[…]Οι ερευνητές συμφωνούν πως η ενσωμάτωση αυτού του θρήνου οφείλεται στην θρηνητική παράδοση που καλλιεργείται για αιώνες από τις γυναίκες στην καθημερινότητά τους, όταν αποχαιρετούν οικεία πρόσωπα. Προχωρούν δε πιο πέρα υποστηρίζοντας ότι «τα ομηρικά έπη προέρχονται από μια κοινή πηγή, την προσευχή των γυναικών που λεγόταν στον ομαδικό θρήνο» (Weinbaum 2001 :21. Nagy 1974). Ωστόσο, στη μετάβαση από τον ιδιωτικό χώρο στον δημόσιο, με τη δημιουργία της επικής ποίησης, η θρηνητική παράδοση γίνεται πολύτιμο υλικό στα χέρια των ραψωδών που δημιουργούν τις νέες αφηγηματικές μορφές αξιοποιώντας τα μορφολογικά αλλά και θεματικά συστατικά του θρήνου. Στην περίπτωση αυτή, τα ομηρικά έπη (Ιλιάδα και Οδύσσεια) μπορεί να αποτελέσουν λαμπρά παραδείγματα γυναικείας δημιουργίας, η οποία μετεξελίσσεται, στο δημόσιο χώρο, σε ανδρικό προνόμιο, γεγονός που με τον καιρό απομείωσε τη συνεισφορά των γυναικών(ό.π.). Η ενσωμάτωση, επιπλέον, του θρήνου στην επική ποίηση εντάσσεται στις ανάγκες της ομάδας ή της πόλης. Ο πρόωρος θάνατος στο πεδίο της μάχης αντισταθμίζεται με το κλέος, τη δόξα δηλαδή με την οποία αποζημιώνεται ο πεσών στο πεδίο της μάχης για την υπεράσπιση της κοινότητας(Pantelia 2002:23.Meltzer 1994:235).
Λαμβάνοντας υπόψη αυτή την ιστορική παράδοση, επιχειρείται να κατανοηθεί ο τρόπος που χρησιμοποιήθηκε το μοιρολόι, ως είδος της προφορικής λογοτεχνίας, για την απόδοση τιμής και δόξας σ’ όσους σκοτώθηκαν πολεμώντας για την απελευθέρωση της πατρίδας. Αφορμή αποτέλεσαν τα μοιρολόγια που δημιουργήθηκαν από γυναίκες, κυρίως, στην περιοχή της Μάνης και που δημοσιεύτηκαν από τον Πολίτη στον Δ΄ τόμο του περιοδικού Λαογραφία που εκδόθηκε μετά τη λήξη των Βαλκανικών πολέμων. Τα άσματα αυτά χρησιμοποιήθηκαν για να μοιριολογηθούν στρατιώτες που έπεσαν στις μάχες του Μπιζανίου Ιωαννίνων, των Γιαννιτσών, του Σαρανταπόρου και της Τζουμαγιάς στην περίοδο 1912-1913. Το μοιριολόγισμα έγινε στη Μάνη, στα σπίτια των νεκρών, εκτός από δύο μοιρολόγια που αναφέρονται στον δολοφονημένο Βασιλιά Γεώργιο στη Θεσσαλονίκη μετά την απελευθέρωση της πόλης που ειπώθησαν σε εκκλησίες της Μάνης ως μνημόσυνο-συμμετοχή στη δολοφονία.
Τα εισαγωγικά μοτίβα
Συνολικά, δημοσιεύονται δέκα τρία μοιρολόγια στον Δ΄ τόμο, των οποίων η σύνθεση ανήκει σε γυναίκες, εκτός από ένα που δημιουργήθηκε από άνδρα.. Ο δε Πολίτης γράφει «Εις το πρώτον τούτο τεύχος του Δ΄ τόμου της Λαογραφίας, του οποίου επί μακρόν ένεκα των εθνικών περιστάσεων ανεβάλομεν έκδοσιν, προσήκον εκρίναμεν να προτάξωμεν παντός άλλου δημοσιεύματος δύο αυτοσχέδια δημώδη ποιήματα, εν οις ανεπιτηδεύτως διατυπώνονται τα κατέχοντα την ψυχήν του ελληνικού λαού συναισθήματα εν ώρα κρισίμω του βίου αυτού. Είναι δε αληθινή και ακίβδηλος η έκφρασις αύτη των συναισθημάτων, διότι έγινεν εν στιγμαίς καθ’ ας εκ του περισσεύματος της καρδίας καλεί το στόμα, ότε προσποίησις δεν χωρεί, υπό αφελών και απαιδεύτων χωρικών γυναικών, αίτινες δι’ αυτοσχεδίων μοιρολογίων εθρήνουν προσφιλή νεκρόν.»(Πολίτης 1912-1913:3).
Ο Πολίτης αντιλαμβάνεται τη σημασία αυτής της ποιητικής δημιουργίας, την οποία αποδίδει σε «αφελείς και απαιδεύτους χωρικούς» γυναίκες. Υπάρχει ένα πρόβλημα σ’ αυτό το σημείο, παρόλο που το ποιητικό υλικό που φτάνει στα χέρια του Πολίτη έχει τη σφραγίδα της ποιητική δημιουργίας μιας αγράμματης ή μιας γυναίκας που μένει σε χωριό.
Οι μοιρολογίστρες χρησιμοποιούν τα μορφολογικά και θεματικά χαρακτηριστικά του μοιρολογιού, το οποίο μετατοπίζεται σ’ ένα άλλο ιδεολογικό πεδίο. Για παράδειγμα, «το μοιρολόι στο γιο του Λιβανά», που έχει προκαλέσει το ενδιαφέρον αρκετών μελετητών(Morgan 1972: 265-298). Ο πρώτος, μετά τον Πολίτη, που ασχολήθηκε με το μοιρολόι αυτό είναι ο Ρωμαίος σ’ ένα κείμενό του με τίτλο «Ο Βενιζέλος σε ένα μοιρολόγι της Μάνης»(1980: 218-225). Προφανώς, στόχος του παρόντος κειμένου δεν είναι ο Βενιζέλος, αλλά η αλλαγή επικέντρου σ’ ένα είδος προφορικής λογοτεχνίας. «Το μοιρολόγι δραματοποιεί το θάνατο, και ο ίδιος ο σπαραγμός, ακριβώς επειδή αποτελεί ακραία και συμπυκνωμένη-δυσβάσταχτη, πράγματι,- μορφή του πένθους, επιτρέπει και διευκολύνει τη μετέπειτα εκτόνωση και τον κατευνασμό του πόνου»(Saunier 1999:23).
Το μοιρολόι αρχίζει με μια τυπική εισαγωγή, στην οποία η ενδιαφερόμενη να μοιριολογήσει γυναίκα ζητάει την άδεια των οικείων. Πρόκειται για ένα αναγκαίο δομικό στοιχείο, το οποίο έχει υπόψη του η γυναίκα που ετοιμάζεται να συνεχίσει το μοιρολόι. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η Δημοσθέναινα Κουβαρίνα που έχασε το δικό της παιδί σε μάχη στον Σαραντάπορο της Δυτικής Μακεδονίας απευθύνεται στη μητέρα του νεκρού(Stavrianni), αλλά και από τις άλλες γυναίκες(women, on left and right)
Χαιράμενή μου Σταυριανού,
που να χαρής ό τι αγαπάς,
κι’ από δεξιά κι’ από ζερβιά,
μόνε και μένα άφες μου.
[…]
Από τους πρώτους, εισαγωγικούς στίχους συγκροτείται ο κόσμος του μοιρολογιού, που είναι προνομιακός χώρος για τις γυναίκες. Στο μοιριολόγισμα ανασυγκροτείται αυτός ο χώρος, και μέσα από τη συγκεκριμένη τελετουργία ενισχύουν τους δεσμούς τους(Caraveli-Chaves 1980:130), προβάλλουν τη δύναμή τους και αναδεικνύονται, σε μια αυστηρά δομημένη πατριαρχική κοινωνία, σε ορατά, δομικά στοιχεία της κοινωνίας της Μάνης.
Το ίδιο εισαγωγικό μοτίβο σταχυολογείται σε αρκετά από τα μοιρολόγια που χρησιμοποιούνται σ’ αυτό το άρθρο.
- Στο παρακάτω εισαγωγικό μοτίβο η μοιριολογίστρα ακούει τον θρήνο, δεν βλέπει όμως, καθώς είναι σχεδόν τυφλή. Εκφράζει την ενόχλησή της με κάποιες άλλες γυναίκες, που ακολούθησαν τον παραδοσιακό τρόπο στη συγκρότηση του μοιρολογιού με την έκφραση του έντονου πόνου τους για την απώλεια των παιδιών τους στο πεδίο της μάχης
Δε λέπουσι τα μάτια μου
με σκάσατε και δεν μπορού,
τον εαυτό μου δε βαστού,
το μοιρολόγι θε να που.
(Χριστολιάκος 1912-1913: 670)
- Είναι εισαγωγικό μοτίβο για τον ίδιο νεκρό. «Η θρηνωδός εν προοιμίω ζητεί την άδειαν παρά των συνελθουσών γυναικών να θρηνήση και αυτή ως αντιπρόσωπος της πενθεράς της», που δεν ζούσε και ήταν αδελφή του πατέρα του νεκρού.
Γυναίκες να μ’ αφήσετε
λίγο να φανερώνουμαι,
να βγαίνω αντιπρόσωπη,
της λαμπριανής μου πεθεράς
γιατί αν ήτα ζωντανή,
θα σκουζε δυνατή φωνή,
στην Τζουμαγιά ν’ αγροικηθεί,
για το κορμί του Πέτρακα,
που έμεινε στην Τζουμαγιά,
στης Τζουμαγιάς τα ρέματα
(Μανολάκος(1912-1913: 674)
- Κι αυτό το εισαγωγικό μοτίβο είναι στον ίδιο προσανατολισμό, μόνο που η άδεια ζητείται από άνδρα, αδελφό του νεκρού, στρατιώτης και ο ίδιος που τραυματίστηκε στο πεδίο της μάχης. Παρόλο που το δικαίωμα του θρήνου έχουν και οι άντρες, όμως δεν είναι σύνηθες φαινόμενο(Seremetakis 1990: 488.Holst-Warhaft 1992).
Γυναίκες σας παρακαλώ
για δόστε μου λίγο καιρό,
τι κάνετε λογαριασμό
τ’ είμαι του Μήτσου αδερφός,
καϊμός μου κι αναφτός λαμπρός!
(Μανολάκος 1912-1913: 679)
- Στο μοιρολόι μοιρολογεί η μάννα του Γιάννη Αρβανίτη, «εκ του χωρίου Καινούργια Χώρα του δήμου Λαγίας», ο οποίος «υπηρετών εις τον στρατόν εφονεύθη εν Μπιζανίω»(Μανολάκος 1912-1913: 676). Η μοιρολογίστρα χρησιμοποιεί ένα σύνηθες μοτίβο στα μοιρολόγια, όταν εύχονται στη χήρα του νεκρού να ζήσει και δεν την αποκαλούν χαιράμενη, ένας χαρακτηρισμός που αποδίδεται στη γυναίκα, της οποίας ζει ο σύζυγος. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η επιλογή του μοτίβου αυτού τόσο οφείλεται τόσο στο γεγονός ότι η μάνα είναι πρώτη στον κύκλο των συγγενών που μοιρολογούν όσο και στον καθήκον της να ανακοινώσει στη νύφη της τη μη απώλεια του δικαιώματος να θεωρείται παντρεμένη-και συνεπώς να φέρει τα σύμβολά της-λόγω του τρόπου που πέθανε o άντρας της.
Φίδι να φάη τη γλώσσα μου
το λόγο που θενά σε που,
νυφούλα μου πολύχρονη,
που τα παιδιά σου να χαρής
και τα παιδιά του κύρη σου,
και ναν τα χαίρομαι κ’ εγώ.
(ό.π.)
- Το μοιρολόι προέρχεται από την περιοχή της Κυνουρίας Πελοποννήσου. «Το κατωτέρω μοιρολόγιον ηυτοσχεδίασε θρηνούσα η Δέσπω, σύζυγος του εν Ηπείρω πεσόντος την 7 Ιανουαρίου 1913 Στυλιανού Γεωργουλή, μόνου άρρενος τέκνου της χήρας Γεωργουλή.»(Πολίτης 1912-1913:681). Η μοιρολογίστα ως σύζυγος δεν ζητάει άδεια εισερόμενη απευθείας στο γεγονός που της προξένησε πόνο.
Πολλαίς μάχαις επέρασες εις τη Μακεδονία,
και εχάθηκε χρυσούλι μου,[‘ ς την πρώτην την επίθεση]’ς το έρημο Μπιζάνι,
οπού αυτό, λεβέντη μου κοντεύη να με ξεκάνη.
Αχ! Πού είσαι, Στέλιο, μάτια μου, να ευφρανθή η ψυχή σου!
Τα Γιάννενα τα πήραμε, το έρημο Μπιζάνι,
κι’ όλος ο κόσμος, ο ντουνιάς, έπιασε να τα πάρη(;)
(ό.π.)
- Και το παρακάτω εισαγωγικό μοτίβο ανήκει σε μοιρολόι που ειπώθηκε εκτός Μάνης, στο Άργος της Πελοποννήσου. «Εν Αχλαδοκάμπω του Δήμου Υσιών της επαρχίας Άργους μία των καλυτέρων οικογενειών είναι η των Αθανασόπουλων. Εκ ταύτης ο Ευαγ. Αθανασόπουλος εφοονεύθη κατά την μάχην Τζουμαγιάς(15 Ιουλίου 1913).Επί τη αναγγελία δε του θανάτου του συνήλθον οι συγγενείς και φίλοι εις την οικίαν του φονευθέντος και εθρηνώδησαν το κάτωθι μοιρολόγιον» (Σιμιτζόπουλος 1912-1913:680). Το εισαγωγικό μοτίβο εκφράζει τόσο την ψυχική ένταση του προσώπου που μοιρολογεί όσο και τη θέση του απέναντι στον πόλεμο.
Παρακαλώ το Βασιλιά κι’ αυτόν το Βενιζέλο
Πότε θα πάψη ο πόλεμος, να γίνη η ειρήνη
(Σιμιτζόπουλος ό.π.)
- Ανήκει στον κύκλο των μοιρολογιών «των αυτοσχεδιασθέντων κατά το μνημόσυνον του βασιλέως Γεωργίου εν εκκλησίαις της Αρεοπόλεως εν τη επαρχία Οιτύλου, τον μήνα της δολοφονίας, Μάρτιον 1913». Το μοτίβο με τις καμπάνες που αναγγέλλουν το θλιβερό γεγονός, ενώ ταυτόχρονα καλούν τους ακούοντες να λάβουν μέρος στον θρήνο είναι γνωστό (Χτυπούν καμπάνες θλιβερά, πικρά φαρμακωμένα. Saunier 1999:32).
Βαρούν καμπάναις θλιβερά
προς χάριν του Βασιλιά,
κι’ ο Βασιλιάς να ναι καλά.
Βάρτε καμπάναις λυπερά και ψέλνετ’ οι παπάδες
κι’ ανάψετε την εκκλησιά μ’ ολόμαυραις λαμπάδαις.
(Πολίτης 1912-1913:692).
- «Το μοιρολόγι τούτο εποίησεν ο εκ Βοιτύλου αγράμματος χωρικός Καράμπελας, υπερπεντηοκοντούτης την ηλικίαν και το εμοιρολόγησεν εν τη εκκλησία του χωρίου του κατά το μνηξμόσυνον του αειμνήστου βασιλέως Γεωργίου, τελεσθέν την ημέραν της εν Αθήναις κηδείας αυτού.»(Πολίτης 1912-1913:271-272). Η έκφραση «Θε μου» είναι τυπική στην επίκληση για εκδίκηση. Κσι στο συγκεκριμένο εισαγωγικό σημείωμα ο δημιουργός του μοιρολογιού επικαλείται την θεία παρέμβαση για ν’ εκδικηθεί τον δολοφόνο του Βασιλιά. Πρόκειται για ένα διάχυτο μοτίβο στο λαϊκό πολιτισμό, το οποίο επέχει θέση βασικού άξονα στον πολιτισμό της Μάνης.
Θε μου για ρήξε κεραυνούς
να κάψης τους αναρχικούς,
που κάμαν την κακή δουλειά
και σκότωσαν το βασιλιά
’ς τη Σαλονίκη τα στενά!
(ό.π, σ.272)
- «Το κατωτέρω μοιρολόγι συνετέθη και εψάλη εν τω ναώ των Ταξιαρχών της Αρεοπόλεως κατά την ημέραν του μνημοσύνου , υπό της Μαριγώς Α. Λεοντακιανάκου»(Δημοπούλου 1912-1913:273). Το εισαγωγικό μοτίβο αποτυπώνει την ζάουσα συναισθηματική αναστάτωση της δημιουργού, η οποία προσφεύγει στο ρεπερτόριο των μοτίβων που απαντώνται στα μοιρολόγια. Η δημιουργός αντικαθιστά το ‘αν» με το ποιο αφήνοντας άθικτο τους τρεις πρώτους εισαγωγικούς στίχους(ό.π.).
Ποιο σύγνεφο να το φερε αυτό τ’αστροπελέκι;
αν ήρθε από τον ουρανό, ποτέ του να μη βρέξη.
αν ήρθ’ από τη θάλασσα κ’ εκείνη να στερέψη!
σκοτώσανε το βασιλιά, το δοξασμένο θρόνο
κλαίει κι’ ο στόλος, κι’ ο στρατός, κλαίει κι’ ο κόσμος όλος.
Βάρτε καμπάνες δυνατά και σήμαντρα γιομάτα.
(ό.π., σ.274)
- «Ο Γιάννης Μιχαλέας, υπηρετών εις τον στρατόν μετά των άλλων τεσσάρων αδελφών του, έπεσεν εις την μάχην των Γιαννιτσών. Κατά δε το μνημόσυνον , το οποίον έγινεν υπέρ αναπαύσεως της ψυχής αυτού την 13 Νοεμβρίου 1912 εν τω χωρίω Μίνα του δήμου Μέσσης της Μάνης, η άγαμος αδελφή του φονευθέντος Μαρίκα εθρήνησεν εν τη πατρική οικία το κατωτέρω δημοσιευόμενον μοιρολόγιον.»(Μανολάκος 1912-1913:276). Το μοιρολόι αυτό είναι διαφορετικό από τα προηγούμενα. Επανέρχεται στην κοίτη της παραδοσιακής λειτουργίας του μοιρολογιού, στο οποίο οι συγγενείς εκφράζουν τον πόνο τους(Feld 1995). Αυτό πράττει και η αδελφή του Μιχαλέα, η οποία απομακρύνεται από την ιδέα του καλού θανάτου υπέρ πατρίδας, που πραγματεύονται τα προηγηθέντα. Ως εκ τούτου, σπεύδει να κατονομάσει τον αίτιο της δυστυχίας της, τον Βενιζέλο.
Ας όψεται ο Κρητικός,
ο Βενιζέλος ο φερτός,
που έγινε πρωθυπουργός
μέσα εις το ελληνικό,
κ’ ήρθε ν’ ανοίξη πόλεμο,
χωρίς να καταλάβουνε
οι βουλευταίς κ’ οι υπουργοί.
(ό.π., σ.277)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου