Και όσο αγαπούσα όλα τα πρώτα, ειδικά τις νεραντζιές, που σχεδόν εξαφανίστηκαν μαζί με τα προσφυγικά σπιτάκια με αυλές που έγιναν πολυκατοικίες -έπρεπε να φιλοξενήσουν τα παιδιά και τα εγγόνια των προσφύγων στην αρχή, ανθρώπους από αλλού στη συνέχεια-, τις ακακίες δεν τις συμπαθούσα καθόλου.
Δεν μου άρεσε το όνομά τους, κατ’ αρχάς. «Ακακία», έλεγα, «τι άσχημο όνομα είναι αυτό». Για κάποιο λόγο, παρά το στερητικό «α-», επέμενα να το συνδέω με την κακία.
Υστερα, όλο τον χειμώνα ήταν κατάξερες, με γκρίζους, άγριους κορμούς. Μια φορά τον χρόνο έρχονταν οι υπάλληλοι του δήμου και τις κλάδευαν.
Για να μην ψηλώσουν, μου εξήγησαν όταν ρώτησα.
Την άνοιξη πάντως γίνονταν καταπράσινες και προσέφεραν σκιά σε όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού, έως αργά το φθινόπωρο που φυλλοβολούσαν. Επιπλέον, εμάς του πρώτου ορόφου μάς έκρυβαν από τα αδιάκριτα μάτια των περαστικών.
Αναμφισβήτητα χρήσιμες, εμένα πάντως δεν μου άρεσαν…
«Γιατί δεν τις βγάζουμε;» ρώτησα τον πατέρα μου μια φορά, κάπου εκεί στα 15-16. «Να φυτέψουμε κάποιο άλλο δέντρο, πιο όμορφο».
Η γιαγιά κούνησε το κεφάλι της και απάντησε κοφτά. «Δεν τα βγάζουμε τα δέντρα. Οι ακακίες κάνουν πολύ όμορφα λουλούδια. Και όταν περνάς από κάτω, ζαλίζεσαι από τη μυρωδιά τους».
Την κοίταξα δύσπιστη. Δεν είχα δει ποτέ, ούτε φυσικά είχα μυρίσει τα λουλούδια της ακακίας.
«Εγώ δεν τα ’χω δει ποτέ» απάντησα με το θράσος κάθε πολύξερης έφηβης.
«Αμα τις άφηναν μια χρονιά χωρίς να τις κλαδέψουν, θα έβλεπες».
Είχα ήδη βαρεθεί την κουβέντα, δεν ασχολήθηκα ξανά. Υπήρχαν πιο ενδιαφέροντα πράγματα στη ζωή από τις ακακίες.
Μια χρονιά όμως ο δήμος τις ξέχασε. Δεν τις κλάδεψε. Μια άνοιξη, για την ακρίβεια ένα καλοκαιρινό Πάσχα σαν το φετινό, βγήκα στο μπαλκόνι με το πρωινό μου.
Οι ακακίες είχαν ανθίσει. Μακριά τσαμπιά από λευκά μυρωδάτα λουλούδια κρέμονταν από τα κλαδιά. Και τότε όλα απέκτησαν νόημα. Σίγουρα το δέντρο ήταν άκακο και οπωσδήποτε ήταν όμορφο. Ο ορισμός του καλλωπιστικού φυτού. Ενας μικρός, πανέμορφος επιτάφιος στο πεζοδρόμιο.
Σκέφτηκα να απευθυνθώ στον δήμο, να τους γράψω και να τους ζητήσω να μην τις κλαδέψουν ποτέ ξανά, να μη στερήσουν από τους πολίτες αυτή την ομορφιά και αυτό το σχεδόν ερωτικό άρωμα της άνοιξης.
Ρώτησα προηγουμένως έναν γεωπόνο αν είναι απαραίτητο το κλάδεμα, αν το χρειάζονται κάθε χρόνο και πώς θα γίνει να μη σακατεύουμε τα δέντρα. Αναπηρία μού φαινόταν αυτό το κλάδεμα, σαν να στειρώνεις με τη βία την ομορφιά.
«Οχι», μου είπε, «δεν το έχουν ανάγκη. Οχι περισσότερο από άλλα δέντρα». Μου εξήγησε όμως ότι αυτά τα δέντρα, που εγώ ήξερα ως ακακίες, δεν λέγονται έτσι. Το πραγματικό όνομά τους είναι «ροβίνια η ψευδοακακία». Τις εκτιμούν πολύ οι μελισσοκόμοι, γιατί μπορούν να προσφέρουν πολύ και καλής ποιότητας μέλι. Και ότι αν τις αφήσεις μπορούν να φτάσουν σε ύψος τα 25 μέτρα.
«Μάλλον γι’ αυτό τις κλαδεύουν», μου είπε. «Φαντάσου να μπλεχτούν τα κλαδιά τους στα ηλεκτροφόρα σύρματα…».
Λυπήθηκα. Μου φάνηκε κάτι σαν βιασμός της φύσης, σαν να αφήσαμε τη στενή και άγονη λογική να καταπνίξει το δίκαιο του συναισθήματος. Αυτά θα έπρεπε να συνυπάρχουν σε αρμονική αναλογία, έτσι δεν είναι;
Τις κλάδεψαν και την επόμενη και τη μεθεπόμενη χρονιά. Αλλά πια τις έβλεπα με αγάπη.
Και φέτος, οι ακακίες τούς ξεγέλασαν. Εξω από το σπίτι, στο ένα από τα δύο δέντρα έσκασαν δύο μεγαλοπρεπή τσαμπιά. Ισως το κλαδευτήρι και το πριόνι του υπαλλήλου να μην έκαναν καλά τη δουλειά τους. Εγώ όμως επιλέγω μια άλλη εκδοχή: τα δέντρα αντιστάθηκαν και αυτός ήταν ο καρπός της επανάστασής τους…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου