Τρίτη 19 Απριλίου 2016

Κουζέλη Λαμπρινή, Μαρία Στεφανοπούλου: Αναζητώ την αίσθηση της Ιστορίας,TOΒΗΜΑ


 
Η συγγραφέας μιλάει για την εμπειρία του πολέμου και το τραύμα που μεταφέρεται από γενιά σε γενιά, την ανάγκη για συμφιλίωση και τη λογοτεχνία ως διαμεσολαβητή
Μαρία Στεφανοπούλου: Αναζητώ την αίσθηση της Ιστορίας
«Δεν αποζητούσα τη σκέτη καταγραφή γεγονότων στα Καλάβρυτα το 1943 αλλά ήθελα να ακούω τον απόηχό τους» λέει η Μαρία Στεφανοπούλου


Μαρία Στεφανοπούλου
Αθος, ο δασονόμος

Εκδόσεις Το Ροδακιό, 2014,
σελ. 284, τιμή 19,08 ευρώ

«Είμαι πολύ αναστατωμένη με αυτά που συμβαίνουν»
 είναι οι πρώτες κουβέντες της μόλις συναντιόμαστε. Αναφέρεται στο Προσφυγικό. Την αναστατώνουν η επιβεβλημένη από τα γεγονότα φυγή, η μοιραία περιπέτεια της προσφυγιάς, ο παραλογισμός της βίας του εμφυλίου πολέμου από όπου όλα ξεκινούν. Είναι τα θέματα που απασχόλησαν τη Μαρία Στεφανοπούλου στο μυθιστόρημά της Αθος ο δασονόμος (Το Ροδακιό, 2014), το οποίο τιμήθηκε τον περασμένο Δεκέμβριο με το Βραβείο Μυθιστορήματος του Ιδρύματος Πέτρου Χάρη της Ακαδημίας Αθηνών. Με σπουδές φιλολογίας στην Ιταλία, έζησε πολλά χρόνια στη Γαλλία και έχει εκδώσει δοκίμια και μελέτες για το θέατρο και τη λογοτεχνία, νουβέλες και διηγήματα. Ο Αθος ο δασονόμος είναι το πρώτο της μυθιστόρημα, το οποίο βασίζεται στα γεγονότα του Δεκεμβρίου του 1943 στα Καλάβρυτα. Το μεταφερόμενο από γενιά σε γενιά τραύμα του πολέμου, η εκδίκηση, η σιωπή και η συγχώρεση κυριάρχησαν σε μια συζήτηση με επίκεντρο τον πόλεμο - τότε και σήμερα.

Ο Αθος εκτελείται στα γερμανικά αντίποινα του Δεκεμβρίου του 1943 στα Καλάβρυτα. Η γυναίκα του Μαριάνθη με την κόρη της Μαργαρίτα εγκαταλείπουν την πόλη. Το φονικό θα στοιχειώσει αργότερα τη Λευκή, κόρη της Μαργαρίτας, η οποία αναλαμβάνει να το διερευνήσει. Το μυθιστόρημα εκκινεί από ένα ιστορικό γεγονός αλλά δεν είναι ιστορικό μυθιστόρημα...
«Ισως μπορούμε να το πούμε αντιπολεμικό μυθιστόρημα. Τι σημαίνει αυτό όταν ο αντιστασιακός αγώνας τότε ήταν δίκαιος και αναγκαίος πόλεμος; Αλλά και ο Εμφύλιος, απ' όπου εμπνέεται το δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος, δεν ήταν ένας δίκαιος πόλεμος, αφού οι διωκόμενοι αριστεροί έτρεχαν να ξεφύγουν σαν πληγωμένα αγρίμια στα βουνά και αναγκάστηκαν να πολεμήσουν; Το μυθιστόρημα δεν απαντά σε τέτοια ερωτήματα, μολονότι εκθέτει τις αντιφάσεις τους. Παλινδρομεί ανάμεσα στο παράλογο της βίας και στη λογική που θέλει να τιθασεύσει αυτή τη βία. Πώς να την τιθασεύσει; Πάντως, όχι μόνο με αναστοχασμό και αποχή από τα όπλα. Ο Αθος, ο δασονόμος, που είναι ένας αντιήρωας (στους σκοτωμούς αμάχων πώς να υπάρξει ηρωισμός;), δεν είναι ρομαντικός φιλειρηνιστής, ούτε παραλείπει να βοηθάει τους αντάρτες. Μέσα στην απομόνωσή του στη φύση και τα δάση, διαισθάνθηκε τον ψυχρό πόλεμο που θα ακολουθούσε, τα παιχνίδια της εξουσίας, το μοίρασμα της γης, τον διχασμό της χώρας του».

Στο επίμετρο του μυθιστορήματος αναφέρετε ιστορικές πηγές. Πώς χειριστήκατε, γράφοντας, τη διαλογική σχέση μεταξύ Ιστορίας και λογοτεχνίας και τους διαφορετικούς στόχους τους;
«Χρειαζόμουν και τον ρεαλισμό της αφήγησης, δηλαδή το σταθερό υπόστρωμα της Ιστορίας, αλλά και την υπονόμευσή του. Αντίθετα, τα μυθιστορήματα συγγραφέων που έζησαν στο πετσί τους τον πόλεμο και τον Εμφύλιο, σαν αυτά που διάβαζα και αγαπούσα στην εφηβεία μου - σκέφτομαι το Λοιμό του Αντρέα Φραγκιά - έχουν χτιστεί μόνο με την αλληγορία και τη δύναμη της ειρωνείας, αναπαριστώντας το παράλογο της βίας και ξορκίζοντας την προσωπική συντριβή του συγγραφέα. Εδώ υπάρχει η αίσθηση της Ιστορίας, κι οι ρίζες της αγγίζουν τον ζόφο της ανθρώπινης ύπαρξης. Αυτή την αίσθηση αναζητούσα, όχι τη σκέτη καταγραφή γεγονότων. Τον απόηχό τους ήθελα να ακούω. Στις ιστορικές μελέτες διάβαζα για την "Επιχείρηση Καλάβρυτα": διαπραγμάτευση με τους αντάρτες για ανταλλαγή αιχμαλώτων, εκτέλεση των αιχμαλώτων, μαζικές εκτελέσεις αμάχων σε αντίποινα, πυρπολήσεις χωριών και πόλεων κ.λπ. Στη λογοτεχνία όμως η Ιστορία γίνεται ο κατ' εξοχήν δραματικός χώρος που αποτελεί συμπίλημα ατομικών πεπρωμένων, κι αυτό είναι η αίσθηση των ιστορικών γεγονότων: ανθρώπινα όνειρα, φαντασιώσεις, αμφιβολίες, δισταγμοί, πάθος, μοίρα, εναντίωση στη μοίρα».

Ως τώρα είχαμε μόνο μαρτυρίες, κυρίως των γυναικών οι οποίες επέζησαν των αντιποίνων...
«Είναι δύσκολο να περιγράψεις λογοτεχνικά αυτή τη βία και την οδύνη χωρίς να βεβηλώσεις. Η μαρτυρία που αφήνει η Λευκή στα κατάλοιπά της έχει την εντιμότητα να είναι αποτυχημένη: είναι αποσπασματική, ανολοκλήρωτη, το μυθιστόρημα είναι αμφιλεγόμενο, χασματικό, ελλειπτικό, αυτή είναι η ειλικρίνεια του ψεύδους του. Είναι ένα γεφύρωμα και ταυτόχρονα η αδυναμία να γεφυρωθούν τα χάσματά του, μια γραφή όπου συνυπάρχουν μνήμη και λήθη, νεκροί και ζωντανοί, απουσία και παρουσία, διεκδικεί μια ποιητικότητα ώστε η πρόζα του να κινείται συγχρόνως προς τα μέσα και προς τα έξω, πιο πολύ προς τα μέσα».

Επισημάνθηκε από την κριτική ότι το μυθιστόρημα ανοίγει δρόμους στην κατανόηση της σημερινής ανάγκης για συγχώρηση και συμφιλίωση. Ηταν ένας από τους σκοπούς του;
«Αυτό προϋποθέτει πάνω απ' όλα κατανόηση των ιστορικών γεγονότων. Υπάρχει όμως συγχώρηση των ναζιστικών εγκλημάτων; Υπάρχει εθνική συμφιλίωση με ζωντανό ακόμη σήμερα το παρελθόν του Εμφυλίου; Η Μαριάνθη, η γυναίκα του Αθου, είναι εναντίον όλων -των ανταρτών, των Γερμανών και των συνεργατών τους -, η φωνή της είναι μια διαρκής καταγγελία των αδικημάτων. Για να συγχωρέσεις, πρέπει ο ένοχος να σου ζητήσει συγγνώμη. Η Μαριάνθη συγχώρεσε μόνο τον συντετριμμένο Κουρτ, τον λιποτάκτη. Η συγχώρηση λογίζεται μόνο ως συντριβή του υποτιθέμενου ή πραγματικού ενόχου. Ο αντικομμουνιστής σιδηροδρομικός, ο επιζών Φενεός, συγχωρεί εν τέλει τους συντετριμμένους από τον Εμφύλιο αντάρτες και αναγνωρίζει την αυτοθυσία τους στην Αντίσταση (τη μόνη πραγματική θυσία).

Οσο για την εθνική συμφιλίωση, για να εδραιωθεί χρειάζεται όλοι να βλέπουμε κάτι που να βρίσκεται πάνω από όλους. Η σχέση μας όμως, εμάς των Ελλήνων, με το κράτος είναι ως επί το πλείστον σχέση ατομικής ιδιοκτησίας. Ο καθένας μας έχει συνηθίσει να βλέπει το δικό του κράτος, τον δικό πολιτισμό, τη δική του φύση. Αυτό συντηρεί την τραυματική σχέση θύτη - θύματος, και μέσα στην κοινωνία μας και στη συνύπαρξη της χώρας μας με τα άλλα κράτη».


«Για χρόνια κράταγα το στόμα μου κλειστό»

Το μυθιστόρημα αρχίζει με τη φράση «Για χρόνια κράταγα το στόμα μου κλειστό». Στα θέματα συγχώρησης και εκδίκησης η συνήθης στάση είναι η σιωπή. Ισχύει αυτό και για τα εγκλήματα της εποχής μας;
«Εβδομήντα χρόνια πέρασαν για να μπορέσουμε να μιλήσουμε για τα ταμπού του χιτλερικού πολέμου και του Εμφυλίου, να κατανοήσουμε εκείνο που ήταν τότε θολό και κρατούσε τα στόματα κλειστά. Σήμερα ο πόλεμος στη Συρία, η τρομοκρατία των τζιχαντιστών, η προσφυγική τραγωδία είναι εξίσου θολό  πώς συνδέονται μεταξύ τους. Ο πρόεδρος της Γαλλίας λέει ότι βρίσκεται σε πόλεμο και συγχρόνως καλεί τη γαλλική κοινωνία να ενωθεί. Με ποιους είναι σε πόλεμο; Και τα 6 εκατομμύρια γάλλοι μουσουλμάνοι που ζουν στη χώρα; Μόνο αν νομιμοποιημένη και άνομη βία σταθούν απέναντι στη δικαιοσύνη και στην ηθική θα σταματήσουν να ατιμάζονται οι κοινωνίες από το τυφλό μακελειό αθώου πλήθους. Επιλέγοντας σήμερα τον "ηρωισμό" του πολέμου (επιτιθέμενου ή αμυνόμενου) είναι σαν να καταφεύγεις στη μόνη αξία που απομένει σ' έναν κόσμο που έχασε το νόημά του».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου