Παλιά ιστορία: τα μετάλλια να ’ρχονται, τα κύπελλα, οι τίτλοι, τα ρεκόρ, αδιάφορο αν είναι κάλπικα, στημένα: «Σάμπως οι άλλοι είναι καθαροί;» υπονοείται πάντοτε, ή λέγεται απερίφραστα, γράφεται μάλιστα συχνά, σε μια προκλητική επίδειξη κυνισμού και αμοραλισμού, την ίδια ώρα που το άλλο χέρι γράφει μεγαλόστομες κοινοτοπίες για το ευ αγωνίζεσθαι, το ολυμπιακό ιδεώδες κτλ.
Πιο πρόσφατη ιστορία, σχεδόν ή και τελείως ξεχασμένη, το ρατσιστικό τουίτ της Βούλας Παπαχρήστου και ο αποκλεισμός από τους Ολυμπιακούς του ’12, ιστορία που πήγε λίγο ν’ ακουστεί, τώρα με το χάλκινο μετάλλιο στο Παγκόσμιο Κλειστού Στίβου στο Πόρτλαντ, μα πάλι σκεπάστηκε από τις ιαχές των πιστών της Συγνώμης.
Η επιτυχία της Παπαχρήστου ήταν μεγάλη, ο θόρυβος ελάχιστος, που μάλιστα προκλήθηκε κυρίως από τους «υποστηρικτές» της, και πάντως δεν βγήκε έξω από τον κύκλο της αθλητικογραφίας. Το καπάκι ξανάκλεισε γρήγορα, την ώρα που θα διαβάζονται αυτές οι γραμμές θα ’χουν περάσει κάπου 20 μέρες από τον όποιο θόρυβο, αξίζει όμως να επιμείνουμε, γιατί το θέμα είναι ιδιαίτερα σημαντικό και ξεπερνάει τη μικροϊστορία της εκάστοτε Παπαχρήστου και τη δική μας.
Κάποια αυτονόητα πριν προχωρήσουμε: δεν ζητάει κανείς πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων από τον καλλιτέχνη που μας συγκινεί, από τον συγγραφέα που μας ταξιδεύει, κ.ο.κ. Γιατί το έργο εντέλει μένει, το έργο του Πάουντ έμεινε, του Σελίν, του Μαρινέττι, του Κνουτ Χάμσουν, πέρα από τις φασιστικές ιδέες που υπηρέτησαν. Αυτή όμως η γνώση δεν αναστέλλει την ανυποχώρητη κριτική και τον ιδεολογικό αγώνα απέναντι στον οσοδήποτε μεγάλο καλλιτέχνη, συγγραφέα κτλ. του καιρού μας, ιδίως αν επιδεικνύει ο ίδιος την πολιτικοϊδεολογική ταυτότητά του: αν μη τι άλλο, πρόκειται για στοιχειώδη άμυνα, όταν έχουμε να κάνουμε με συγκεκριμένη, επιθετική έως καθαρά εγκληματική πολιτική και ιδεολογία, όπως η φασιστική.
Τα ίδια θα μπορούσαν να ισχύουν και για αθλητές, έστω και μόνο για τις χαρές που μας δίνουν: δεν ζητάμε, εννοώ, πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων, εκτός κι αν μας το τρίψουν στα μούτρα οι ίδιοι.
Φτάσαμε στη Βούλα Παπαχρήστου, που ένα ρατσιστικό ανέκδοτο, σε δημόσια θέα, στο τουίτερ, της κόστισε τον αποκλεισμό από τους Ολυμπιακούς του ’12. Εξανέστησαν τότε οι «Κεντέρης! Κεντέρης!», ο Σταύρος Θεοδωράκης έγραψε άρθρο με τίτλο: «Ελεος, υποκριτές», ο Διονύσης Τσακνής έγραψε ανοιχτή επιστολή συμπαράστασης («Βούλα, παιδί μου», «μάτια μου»), όλοι υπερασπίστηκαν το «μικρό κορίτσι» των 23 ετών, που «ένα ασήμαντο λάθος έκανε», για το οποίο εξάλλου ζήτησε συγνώμη.
Παράβλεψαν όλοι πως δεν ήταν ουρανοκατέβατο και ορφανό το «απλό ανέκδοτο»: είχε από κοντά και μια φωτογραφία μ’ ένα 45άρι όπλο και επιγραφή «Μολών λαβέ», ένα βίντεο με τίτλο «Γάμα τον κωλότουρκο», μια στενή σχέση με τον Κασιδιάρη, πάλι σε δημόσια θέα, και μια δημόσια υποστήριξή του (π.χ. για το χαστούκι στην Κανέλλη) και άλλα, που μαρτυρούσαν σαφή ιδεολογική στάση.
ΤΩΡΑ Η ΠΑΠΑΧΡΗΣΤΟΥ ξαναγύρισε νικήτρια στον στίβο. Και κανένας δεν θυμήθηκε το προκλητικό παρελθόν της (μόνο ένα καίριο άρθρο είδα στο ίντερνετ από τον Κωνσταντίνο Αμπατζή, «Δεν ξέχασα μόνο εγώ ποια είναι η Βούλα Παπαχρήστου, δυστυχώς»). Εστω περασμένα, ξεχασμένα.
Διαβάζω όμως εδώ για την Παπαχρήστου, που «χόρεψε σαν ελκυστική νεράιδα», αγνοώντας «όσους θα τη χαρακτήριζαν οπισθοδρομική» (Σπ. Τσάμης, «Φλόγα και πίστη! Σ’ ευχαριστούμε, Βούλα», 21/3)! Θα μπορούσε να λείπει η υπαινικτική τελευταία φράση, και μάλιστα με τα «όσους θα…» και «οπισθοδρομική», φράση που αποτυπώνει έναν ιδεολογικό αμοραλισμό και συνιστά ουσιαστικά πρόκληση, μπροστά στην οποία οφείλουμε να αμυνθούμε.
Δεν δημοσιεύτηκε τίποτ’ άλλο στην εφημερίδα (αλλά και γενικότερα, ξαναλέω), λ.χ. αντίδραση κάποιου αναγνώστη, κάτι που να δικαιολογεί ένα σχόλιο που ακολούθησε σε δύο μέρες, στη στήλη με τον (εύγλωττο) τίτλο «Αβάδιστα» και την υπογραφή: manE.
Αντιγράφω (και υπογραμμίζω): «Ερώτησις: Ολοι εσείς που σκούζετε και κραυγάζετε για την παγκόσμια πρωταθλήτρια Βούλα Παπαχρήστου και το –λέτε πολλοί– ρατσιστικό παρελθόν της, τι ακριβώς θέλετε; Τι ακριβώς επιδιώκετε; Τίνι τρόπω θα κορεστεί η ανθρωποφαγία σας; Εσφαλε, πλήρωσε, επανήλθε, τα έδειξε και κρέμασε το μενταγιόν… Τίποτα άλλο;»
Αρνούμαι να δεχτώ αυτό το β΄ πληθυντικό πρόσωπο που με περιέχει, που μου απευθύνεται, μ’ αυτόν τον τσαμπουκά και τη λεκτική βία, από το «σκούζετε» ώς το μαγκίτικο «κρέμασε το μενταγιόν» και ιδίως «τα έδειξε» (εννοείται: τ’ αρχίδια που έχει!), με το ιταμό κλείσιμο «Τίποτα άλλο;»
Ξαναδιαβάζω, και σαν να έχω στ’ αφτιά μου τη βορβορώδη φωνή του Στέφανου Χίου. Και σκέφτομαι πως, ναι, όλα ιδεολογία είναι, όλα αγώνας ιδεών. Που δεν πρέπει να σταματάει ποτέ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου