Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2017

Βασίλης Λαμπρόπουλος Βιβλία στο προσκέφαλο, ΕΦΣΥΝ, 4.1.17

Διαβάζω για να σχολιάζω και να συμμετέχω ενεργητικά

Πολυαγαπημένα, πολυδιαβασμένα, βιβλία που μας διαμόρφωσαν ή μας στήριξαν σε δύσκολες στιγμές. Πρόσωπα της γραφής ξεφυλλίζουν την «αυτοβιογραφική» βιβλιογραφία τους.
Ο Βασίλης Λαμπρόπουλος κατέχει την Εδρα Κ. Π. Καβάφη στα Τμήματα Κλασικής και Συγκριτικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, ενώ τα τελευταία χρόνια διατηρεί το ιστολόγιο poetrypiano.wordpress για τις σχέσεις μουσικής και λογοτεχνίας, αλλά και φιλίας και αντίστασης.
Ο διεισδυτικός, συχνά αποσυνάγωγος μελετητής της νεοελληνικής λογοτεχνίας ξεδιπλώνει την αυτοβιβλιογραφική διαδρομή του μέσα από βιβλία πεζογραφικά, ποιητικά και δοκιμιακά.
Ενας τόνος αισιόδοξης απαισιοδοξίας, καθώς και η αναγνώριση πλέον των χαμένων ουτοπιών στα μικρά, στα πλησίον, διαπερνά την αφήγησή του.
Επιμέλεια: Μισέλ Φάις
Σε όλη μου τη ζωή διαβάζω αναζητώντας κάποια προβληματική, την ανέλιξη κάποιου ζητήματος.
Τα βιβλία που με προσελκύουν προκαλούν μια διερεύνηση και ανοίγουν μια συζήτηση.
Γι’ αυτό πάντα προγραμματίζω με τι θα ασχοληθώ και δεν διαβάζω περιστασιακά. Γι’ αυτό επίσης διαβάζω σχεδόν μόνο σε τραπέζιπρέπει να μπορώ να υπογραμμίζω, να κρατώ σημειώσεις, να φέρνω πρόσθετο υλικό.
Από μικρός ήξερα πως θα γίνω φιλόλογος επειδή η κύρια ενασχόλησή μου ήταν ανέκαθεν να διαβάζω για να σχολιάζω και να συμμετέχω ενεργητικά.
Ο ερμηνευτικός μου ορίζοντας άνοιξε με τους Δαιμονισμένους του Ντοστογιέφσκι, που θέτουν με επείγοντα τρόπο το ζήτημα της αυτονομίας σε σχέση με επανάσταση, βία και ελευθερία.
Ολα τα ηθικο-πολιτικά διλήμματα της νεωτερικότητας αναπτύσσονται εδώ σε μια δεινή και σκοτεινή αφήγηση.
Ταυτόχρονα το Πέρα από το καλό και το κακό μού υπέδειξε τις θεολογικές απαρχές της ενοχής και τις κοινωνικές συμβάσεις της ηθικής τις οποίες ο Νίτσε ανατέμνει με την κριτική δριμύτητα της ρηξικέλευθης μεθόδου που αποκαλεί «γενεαλογία».
Ετσι άρχισα να αποκτώ τα μεθοδολογικά μου εφόδια για τη σπουδή της εξουσιαστικής λειτουργίας της αλήθειας στον πολιτισμό.
Παράλληλα με τον Νίτσε, ο Τόμας Μαν με το μυθιστόρημα Δόκτωρ Φάουστους εστίασε την προβληματική μου στην κλασική μουσική, την τέχνη στην οποία παίχτηκαν τα μεγαλύτερα διακυβεύματα της νεότερης δυτικής κουλτούρας.
Μπορούσα άλλωστε να δω τις ομοιότητές μου με τον φιλόλογο αφηγητή του βιβλίου.
Η μουσική παραμένει ένα σταθερό πεδίο αναφοράς όπου δοκιμάζω γνώσεις και απόψεις.
Αυτή η ρωσο-γερμανική μου περιπλάνηση βρήκε την ελληνόγλωσση πεμπτουσία της στο Μόνον διά της λύπης... του Βύρωνα Λεοντάρη, το μεταμοντέρνο επίτευγμα που δείχνει τι θα μπορούσε να κατορθώσει η ποίησή μας αν δεν είχε υποταχθεί στα κελεύσματα του έθνους.
Το οριακό αυτό έργο συνόψισε μια εναλλακτική λογοτεχνική παράδοση η οποία θα είχε αφετηρία τον δαιμονιακό Λάμπρο του Σολωμού και όχι τον πατριωτικό Υμνο στην ελευθερία.
Η γαλλική μου περιδιάβαση προσανατολίστηκε από δύο ευφυέστατα δοκίμια: Ο βαθμός μηδέν της γραφής του Ρολάν Μπαρτ, το οποίο όρισε τον ριζοσπαστισμό του μοντερνισμού, και Η μεταμοντέρνα κατάσταση του Λιοτάρ, που εξήγησε περιεκτικά την πρισματική προοπτική που τον διαδέχθηκε.
Ξαφνικά όλα επιτρέπονταν και ήδη συντελούνταν. Επιπλέον κατάλαβα πως συγγραφέας και κριτικός είχαν γίνει πλέον ισότιμοι συνεργάτες στην παραγωγή αξιών και εννοιών.
Το ανεξάντλητο πεζογράφημα του Ιταλο Καλβίνο Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης αποθέωσε αυτή τη νέα ερμηνευτική πραγματικότητα, όπως άλλωστε ο ίδιος ο συγγραφέας του το έκανε υποδειγματικά σε όλη τη ζωή του συνεργαζόμενος με φίλους καλλιτέχνες και διανοούμενους.
Δύο ιλιγγιώδεις αντιμεταφυσικές πραγματείες ιχνηλάτησαν την ιστορία της «αλήθειας», κατήγγειλαν την τυραννία της ταυτότητας και υπερασπίστηκαν την αναγκαιότητα της εξέγερσης: Οι λέξεις και τα πράγματα του Μισέλ Φουκό και το Χίλια επίπεδα των Ντελέζ και Γκουαταρί.
Παράλληλα διδάχθηκα από δύο μείζονες συμβολές στο αίτημα της δημοκρατίας για τη διακυβέρνηση που θέλουμε: Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας του Κορνήλιου Καστοριάδη και Η ανθρώπινη κατάσταση της Χάνα Αρεντ συμπύκνωσαν την πάγια τοποθέτησή μου στον ριζοσπαστικό χώρο της άμεσης αυτονομίας και αυτοδιαχείρισης.
Στον φιλολογικό χώρο το αφιέρωμα του περιοδικού Critical Inquiry στη θεσμοθέτηση του λογοτεχνικού και άλλου κανόνα και η πολιτική ανατομία της κριτικής στην Ιδεολογία του αισθητικού του Τέρι Ιγκλετον, καθώς και η ανηλεής κοινωνιολογία του συναγωνιστικού γούστου στη Διάκριση του Πιερ Μπουρντιέ με βοήθησαν να αντιληφθώ τους μηχανισμούς παραγωγής και κατανάλωσης των πολιτιστικών προϊόντων.
Ως το τέλος του 20ού αιώνα τόσο οι τέχνες όσο και οι ανθρωπιστικές σπουδές που ασχολούνται με αυτές είχαν μπει ανεπιστρεπτί στη συναρπαστική αποδομητική και αντιστασιακή τους περίοδο, όπου και ακόμα λειτουργούν.
Σε αυτό συνέβαλε και η κατάρριψη δύο τεράστιων κατασταλτικών ιδεολογημάτων: ο Οριενταλισμός του Εντουαρντ Σαΐντ κατήγγειλε τον ρατσισμό της έννοιας της «βάρβαρης Ανατολής» και η Αναταραχή φύλου της Τζούντιθ Μπάτλερ τον σεξισμό της έννοιας του «φυσικού φύλου».
Το τέλος της αθώας ανάγνωσης και ανιδιοτελούς απόλαυσης ενθάρρυναν αμφίθυμες, αμφίλογες και αμφίρροπες αναγνώσεις, όπως αυτές που εξακολουθεί να καλλιεργεί η προοδευτική έρευνα.
Απογοητευμένος βαθιά από τη Μεταπολίτευση, και ιδιαίτερα από την ένδεια της φιλολογικής επιστήμης και κριτικής σκέψης, τελείωσα τα μεταπτυχιακά μου και έφυγα οριστικά από την Ελλάδα το 1979 με σκοπό να σταδιοδρομήσω στην Αμερική και να αναζητήσω εναλλακτικούς ελληνισμούς που δεν υπακούουν σε καμιά ελληνικότητα.
Πολύτιμοι συνομιλητές σε αυτή τη διαρκή αναζήτηση παραμένουν δύο έργα σπουδαίων Ελληνίδων της διασποράς που πραγματεύτηκαν μορφώματα της μετα-αποικιοκρατικής ταυτότητας: η απαραίτητη μελέτη Τοπογραφίες του ελληνισμού της συναδέλφου (και συζύγου) Αρτεμης Λεοντή και το κορυφαίο μυθιστόρημα του τηλελληνισμού, οι Φιλέλληνες της Μιμίκας Κρανάκη.
Ευτύχησα να ζήσω και να συμβάλω στο λυκόφως των ειδώλων και των επών ενός αποικιοκρατικού ανθρωπισμού που εξουσίασε άτομα και πληθυσμούς μέσω της υψηλής τέχνης.
Είδα τα προσωπικά και συλλογικά διαφωτιστικά οράματα της Δύσης να γίνονται αυταπάτες και εφιάλτες.
Εμαθα πως πρότυπα όπως «το τέλειο», «το αληθινό», «το αιώνιο», το «πανανθρώπινο» υπηρετούν μηχανισμούς ελέγχου και τεχνολογίες χειραγώγησης.
Διαβάζοντας όμως συγκεφαλαιωτικά έργα που κυκλοφόρησαν πολύ πρόσφατα, όπως το ασυμβίβαστο μανιφέστο της Αόρατης Επιτροπής Στους φίλους μας και το μεταφραστικό μυθιστόρημα Ο ταξιδιώτης του αιώνα του Αντρές Νέουμαν (και ξεφυλλίζοντας κάθε καινούργιο τεύχος των Σημειώσεων που μου στέλνει ή μου φυλάει ο μέγας Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος) συλλογίζομαι ξανά πως όσα μας κάνουν ανθρώπινους (κι όχι «ανθρώπους») είναι λίγα και θεμελιώδη: οι έρωτες και οι φιλίες, η τεχνική και η μουσική, η εξέγερση και η αυτονόμηση, η υπευθυνότητα και η ακεραιότητα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου