«Προσοχή, αυτό που βλέπετε δεν είναι σκηνικό». Ισως ένας τέτοιος τίτλος να ταίριαζε στα πλάνα που έδειξαν τα προχθεσινά δελτία και συνόδευαν την είδηση για τη σύλληψη του δολοφόνου του εξάχρονου αγοριού στην Κομοτηνή.
«Σοκ και αποτροπιασμός από το ειδεχθές έγκλημα», έλεγαν. Σοκ όμως και αποτροπιασμό προκαλεί και η μήτρα απ᾽ όπου γεννήθηκε ο 15χρονος εγκληματίας: ο τενεκεδομαχαλάς Αλάν Κουγιού, μια συνοικία μουσουλμάνων Ρομά όπου κατοικούν περίπου 400 οικογένειες. Πληθυσμός κυμαινόμενος.
«Ερχονται Ρώσοι, έρχονται Βούλγαροι, συνέχεια έρχονται». Χωρίς δίκτυα ύδρευσης και αποχέτευσης, με σπιτάκια φτιαγμένα από υλικά κατεδαφίσεων, σαν έτοιμα να γείρουν στη γη. Λάσπη, κρύο, στάσιμα νερά, μπάζα και σκουπίδια. Εκατοντάδες παιδιά που μεγαλώνουν ανάμεσα σε τοίχους από λαμαρίνες, χαρτόκουτα, χωματόπλινθους. Ούτε δάσκαλοι, ούτε σχολείο. Ανεργία καθολική.
Το 1976 προβλήθηκε η βραβευμένη ταινία του Ετορε Σκόλα «Βίαιοι, βρόμικοι και κακοί» (Βrutti, sporchi e cattivi) με τον Νίνο Μανφρέντι να κλέβει την παράσταση, αν και ο αληθινός πρωταγωνιστής είναι μια παραγκούπολη στην περιφέρεια της Ρώμης. Φτώχεια, συνωστισμός, ήθη που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν από χαλαρά έως έκλυτα, μικροεγκληματικότητα.
Ο αυτοσχέδιος παιδικός σταθμός για τα παιδιά της συνοικίας είναι ένα μεγάλο κλουβί με ταβάνι τον ουρανό και φραγμένο με συρματόπλεγμα.
Ο άνθρωπος διαμορφώνει το περιβάλλον του, όμως και το περιβάλλον διαμορφώνει τον άνθρωπο. Η ταινία είναι κωμωδία, υπόσχεται πολύ γέλιο, όμως στην τελευταία σκηνή το χαμόγελο παγώνει όταν βλέπουμε μια έφηβη σε προχωρημένη εγκυμοσύνη να πηγαίνει τα χαράματα στην κοινόχρηστη βρύση για να φέρει νερό. Τουλάχιστον ο βιαστής της να μην είναι συγγενής της, σκεφτόμαστε, χωρίς όμως και να το αποκλείουμε.
Αυτό που για εμάς είναι μια κινηματογραφική εμπειρία, για χιλιάδες ανθρώπους είναι μια αναπόδραστη πραγματικότητα. Εδώ στην Ελλάδα. Ούτε στη Βομβάη ούτε στην Ουγγαρία ή τη Ρουμανία, όπου τα πράγματα για τους Ρομά είναι ακόμα πιο ζόρικα, ενώ το σλαμ της ιταλικής ταινίας, όπως και η (αληθινή) παραγκούπολη στη δική μας «Συνοικία το όνειρο» μοιάζει με Βερσαλίες μπροστά στο Αλάν Κουγιού.
Υπερπρόθυμοι να μιλήσουν στα τηλεοπτικά συνεργεία οι κάτοικοι του μαχαλά. «Δεν έχουμε ούτε εισαγγελέα, ούτε δικηγόρο, ούτε ανακριτή. Κανένας δεν υπάρχει εδώ πέρα. Εγώ σκοτώνω εσένα, εσύ σκοτώνεις εμένα». Και, όπως αποδείχτηκε, εσύ βιάζεις εμένα, εγώ βιάζω έναν πιο αδύναμο από εμένα. Ο θύτης δεν έχει το πρόσωπο της εξουσίας, αλλά του πλησίον, του ομοίου σου, του ίδιου ακόμα και στην κώφωση. Παλιά ιστορία.
Από το 2006 υπάρχει απόφαση του δημοτικού συμβουλίου της πόλης για τη μετεγκατάσταση των κατοίκων του Αλάν Κουγιού. Οικόπεδο για την ανέγερση νέων κατοικιών επίσης υπάρχει.
Το ζήτημα όμως έχει κολλήσει, λένε τα ρεπορτάζ. Ασφαλώς οι κάτοικοι της Κομοτηνής γνωρίζουν καλύτερα το πρόβλημα και κάποιοι θα έχουν δώσει αγώνες για την επίλυσή του. Για εμάς, τους απέξω, χρειάστηκε να θυσιαστεί ένα παιδί ώστε να ανασηκωθεί λιγάκι η κουρτίνα που κρύβει τη σκοτεινή πλευρά της ελληνικής Σελήνης.
«Βγαίνουμε από την κρίση με την κοινωνία όρθια», μας διαβεβαίωνε πριν από λίγους μήνες ο πρωθυπουργός. Οταν όμως ένα κομμάτι της κοινωνίας ζει γονατιστό, σέρνεται στη λάσπη, πόσο καθαρό αέρα μπορούμε να ανασάνουμε εμείς οι όρθιοι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου