας του αναστοχασμού, η εκχώρησή της στην τελετουργία, είναι πνευματική υποχώρηση· για την ακρίβεια, είναι πολιτισμική ήττα.
Όλες οι μεγάλες κτηνωδίες της Ιστορίας δομήθηκαν πάνω στον συμβολικό λόγο – με τον ίδιο απόλυτο τρόπο που πολέμησαν την ελεύθερη καλλιτεχνική έκφραση. Είναι τόσο καθολική η εφαρμογή της παραπάνω πρότασης, που δεν χρειάζεται καν να εξειδικεύσω σε παραδείγματα: η συμβολοποίηση σκοτώνει – με τον ίδιο τρόπο που σκοτώνει και ο Θεός. Το Άουσβιτς έγινε επειδή οι Ναζί, ο γερμανικός λαός που τους ψήφισε και ο δυτικός πολιτισμός που τους κυοφόρησε παραδόθηκαν επί αιώνες στη συμβολοποίηση του «κακού Εβραίου». Αν υπήρχαν επαρκείς πολιτισμικές αντιστάσεις σε αυτή τη συμβολοποίηση, δεν θα υπήρχε Ολοκαύτωμα. Το αίτημα του επανανθρωπισμού των ιστορικών υποκειμένων (θυμάτων αλλά και δημίων) δεν συνιστά «σχετικοποίηση», ούτε κατάργηση των ρόλων του θύματος και του θύτη, αλλά ένα στοίχημα για τη δική μας συνείδηση. Ο επανανθρωπισμός του κακού (όσο κι αν μας τρομάζει ως έννοια) είναι ο μόνος δρόμος για να αναλογιστούμε το κατά πόσο ανήκουμε κι εμείς σε αυτό το κακό, για να το μετρήσουμε μέσα μας. Δεν μπορώ να σκεφτώ άλλον τρόπο πνευματικής επαγρύπνησης.
Ο Γιόζεφ Μένγκελε δεν ήταν μια θεϊκή δοκιμασία προς την ανθρωπότητα· δεν υπάρχουν θεϊκές δοκιμασίες, διότι δεν υπάρχει υποκείμενο που να τις επιλέγει. Ο Μένγκελε υπήρξε και γεννήθηκε μέσα στην ανθρώπινη πορεία. Παρόλο που το όνομά του προκαλεί την αποστροφή μας, η βασική του ορμή («έχω το δικαίωμα να κάνω κάτι επειδή το θέλω και το μπορώ») μάς είναι εφιαλτικά (και απελπιστικά) οικεία – πολύ περισσότερο οικεία από όσο θέλουμε να ξέρουμε. Εάν αποδεχτούμε τη συμβολοποίησή του (και τη συνακόλουθη υπαγωγή του στο καλλιτεχνικό άβατο), χάνουμε τη δυνατότητα της ουσιαστικής μνήμης της κτηνωδίας του. Και συνάμα χάνουμε τη δυνατότητα του αναστοχασμού: δηλαδή το να συλλογιστούμε την κτηνωδία του Μένγκελε και μέσα από αυτήν να σκεφτούμε τους εαυτούς μας – και, μέσω του αναστοχασμού, να μετρήσουμε το ενδεχόμενο της δικής μας (μικρής ή μεγαλύτερης) κτηνωδίας. Η απώλεια αυτής της δυνατότητας του αναστοχασμού, η εκχώρησή της στην τελετουργία, είναι πνευματική υποχώρηση· για την ακρίβεια, είναι πολιτισμική ήττα.
Όλες οι μεγάλες κτηνωδίες της Ιστορίας δομήθηκαν πάνω στον συμβολικό λόγο – με τον ίδιο απόλυτο τρόπο που πολέμησαν την ελεύθερη καλλιτεχνική έκφραση. Είναι τόσο καθολική η εφαρμογή της παραπάνω πρότασης, που δεν χρειάζεται καν να εξειδικεύσω σε παραδείγματα: η συμβολοποίηση σκοτώνει – με τον ίδιο τρόπο που σκοτώνει και ο Θεός. Το Άουσβιτς έγινε επειδή οι Ναζί, ο γερμανικός λαός που τους ψήφισε και ο δυτικός πολιτισμός που τους κυοφόρησε παραδόθηκαν επί αιώνες στη συμβολοποίηση του «κακού Εβραίου». Αν υπήρχαν επαρκείς πολιτισμικές αντιστάσεις σε αυτή τη συμβολοποίηση, δεν θα υπήρχε Ολοκαύτωμα. Το αίτημα του επανανθρωπισμού των ιστορικών υποκειμένων (θυμάτων αλλά και δημίων) δεν συνιστά «σχετικοποίηση», ούτε κατάργηση των ρόλων του θύματος και του θύτη, αλλά ένα στοίχημα για τη δική μας συνείδηση. Ο επανανθρωπισμός του κακού (όσο κι αν μας τρομάζει ως έννοια) είναι ο μόνος δρόμος για να αναλογιστούμε το κατά πόσο ανήκουμε κι εμείς σε αυτό το κακό, για να το μετρήσουμε μέσα μας. Δεν μπορώ να σκεφτώ άλλον τρόπο πνευματικής επαγρύπνησης.
Γιατί επιλέγετε να δίνονται πολλά από τα βιβλία σας δωρεάν στο διαδίκτυο;
Ποτέ δεν ένιωθα (και δεν νιώθω) άνετα εντός της «αγοράς του βιβλίου» που νιώθω πως όλο και περισσότερο βαδίθζει προς την ομογενοποίηση της λογοτεχνίας. Πρόκειται για ένα μάλλον νοσηρό πλέγμα που, αντιστοιχισμένο στον καιρό τους, δεν θα «σήκωνε» κανέναν από τους συγγραφείς που αγαπώ. Ως (σπασμωδική;) αντίδραση σε αυτό το πλέγμα (στο οποίο, δεν έχω αυταπάτες, κατά ένα μέρος ανήκω κι εγώ) αποφάσισα όλα τα βιβλία μου να κυκλοφορούν ελεύθερα στο ίντερνετ – ανεξάρτητα από την όποια έντυπη έκδοσή τους. Το ίντερνετ είναι ένα μέσο αυτοέκδοσης που δίνει ένα σημαντικό περιθώριο ελεύθερης έκφρασης. Ήδη βγαίνουν ανεξάρτητες φωνές πολύ σημαντικές. Και πιστεύω πως σε μια γωνιά του διαδικτύου μπλογκάρει ο νέος Ρεμπό και ο νέος Καβάφης – ερήμην μας. Πολλοί λένε πως στο ίντερνετ κυκλοφορούν ανεξέλεγκτα σκουπίδια. Μακάρι να ανήκω κι εγώ σε αυτά τα ανεξέλεγκτα σκουπίδια και όχι στην ομογενοποιημένη ομοφωνία. Κάτι τέτοιο θα ήταν για μένα τιμή.
Ποτέ δεν ένιωθα (και δεν νιώθω) άνετα εντός της «αγοράς του βιβλίου» που νιώθω πως όλο και περισσότερο βαδίθζει προς την ομογενοποίηση της λογοτεχνίας. Πρόκειται για ένα μάλλον νοσηρό πλέγμα που, αντιστοιχισμένο στον καιρό τους, δεν θα «σήκωνε» κανέναν από τους συγγραφείς που αγαπώ. Ως (σπασμωδική;) αντίδραση σε αυτό το πλέγμα (στο οποίο, δεν έχω αυταπάτες, κατά ένα μέρος ανήκω κι εγώ) αποφάσισα όλα τα βιβλία μου να κυκλοφορούν ελεύθερα στο ίντερνετ – ανεξάρτητα από την όποια έντυπη έκδοσή τους. Το ίντερνετ είναι ένα μέσο αυτοέκδοσης που δίνει ένα σημαντικό περιθώριο ελεύθερης έκφρασης. Ήδη βγαίνουν ανεξάρτητες φωνές πολύ σημαντικές. Και πιστεύω πως σε μια γωνιά του διαδικτύου μπλογκάρει ο νέος Ρεμπό και ο νέος Καβάφης – ερήμην μας. Πολλοί λένε πως στο ίντερνετ κυκλοφορούν ανεξέλεγκτα σκουπίδια. Μακάρι να ανήκω κι εγώ σε αυτά τα ανεξέλεγκτα σκουπίδια και όχι στην ομογενοποιημένη ομοφωνία. Κάτι τέτοιο θα ήταν για μένα τιμή.
Το ετοιμάζετε συγγραφικά αυτή την περίοδο;
Γράφω ακατάστατα και χαοτικά – και, περίπου μοιραία, από τα συγγραφικά σχέδια ολοκληρώνεται μονάχα ένα μέρος (που δεν το ξέρω από πριν). Προτιμώ, λοιπόν, να μιλήσω για τα θεατρικά σχέδια – που είναι κάπως πιο συγκεκριμένα. Στην φετινή χρονιά (την σεζόν 2015-2016) προγραμματίζονται να ανέβουν άλλες τρεις παραστάσεις έργων μου. Είναι ο «Οιδίνους» που θα παιχτεί στο Θέατρο Πορεία από τον ερχόμενο Φεβρουάριο σε σκηνοθεσία του Κώστα Φιλίππογλου με τον Λάζαρο Γεωργακόπουλο και την Άννα Μάσχα. Είναι το «Lebensraum», που θα παιχτεί στα γερμανικά, στο Βερολίνο, επίσης τον ερχόμενο Φεβρουάριο, σε σκηνοθεσία της Έλενας Σωκράτους. Και τέλος είναι μια παράσταση βασισμένη στα «Μελένια λεμόνια» που ετοιμάζεται από την ομάδα AlmaKalma και την καθοδήγηση του σκηνοθέτη Γιάννη Μήτρου προς το τέλος της άνοιξης του 2016.
Γράφω ακατάστατα και χαοτικά – και, περίπου μοιραία, από τα συγγραφικά σχέδια ολοκληρώνεται μονάχα ένα μέρος (που δεν το ξέρω από πριν). Προτιμώ, λοιπόν, να μιλήσω για τα θεατρικά σχέδια – που είναι κάπως πιο συγκεκριμένα. Στην φετινή χρονιά (την σεζόν 2015-2016) προγραμματίζονται να ανέβουν άλλες τρεις παραστάσεις έργων μου. Είναι ο «Οιδίνους» που θα παιχτεί στο Θέατρο Πορεία από τον ερχόμενο Φεβρουάριο σε σκηνοθεσία του Κώστα Φιλίππογλου με τον Λάζαρο Γεωργακόπουλο και την Άννα Μάσχα. Είναι το «Lebensraum», που θα παιχτεί στα γερμανικά, στο Βερολίνο, επίσης τον ερχόμενο Φεβρουάριο, σε σκηνοθεσία της Έλενας Σωκράτους. Και τέλος είναι μια παράσταση βασισμένη στα «Μελένια λεμόνια» που ετοιμάζεται από την ομάδα AlmaKalma και την καθοδήγηση του σκηνοθέτη Γιάννη Μήτρου προς το τέλος της άνοιξης του 2016.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου