Με αφορμή την ελληνική έκδοση του νέου του μυθιστορήματος «Ο αχός της εποχής» ο κορυφαίος βρετανός συγγραφέας μιλάει στο «Βήμα» για τον Σοστακόβιτς, τη σύγκρουση της τέχνης με την εξουσία, τη μνήμη και τον θάνατο, αλλά και το Brexit
Julian Barnes
Ο αχός της εποχήςΜετάφραση Θωμάς Σκάσσης.
Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2016,
σελ. 240, τιμή 15,50 ευρώ
Ο Τζούλιαν Μπαρνς γεννήθηκε το 1946, στο Λέστερ. Τούτες τις ημέρες πανηγυρίζει ένα μικρό θαύμα: τις προάλλες η ποδοσφαιρική ομάδα της πόλης του αναδείχθηκε πρωταθλήτρια Αγγλίας. Τη στιγμή όμως που άρχιζε η αποκλειστική του συνέντευξη με «Το Βήμα», o κορυφαίος βρετανός συγγραφέας - βραβευμένος με Booker για το Ενα κάποιο τέλος (2011) - ήταν απασχολημένος με κάτι άλλο.
Ο αχός της εποχήςΜετάφραση Θωμάς Σκάσσης.
Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2016,
σελ. 240, τιμή 15,50 ευρώ
Ο Τζούλιαν Μπαρνς γεννήθηκε το 1946, στο Λέστερ. Τούτες τις ημέρες πανηγυρίζει ένα μικρό θαύμα: τις προάλλες η ποδοσφαιρική ομάδα της πόλης του αναδείχθηκε πρωταθλήτρια Αγγλίας. Τη στιγμή όμως που άρχιζε η αποκλειστική του συνέντευξη με «Το Βήμα», o κορυφαίος βρετανός συγγραφέας - βραβευμένος με Booker για το Ενα κάποιο τέλος (2011) - ήταν απασχολημένος με κάτι άλλο.
«Παρακολουθούσα το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα σνούκερ (σ.σ.: είδος μπιλιάρδου) και διέκοψα για να απαντήσω στις ερωτήσεις σας. Θα πρέπει να το θεωρήσετε μεγάλη θυσία εκ μέρους μου» αστειεύτηκε.
«Εχω έλθει στην Αθήνα αρκετές φορές. Η πρώτη φορά ήταν το 1970, νομίζω, πριν μεταβώ στη Νάξο όπου έκανα διακοπές με φίλους. Θυμάμαι ότι με είχε κάψει τόσο πολύ ο ήλιος, στο κατάστρωμα του πλοίου, που πέρασα τις πρώτες μέρες στο νησί κλεισμένος στο δωμάτιό μου για να αναρρώσω. Δικό μου το λάθος, όχι της Ελλάδας. Σήμερα, όποτε γίνεται λόγος για τη χώρα σας, το πρώτο πράγμα που μου έρχεται στο μυαλό είναι τα κυκλαδικά ειδώλια που είδα την τελευταία φορά που επισκέφθηκα το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο: αντικείμενα απαράμιλλης ομορφιάς, ακόμη κι αν δεν φτιάχτηκαν με αυτόν τον σκοπό».
Το νέο του βιβλίο υπό τον τίτλο «Ο αχός της εποχής» είναι μια εξαίρετη μυθιστορηματική (και δοκιμιακή) διερεύνηση της «πολυπλοκότητας της ζωής σε καιρούς τυραννίας».Πρωταγωνιστής είναι ο Ρώσος Ντμίτρι Σοστακόβιτς (1906-1975), ένας από τους κορυφαίους συνθέτες του περασμένου αιώνα. Ο συγγραφέας εισχωρεί στη συνείδηση του μουσικού και περιγράφει την περίπλοκη σχέση του με το σοβιετικό καθεστώς σε τρία στάδια, τις «τρεις συνομιλίες με την εξουσία», εκ των οποίων η μία ήταν (τηλεφωνική) με τον Ιωσήφ Στάλιν.
Πώς θα περιέγραφε ο Τζούλιαν Μπαρνς τη δική του σχέση με τον Σοστακόβιτς; «Σε τρία στάδια, επίσης. Στάδιο 1: τότε που αγόρασα το πρώτο μου βινύλιο με δικό του έργο, την Πέμπτη Συμφωνία - ενώ ήδη με ενδιέφερε έντονα η μουσική από τα εφηβικά μου χρόνια και ενώ ήδη είχα αρχίσει να μελετώ τη ρωσική γλώσσα στο σχολείο. Εκτοτε συνδέθηκα απολύτως με τη μουσική του. Στάδιο 2: το 1979 διάβασα τη "Μαρτυρία" του Σόλομον Βολκόφ, μια βιογραφία του Σοστακόβιτς για την οποία ο συγγραφέας έλεγε ότι βασιζόταν στα απομνημονεύματα του συνθέτη. Η διαφαινόμενη προσωπικότητά του με καταγοήτευσε, η ειρωνεία του, η οξύνοιά του. Και, γενικότερα, τότε άρχισα να καταλαβαίνω τη φύση της "περίπτωσης" Σοστακόβιτς, ότι δηλαδή, ευρύτερα, επέχει θέση "παραδείγματος" στο μεγάλο ζήτημα: Τέχνη εναντίον Εξουσίας. Στάδιο 3: κάποια στιγμή αυτό το διττό ενδιαφέρον συνέκλινε προς την πιθανότητα της συγγραφής ενός μυθιστορήματος. Και το έκανα».
Ο ίδιος έχει πει ότι υπήρξε παιδί του Ψυχρού Πολέμου. Την περίοδο της κορύφωσής του αποφάσισε να επισκεφθεί τη Ρωσία. «Θυμάμαι λ.χ. όταν ξέσπασε η Κρίση των Πυραύλων στην Κούβα, το 1962, ο δάσκαλός μου των Αγγλικών φυγάδευσε τη σύζυγό του στην εξοχή· συναισθάνθηκα ότι το είχε κάνει επειδή φοβόταν ενδεχόμενη πυρηνική επίθεση. Κατά τα λοιπά, υπήρξα ένα αγόρι που δεν ήταν καθόλου πολιτικοποιημένο· αντιθέτως, απεχθανόμουν την πολιτική. Με ενδιέφεραν οι τέχνες και η γνώση (όπως επίσης ο αθλητισμός και τα κορίτσια). Η ρωσική γλώσσα ήταν για μένα η δεύτερη κουλτούρα μου μετά τη γαλλική. Και κάπως έτσι, εκεί γύρω στο 1965, έκανα ένα ταξίδι στη Ρωσία μαζί με φίλους μου, περισσότερο για να δω πώς ήταν γενικώς η χώρα και όχι τόσο για να δω πώς ήταν υπό σοβιετικό καθεστώς. Αναπόφευκτα όμως αυτά τα δύο συγκρούονταν.
»Θυμάμαι πως όταν βγήκαμε από τη βασική οδική αρτηρία που ένωνε τη Μόσχα με το Λένινγκραντ με σκοπό να επισκεφθούμε ένα διάσημο μοναστήρι μερικά χιλιόμετρα μακριά, μας σταμάτησε ακαριαία ένας αγρονόμος και μας γύρισε πίσω, μας υπέδειξε να επιστρέψουμε στον "επίσημο" δρόμο - αυτόν που επιτρεπόταν στους ξένους να ακολουθούν. Πριν αναχωρήσουμε, αγοράσαμε έναν μεγάλο χάρτη της Ρωσίας, πάνω στον οποίο μπορούσες να διακρίνεις μόνο πέντε-έξι δρόμους - τους δρόμους δηλαδή στους οποίους δεν απαγορευόταν στους ξένους να κινούνται. Οι υπόλοιποι, επισήμως, απλώς δεν υπήρχαν. Τι να πω, πιθανώς και να αντιλήφθηκα κάτι για την παράνοια του σοβιετικού συστήματος εκείνη τη στιγμή. Ηταν, σε κάθε περίπτωση, ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον ταξίδι. Εχω όμως την ειλικρινή αίσθηση ότι δεν απέληξε, με κάποιον άμεσο τρόπο, σε αυτό το μυθιστόρημα».
Το συζητήσαμε, βέβαια, κάνοντας μια ουσιαστική αναδρομή σε δύο παλαιότερα που εφάπτονται ποικιλοτρόπως με το εφετινό, τον ευρέως γνωστό «Παπαγάλο του Φλωμπέρ» (1984) και τον «Σκαντζόχοιρο» (1992).
«Εφάρμοσα, γράφοντας για τον Σοστακόβιτς, τον ίδιο βασικότατο κανόνα που ίσχυσε και στην περίπτωση του Φλωμπέρ. Προσπάθησα να επιδείξω τη μεγαλύτερη δυνατή τιμιότητα τόσο ως προς την αποτύπωση του χαρακτήρα του όσο και ως προς την ανάδειξη του τραγικού ιστορικού διλήμματος εντός του οποίου βρέθηκε. Θα θυμάστε, υποθέτω, την εισαγωγική επιγραφή στον "Παπαγάλο" μου: "Οταν γράφεις τη βιογραφία ενός φίλου, πρέπει να το κάνεις σαν να παίρνεις εκδίκηση εκ μέρους του". Ημουν λοιπόν και παραμένω βαθύτατα συμπονετικός προς τον Σοστακόβιτς. Ταυτοχρόνως, από τη στιγμή που θέλεις να είσαι μυθιστοριογράφος, πρέπει να αποδίδεις, όπως λέμε, και στον Διάβολο το δίκιο του. Πρέπει να σέβεσαι και τον αντίπαλο επίσης. Υπό αυτήν την έννοια, είχα δώσει στον Πετκάνοφ (σ.σ.: εμπνευσμένος από τον βούλγαρο κομμουνιστή ηγέτη Τοντόρ Ζίβκοφ)μερικές καλές, δυνατές αράδες. Αλλά και εδώ, στον "Αχό της εποχής", ακόμη και ο Στάλιν έχει ορισμένα καλά επιχειρήματα. Ο συγγραφέας πρέπει να διατηρεί, στο πλαίσιο του μυθιστορήματός του, μια ισορροπία ισχύος, ώστε να καλλιεργήσει, όπως συμβαίνει εδώ, κάποιες αμφιβολίες στους αναγνώστες σχετικά με τον χαρακτήρα του Σοστακόβιτς - "Ναι, αλλά ΓΙΑΤΙ έγινε μέλος του Κόμματος;" με έχουν ρωτήσει πολλοί - και να τους δώσει, επιπροσθέτως, την ευκαιρία να συνειδητοποιήσουν ότι η Εξουσία, ανεξαρτήτως του βαθμού της καταπίεσης που ασκεί, είναι σπανίως ανόητη και ότι η λειτουργία της δεν είναι αναγκαστικά διαφανής».
Με όπλο την ειρωνεία
Ενα είναι εδώ το «όπλο» του δημιουργού απέναντι στους μηχανισμούς του καθεστώτος, η ειρωνεία. «Στον "Παπαγάλο" περιγράφω την ειρωνεία σαν αναπνευστήρα της λογικής, της πνευματικής υγείας. Ο Σοστακόβιτς ήταν μια ειρωνική φύση και η νοοτροπία του ήταν ανάλογη, αλλά εκείνο το καταπιεστικό σύστημα - σύμφωνα με τη δική μου ανάγνωση - τροφοδοτούσε και ενδυνάμωνε κατά κάποιον τρόπο την ειρωνεία του, η οποία ενίοτε έχανε την ψυχή της και μετατρεπόταν σε σαρκασμό. Αλλά, πείτε μου, τι μπορείς να κάνεις όταν κάθε σκέψη πρέπει να λογοκρίνεται και όταν κάθε καλλιτεχνική έκφραση κατευθύνεται και παρακολουθείται; Καταφεύγεις στην ειρωνεία. Ωστόσο, αυτό που ο Σοστακόβιτς ανακαλύπτει είναι ότι η ειρωνεία μπορεί να σε συντροφέψει μέχρι ενός σημείου και να προστατέψει τη μουσική σου ως έναν βαθμό. Τι γίνεται όμως με την προστασία της οικογένειάς σου, της ανθρώπινης καρδιάς σου; Πώς μπορεί να σε προστατέψει η ειρωνεία όταν ο ίδιος σου ο γιος εξαναγκάζεται λ.χ. να σε αποκηρύξει δημοσίως στο σχολείο του; Μιλώντας ευρύτερα, θα έλεγα ότι η ειρωνεία - σε χώρες όπου δεν επικρατεί ολοκληρωτισμός - συγκαταλέγεται στα χρήσιμα εργαλεία ενός καλλιτέχνη. Υπάρχει όμως μια παρανόηση για την ειρωνεία - ότι συνεπάγεται ψυχρότητα, μια αποστασιοποίηση ή ότι ο συγγραφέας που τη μετέρχεται το κάνει για να απορρίψει ορισμένους χαρακτήρες. Οχι, η ειρωνεία και η ενσυναίσθηση μπορούν να συνυπάρξουν. Σκεφτείτε τη "Μαντάμ Μποβαρύ" ως το υπέρτατο παράδειγμα».
Ανάμεσα στο θάρρος και στη δειλία
Ο τίτλος του μυθιστορήματος «Ο αχός της εποχής» παραπέμπει στο κείμενο ενός μεγάλου ρώσου ποιητή που εξέπνευσε το 1938, ως «εχθρός του λαού», σε στρατόπεδο κοντά στο Βλαδιβοστόκ. Ο Τζούλιαν Μπαρνς ενδιαφέρεται πολύ για τη δυνατότητα επιλογής ανάμεσα στο θάρρος και στη δειλία, υπό τις συγκεκριμένες ζοφερές συνθήκες.
«Πράγματι, ο τίτλος προέρχεται από τον ποιητή Οσιπ Μαντελστάμ, αν και πιθανότατα ο τελευταίος τον πήρε από ένα δοκίμιο του Αλεξάντρ Μπλοκ. Υπό τέτοιες συνθήκες η ηθική διαφθορά είναι αναπόφευκτη. Η ηθική διαφθορά όμως ενυπάρχει τόσο στη γενναιότητα όσο και στη δειλία. Ενα ολοκληρωτικό καθεστώς, αν του αντισταθείς με ηρωισμό, θα σε δεχθεί ως μάρτυρα αλλά αμέσως μετά θα απαιτήσει να μαρτυρήσουν μαζί σου τα μέλη της οικογένειάς σου και οι φίλοι σου. Τι νόημα έχει τότε η ευθύνη, η υπευθυνότητα; Ισως είναι πιο ηρωικό να μην είσαι ήρωας. Αν είσαι δειλός, μπορείς τουλάχιστον να προστατεύσεις τους οικείους σου υποβιβάζοντας κατ' ανάγκη τον ίδιο σου τον εαυτό. Δεν πιστεύω ότι υφίσταται ένας γενικώς αποδεκτός κανόνας για την ηθική συνέπεια - εκτός πια κι αν αποφασίσεις να αποκόψεις πλήρως τη ζωή σου από τους υπόλοιπους ανθρώπους, να γίνεις λ.χ. ένας ερημίτης - ακριβώς επειδή αυτή δοκιμάζεται από διαφορετικές απαιτήσεις σε διαφορετικές κοινωνίες. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα έπρεπε να εγκαταλείψουμε την ιδέα της ηθικής συνέπειας, κάτι που ισχύει ακόμη περισσότερο για την ιδέα της αλήθειας. Μπορούμε ασφαλώς να αποδεχθούμε ότι την αλήθεια, σε ένα ποσοστό 100%, είναι αδύνατον να τη βρούμε· αλλά, ξέρετε, ένα ποσοστό 68% της αλήθειας είναι πάντοτε προτιμότερο από το 67%».
Μια και ο ίδιος αναφέρθηκε σε ποσοστά - και επειδή έχει γράψει ένα μυθιστόρημα για την αγγλική ταυτότητα, το «England, England» (1998) - του ζητήσαμε να μας πει πώς βλέπει το επικείμενο δημοψήφισμα στο Ηνωμένο Βασίλειο.
«Α! Θα το λάτρευε αυτό το δημοψήφισμα ο σερ Τζακ Πίτμαν! Θα ήταν υπέρ της αποχώρησης, είμαι απολύτως σίγουρος. Το σχέδιό του για τη δημιουργία ενός τεράστιου εμπορικού πάρκου αναψυχής που θα περιέχει καθετί το "αγγλικό", πιθανότατα θα απέδιδε περισσότερα, οικονομικά και τουριστικά μιλώντας, αν το Ηνωμένο Βασίλειο εγκατέλειπε την Ευρωπαϊκή Ενωση. Νομίζω επίσης ότι θα χρηματοδοτούσε απλόχερα την εκστρατεία υπέρ του Brexit. Ως σήμερα έχει εξελιχθεί όλο αυτό σε μια καταθλιπτική υπόθεση. Και οι δύο πλευρές επιχειρηματολογούν σε μια οικονομική βάση, ξέροντας πολύ καλά ότι η πλειοψηφία των πολιτών δεν μπορεί να γνωρίζει αν, αυτοί που επικαλούνται, έχουν δίκιο ή άδικο. Ο συντηρητικός (ή δεξιός) Τύπος - που ανήκει σε ανθρώπους που δεν ζουν στη χώρα ή σε εταιρείες των οποίων οι έδρες είναι αλλού - γενικότερα προωθεί το Brexit. Η προσφυγική κρίση στην Ευρώπη έχει γίνει βούτυρο στο ψωμί τους. Πάντως κανείς δεν μιλάει εδώ για την Ευρώπη από μια ιδεαλιστική σκοπιά, ούτε προωθεί τη διάσταση της αδελφοσύνης. Προσωπικά είμαι, ασφαλώς, υπέρ της παραμονής μας στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Πιστεύω ότι είμαστε αρκετά ανόητοι ώστε να φύγουμε και αρκετά φοβισμένοι ώστε να παραμείνουμε. Ομως ακόμη κι αν η Μεγάλη Βρετανία φύγει, εγώ, ως συγγραφέας, θα παραμένω "στην Ευρώπη". H Ευρώπη του πολιτισμού, με τους αιώνες των πνευματικών και καλλιτεχνικών της αλληλεπιδράσεων, θα εξακολουθήσει να υπάρχει, ό,τι κι αν αποφασίσουν οι πολιτικοί. Κι αυτό είναι πολύ παρήγορο».
Η πανουργία της μνήμης και η άγνοια του θανάτου
Οι αναφορές στα (πιο προσωπικά) βιβλία του «Χωρίς να φοβάμαι τίποτα πια» (2008) και «Τα τρία επίπεδα της ζωής» (2013) έδωσαν την ευκαιρία στον Τζούλιαν Μπαρνς να μιλήσει για το κατοπινό του έργο. «Εχετε δίκιο: τα ερωτήματα για τη μνήμη και τον χρόνο με απασχολούν όλο και εντονότερα, κάτι όμως που δεν είναι ασυνήθιστο για έναν συγγραφέα που γερνάει. Και οι συγγραφείς, όσο μεγαλώνουμε, γινόμαστε ίσως καλύτεροι στο να εγγράφουμε τους χαρακτήρες ή τις αφηγήσεις μας στον χρόνο. Συνήθιζα, όπως οι περισσότεροι, να είμαι αρκετά πεπεισμένος για το πόσο ισχυρή ήταν η μνήμη μου - και πράγματι ήταν! - αλλά και για το πώς εργάζεται εν γένει η ανθρώπινη μνήμη. Οταν όμως έγραφα το βιβλίο "Χωρίς να φοβάμαι τίποτα πια", είχα μια εκτεταμένη ηλεκτρονική αλληλογραφία με τον αδελφό μου Τζόναθαν που ζει στη Γαλλία (είναι φιλόσοφος, ειδικεύεται στον Αριστοτέλη και στους Προσωκρατικούς). Εκείνος ήταν πιο επιφυλακτικός, πιο σκεπτικιστής από εμένα ως προς τη λειτουργία της μνήμης, δεν την εμπιστευόταν πολύ και θεωρούσε ότι ήταν πιο κοντά στη φαντασία, υπό την έννοια της ανακατασκευής ή της επινόησης, απ' όσο πίστευα εγώ. Με το πέρασμα του χρόνου, πείθομαι όλο και περισσότερο από τη δική του οπτική. Πληθαίνουν, εννοώ, οι ενδείξεις που υπονομεύουν στα μάτια μου τις μακροχρόνιες, δεδομένες "αναμνήσεις". Ως άτομο, αυτό μου προκαλεί μια απογοήτευση, αν και αποτελεί - όπως και πολλές απογοητευτικές όψεις της ζωής - ένα πλούσιο υλικό για εμένα, που είμαι συγγραφέας». Θα έλεγε το ίδιο και για την ιδέα του θανάτου; «Θα έλεγα ότι στην (εν πολλοίς μη θρησκευόμενη) Δύση τα πάμε πολύ άσχημα ως προς τη διαχείρισή του. Τον έχουμε αφήσει στους επαγγελματίες, σαν να μη μας ενδιαφέρει καθόλου ή σαν να μην πρόκειται να μας απασχολήσει ποτέ. Αναβάλλουμε συνεχώς αυτόν τον στοχασμό ώσπου να πλησιάσει "η ώρα του". Και όταν αυτοί που αγαπάμε πεθαίνουν, είμαστε απροετοίμαστοι για αυτή την απώλεια. Και όταν έρχεται η ώρα να πεθάνουμε εμείς οι ίδιοι, δεν ξέρουμε πώς να προετοιμαστούμε για το αναπόδραστο. Ο Σοστακόβιτς θεωρούσε ότι έπρεπε να σκεφτόμαστε τον θάνατο συχνότερα - επειδή, έλεγε, αυτό μας βοηθά να κάνουμε λιγότερα λάθη στη ζωή μας. Προσωπικά, σκέφτομαι τον θάνατο από την ηλικία των 13 ετών, περίπου. Πώς όμως είμαι σε θέση να γνωρίζω ότι δεν θα έκανα τον ίδιο αριθμό λαθών, ακόμη κι αν δεν με διέκρινε αυτή η χαρούμενη άγνοια του θανάτου; Λοιπόν, ο θάνατος θα τερματίσει αυτό το ερώτημα, όπως και πολλά άλλα».
Οι αναφορές στα (πιο προσωπικά) βιβλία του «Χωρίς να φοβάμαι τίποτα πια» (2008) και «Τα τρία επίπεδα της ζωής» (2013) έδωσαν την ευκαιρία στον Τζούλιαν Μπαρνς να μιλήσει για το κατοπινό του έργο. «Εχετε δίκιο: τα ερωτήματα για τη μνήμη και τον χρόνο με απασχολούν όλο και εντονότερα, κάτι όμως που δεν είναι ασυνήθιστο για έναν συγγραφέα που γερνάει. Και οι συγγραφείς, όσο μεγαλώνουμε, γινόμαστε ίσως καλύτεροι στο να εγγράφουμε τους χαρακτήρες ή τις αφηγήσεις μας στον χρόνο. Συνήθιζα, όπως οι περισσότεροι, να είμαι αρκετά πεπεισμένος για το πόσο ισχυρή ήταν η μνήμη μου - και πράγματι ήταν! - αλλά και για το πώς εργάζεται εν γένει η ανθρώπινη μνήμη. Οταν όμως έγραφα το βιβλίο "Χωρίς να φοβάμαι τίποτα πια", είχα μια εκτεταμένη ηλεκτρονική αλληλογραφία με τον αδελφό μου Τζόναθαν που ζει στη Γαλλία (είναι φιλόσοφος, ειδικεύεται στον Αριστοτέλη και στους Προσωκρατικούς). Εκείνος ήταν πιο επιφυλακτικός, πιο σκεπτικιστής από εμένα ως προς τη λειτουργία της μνήμης, δεν την εμπιστευόταν πολύ και θεωρούσε ότι ήταν πιο κοντά στη φαντασία, υπό την έννοια της ανακατασκευής ή της επινόησης, απ' όσο πίστευα εγώ. Με το πέρασμα του χρόνου, πείθομαι όλο και περισσότερο από τη δική του οπτική. Πληθαίνουν, εννοώ, οι ενδείξεις που υπονομεύουν στα μάτια μου τις μακροχρόνιες, δεδομένες "αναμνήσεις". Ως άτομο, αυτό μου προκαλεί μια απογοήτευση, αν και αποτελεί - όπως και πολλές απογοητευτικές όψεις της ζωής - ένα πλούσιο υλικό για εμένα, που είμαι συγγραφέας». Θα έλεγε το ίδιο και για την ιδέα του θανάτου; «Θα έλεγα ότι στην (εν πολλοίς μη θρησκευόμενη) Δύση τα πάμε πολύ άσχημα ως προς τη διαχείρισή του. Τον έχουμε αφήσει στους επαγγελματίες, σαν να μη μας ενδιαφέρει καθόλου ή σαν να μην πρόκειται να μας απασχολήσει ποτέ. Αναβάλλουμε συνεχώς αυτόν τον στοχασμό ώσπου να πλησιάσει "η ώρα του". Και όταν αυτοί που αγαπάμε πεθαίνουν, είμαστε απροετοίμαστοι για αυτή την απώλεια. Και όταν έρχεται η ώρα να πεθάνουμε εμείς οι ίδιοι, δεν ξέρουμε πώς να προετοιμαστούμε για το αναπόδραστο. Ο Σοστακόβιτς θεωρούσε ότι έπρεπε να σκεφτόμαστε τον θάνατο συχνότερα - επειδή, έλεγε, αυτό μας βοηθά να κάνουμε λιγότερα λάθη στη ζωή μας. Προσωπικά, σκέφτομαι τον θάνατο από την ηλικία των 13 ετών, περίπου. Πώς όμως είμαι σε θέση να γνωρίζω ότι δεν θα έκανα τον ίδιο αριθμό λαθών, ακόμη κι αν δεν με διέκρινε αυτή η χαρούμενη άγνοια του θανάτου; Λοιπόν, ο θάνατος θα τερματίσει αυτό το ερώτημα, όπως και πολλά άλλα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου