Αν ο Μπλανσό στο αφήγημά του «Η τρέλα της ημέρας» (Αγρα, 1988) αναδιπλασιάζει τη φωνή του τρελού και αν ο Αντονέν Αρτό διαλέγεται εν γένει ως ποιητής με τον ψυχωτικό εαυτό του, η ποιήτρια Αγγελάκη-Ρουκ, στο νέο της βιβλίο «Της μοναξιάς διπρόσωποι μονόλογοι», αναδιπλασιάζει την ποιητική της φωνή παραμένοντας το ίδιο πρόσωπο σε έναν σκηνοθετικό και ποιητικό αναδιπλασιασμό.
Και εύλογα αναρωτιόμαστε από πού προκύπτει αυτή η σταθερότητα, το ενιαίο και το διαρκές της φωνής της; Και γιατί επίσης ανοίγουμε την ανάγνωσή μας στην τρέλα;
Η βραβευμένη ποιήτρια, συνδιαλεγόμενη λοιπόν τόσο με τον επικείμενο αφανισμό της όσο και με το παρελθόν, σμίγει τον πόνο με την απουσία της νιότης, συνομιλώντας με τον εαυτό ως έχει και ως Αλλο.
Ενας Αλλος που άλλοτε παίρνει τη μορφή του πόνου, του ποιήματος και άλλοτε του χρόνου και της υποκρισίας, παρασέρνοντάς μας όχι μόνο σε μια εξομολόγηση αλλά και στην είσοδο του ποιητικού της εργαστηρίου.
Παραμένοντας υποχρεωμένη −και ευλογημένη− να παίζει ισόβια το Σώμα, το οποίο για να μην κριθεί «παρεκκλίνον» στην κρίση του κάθε τυχαίου θεού, αστυνόμου, ψυχιάτρου, περαστικού ή αναγνώστη, το μετουσιώνει κοινοποιώντας το ως ποίημα.
Και έτσι καταθέτοντας ισόβια και επαναληπτικά το ίδιο ποίημα (με αποκορύφωση τις συλλογές «Στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα», 2005 και «Η ανορεξία της ύπαρξης», 2011) μάς ανοίγει σε μια ιδιόρρυθμη και ιδιόφωνη ποιητική.
Το νέο της αυτό βιβλίο λοιπόν λειτουργώντας και ως μια ποιητική, μας καλεί στα ενδότερα του ποιητικού της εργαστηρίου. Η σημαντική κυρία των γραμμάτων μας, ως μια νονά της ποίησής μας, μας δωρίζει εθιμοτυπικά το «θεωρητικό» απόσταγμα της ποίησής της το οποίο και εν μέρει δραματοποιεί μ’ έναν μπεκετικό τρόπο.
Η Αγγελάκη-Ρουκ συνολικά, χωρίς να προτάσσει την απεύθυνση στον αναγνώστη και χωρίς να την απασχολεί η υστεροφημία της, καταθέτει ένα είδος απολόγου, δηλαδή έναν τελικό λόγο, που συνοψίζει τη σχέση της με τα εγκόσμια, με τον εαυτό της και με την τέχνη της. Επικεντρωνόμενη στη μοναξιά και τη δυσκολία της ύπαρξης, στο παρελθόν και στη συντροφιά που της κράτησε ισόβια η ενασχόλησή της με την τέχνη, μετατοπίζει εξακολουθητικά το αδιέξοδό της.
Ενα αδιέξοδο που δεν κλείνεται στο πρόσωπό της, αλλά ανοίγεται και διατηρείται στη μετοχή όλων μας στον κόσμο, ως σώματα με όργανα και μέλη, που καλούνται να αντεπεξέλθουν στην ισόβια δοκιμασία τους, ώστε να οδηγηθούν «ομαλά» στην αναίρεσή τους.
Συναντώντας εδώ τον «Ηλιογάβαλο» (Ελεύθερος Τύπος, 1990) του Αρτό όπου διαβάζουμε: «Είμαστε βουτηγμένοι ώς τον λαιμό μες στη δημιουργία, είμαστε βουτηγμένοι με όλα τα όργανά μας: τα σωματικά και τα διανοητικά. Και είναι δύσκολο ν’ ανέβουμε ώς τον Θεό παίρνοντας τον κλιμακωτό δρόμο των οργάνων, όταν αυτά τα όργανα μας καρφώνουν στον κόσμο που βρισκόμαστε και τείνουν να μας κάνουν να πιστέψουμε στην αποκλειστική πραγματικότητα».
Ετσι, μετέχουμε πλέον πέρα από την ποίησή της (βλ. και τη συγκεντρωτική έκδοση «Ποίηση 1963-2011», Καστανιώτη, 2014) και με αυτή την ποιητική, στη δραματική περιπέτειά της.
Σε έναν διπρόσωπο παράλληλο μονόλογο που χωρίς να είναι τραγικός στην ανταγωνιστική μορφή που παίρνει, ανοίγεται στη διαλεκτική της εμφάνισης-αφάνισης, της ανάδυσης του ποιήματος και του προσώπου και στην ακόλουθη συντριβή και καταπόντισή τους, στοχεύοντας στην απεγνωσμένη μας προσπάθεια να διασώσουμε κάτι από τη ναυαγισμένη μας ύπαρξη.
Εκεί μάλιστα η ποιήτρια προτάσσει, ως μέσο για αυτόν τον σκοπό, όχι το ίδιο το ποίημα −όπως συμβαίνει συνήθως− αλλά τη διάσωση του Πνεύματός της (και εδώ συναντά τον Μπλανσό και τον Αρτό) λέγοντάς μας στην ουσία πως εκεί που άλλοι προτείνουν τα έργα, «εγώ δείχνω το πνεύμα μου», επιβεβαιώνοντας επιπρόσθετα και τη μη αποκοπή του ποιήματος από τη ζωή και από το πρόσωπό της.
Επομένως αν ο Αρτό έλεγε «πως γράφουμε για τους αναλφάβητους, μιλάμε για τους αφασικούς και σκεφτόμαστε για τους ακέφαλους», η Ρουκ με τη ζωντανή σάρκα της, το σκεπτόμενο κεφάλι ως σώμα, που διατηρεί ό,τι απώλεσε, και με τη συνείδηση της οδύνης της απώλειας, φαίνεται να δίνει σώμα στους ασώματους.
Και εξηγούμε: καλεί στην ύπαρξη τους διστακτικούς −τους «ανόρεχτους»− για ύπαρξη, τους αγέννητους, που όπως η ίδια μετεωρίζονται στην ενδεχόμενη επαναφορά τους. Ενας δισταγμός, για να επιμείνουμε σε αυτό το παιγνιώδες και υποθετικό πλαίσιο, που οδηγεί στο σώμα της οδύνης, ως το μόνο πράγμα που είναι κάτι, το Σώμα, αλλιώς, ως Αποκάλυψη.
Ενα σώμα τυραννισμένο και οργωμένο από φρίκες που τινάζεται σε κομμάτια και μεταμορφώνεται επαναληπτικά σε ποιήματα, αποκαθιστώντας μέσω της ποίησης το νέο σώμα, μέσω του οποίου η ύπαρξη γίνεται όχι απλά υποφερτή αλλά συχνά και ωραία.
Εχουμε να κάνουμε λοιπόν με μια διαρκή έγνοια της ποιήτριας που αντισταθμίζει τη δυσκολία, την «ανορεξία της ύπαρξης» και είναι εμφανής μέχρι και στους επαναληπτικά επιτυχημένους τίτλους των ποιητικών της συλλογών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου