Η ιστορία της Αννας, «αφεντικού», δηλαδή φύλακα-θυρωρού του μεγάρου επί της Σωκράτους 37 για 40 χρόνια, η ιστορία της Φανής Τακοπούλου, κόρης ραφτάδων που επιστρέφει στο διαμέρισμα με τις εγκαταλειμμένες μηχανές της οικογενειακής επιχείρησης, και η ιστορία της Ελένης που έχει μόλις αποφυλακιστεί μετά την καταδίκη της για τον φόνο του δυνάστη συζύγου της, μπλέκονται μεταξύ τους με αφορμή την εξαφάνιση του Αλβανού Αριστίντ Μπεντό που αναζητά η αστυνομία.
Και καθώς η φθορά του πολεοδομικού ιστού γίνεται μεταφορά της οικονομικής παρακμής και της κοινωνικής φθοράς, πραγματικός πρωταγωνιστής αναδεικνύεται ο αθηναϊκός χώρος και, κυρίως, η πολυώροφη αστική πολυκατοικία του ήδη παρηκμασμένου και χειμαζόμενου πλέον από την κρίση κέντρου της πόλης, με τους στενούς διαδρόμους και τις επικίνδυνες ατραπούς της. Στο σκοτεινό της βάθος, ο παλιός ανελκυστήρας του τίτλου κρύβει μυστικά.
Εγκλωβισμένοι στον ίδιο περίκλειστο και κλειστοφοβικό χώρο, κι ανάμεσα σε τσιμεντένιους όγκους, «κατοικίδια, συσκευές πεταμένες, ξεθωριασμένα δέντρα, επίμονα δέντρα, σωληνώσεις υπόγειες κι εξωτερικές, περίπτερα, τροχοφόρα, πουλιά, όνειρα και κλουβιά» λαθροβιούν, «κρατώντας την ανάσα τους», οι ήρωες της Παπαντωνίου. Μια ανάσα χωρίζει, εξάλλου, τους ζωντανούς από τους πεθαμένους: «όλα τ’ άλλα είναι δευτερεύοντα, θηλυκό αρσενικό, πλούσιος πένης, ευφυής ανόητος, όμορφος άσχημος, οικείος ξένος».
Γειωμένη πάνω στον αναγνωρίσιμο πολεοδομικό ιστό, η ευαίσθητη στους κραδασμούς της πόλης αφήγηση της Παπαντωνίου (εξαιρετική η εστίαση στον καταπιεσμένο γυναικείο ερωτισμό και τον μικροαστικό ψυχισμό) διαπλέκει τεχνηέντως, με εξαιρετικό μοντάζ και αλλαγές φωνής και εστίασης, τη ρεαλιστική αφήγηση με ξεφτίδια αναμνήσεων και εμμονικές λεπτομερείς περιγραφές με σπαράγματα ντοκουμέντων σε ασθματική διαδοχή, λύνοντας μεμιάς πολλά από τα προβλήματα που ταλανίζουν την ελληνική πεζογραφία. Γλώσσα, δομή, αλλά και θέμα. Εκεί που στα χέρια κάποιου άλλου ή άλλης το θέμα μπορεί να εξέπιπτε στο επίπεδο της αστικής ηθογραφίας των τηλεοπτικά κατευθυνόμενων ημερών μας, η ακριβής πένα της Παπαντωνίου καταφέρνει να το απογειώσει.
Και από την αστική κόλαση στον καθαρό εφιάλτη, καθώς από τον ύπνο της λογικής ξεπηδούν τέρατα, όπως στον πίνακα του Γκόγια. Και εδώ, μια ακριβής γλώσσα που γνωρίζει ν’ αγκιστρώνεται στα πράγματα, ακόμα κι όταν αυτά χάνουν τα ρεαλιστικά τους περιγράμματα, απογειώνει μια φαινομενικά απλή στην αφετηρία της ιστορία. Ο «Ιάκωβος» του Κωνσταντίνου Χατζηνικολάου (1974) δεν αποτελεί παρά ανάπτυγμα της απλούστατης εναρκτήριας φράσης του μυθιστορήματος: «Κάποιο πρωινό ένας άντρας ξύπνησε μέσα στο αυτοκίνητό του δίχως να ξέρει πώς είχε βρεθεί εκεί».
Η ιστορία αναπτύσσεται στο σκιόφως («το φως έρχεται από πάνω πάντα, αλλά καμιά φορά νομίζεις ότι βγαίνει από τα έγκατα της γης, απ' τις αβύσσους»), αιχμαλωτίζοντας την ανάγνωση και στροβιλίζοντας τον αναγνώστη για διακόσιες σελίδες στο πιο βαθύ, παγωμένο και βρόμικο ψηλαφητό σκοτάδι.
Η ανάμνηση του ατυχήματος είναι η μόνη και αδύναμη κλωστή που συνδέει τον «άντρα» με την «πραγματικότητα». Με τη μνήμη του «ερημότοπο» («άδειο όσο το διάστημα, που δεν σαρωνόταν ούτε από το πιο αδύναμο αεράκι») θα μείνει καρφωμένος για απροσδιόριστο χρόνο, πιθανώς έναν βαρύ χειμώνα, σε μια ασήμαντη πολίχνη, εκτός τόπου και χρόνου, αιχμάλωτος και φιλοξενούμενος σ’ ένα κελί στο σπίτι του Ιάκωβου, την πρώτη τρύπα με φως όπου βρίσκει να λουφάξει την ημέρα της άφιξής του.
Ο «Ιάκωβος» είναι ένας επαναληπτικός συμβολικός εφιάλτης ανείπωτης συνειδησιακής αγωνίας και απροσμέτρητου φόβου, που μπορεί να έχει κάποια αρχή, αλλά δεν έχει τέλος. Μια μεταφυσική «Οδύσσεια», μια εφιαλτική κατάβαση σε 24 κεφάλαια/ραψωδίες, μια ατέρμονη Νέκυια, αφηγημένη από έναν τελείως αναξιόπιστο αφηγητή που επιστρατεύει όλους τους ρητορικούς τρόπους και τη θεματολογία του αλλόκοτου, του παράδοξου και του φανταστικού.
Στοιβάδες ονείρων, αφυπνίσεις επί αφυπνίσεων, λαβύρινθοι και ιστοί αράχνης, διπλομανταλωμένες πόρτες, κελιά, υπόγεια και παράγκες, ανάπηροι, νάνοι και σουβλερές μύτες, σουρσίματα υφασμάτων που μοιάζουν με σάβανα, κροταλίσματα ακονισμένων δοντιών και βουητό από βρομερές πεινασμένες μύγες, αγέλες σκυλιών που λες και βγήκαν απ’ το χώμα σαν να ’χαν μόλις ξεθαφτεί, παιδικές συμμορίες που εμφανίζονται και εξαφανίζονται από το πουθενά, σιλουέτες που κινούνται πίσω από σκοτεινά παράθυρα, φιγούρες που χάνουν προοδευτικά την υλικότητά τους, θολά αντικαθρεφτίσματα και φαντάσματα που δεν ξέρουν ότι είναι φαντάσματα…
Ποιος είναι ο «άντρας» που βυθίζεται στο αλλόκοτο και στη φασματική ατμόσφαιρα του χωριού; Και ποιος ο Ιάκωβος; Ποιο είναι το ζευγάρι των γέρων που νιώθει σαν να αποχαιρετά ο «άντρας»; Και τι θα συμβεί τελικά;
Οπως στον κόσμο του Κάφκα, έτσι κι εδώ το φανταστικό αποτελεί συστατικό μέρος του πραγματικού και δεν προκαλεί τον δισταγμό μας, γιατί ο κόσμος που το περιέχει είναι το ίδιο αλλόκοτος. Είναι σαν ο ήρωας της «Βλάβης» του Ντίρενματ να «ξεβράζεται» στην πολίχνη του καφκικού «Πύργου». Οπως και να ’χει, κάπως έτσι ο εξπρεσιονισμός της Μεσευρώπης συναντά τον κινηματογράφο του Λιντς. Να τι είναι (και κυρίως δεν είναι) με δυο λόγια ο «Ιάκωβος».
Αλλα δύο, τολμηρά και ευφάνταστα, νέα κείμενα εισέρχονται και αναζητούν τη θέση τους στον λογοτεχνικό χώρο. Δύο ακόμα πρώτες, πλην σαν έτοιμες από καιρό, εμφανίσεις, προφανώς ευτυχής κατάληξη μακρόχρονης και επίπονης εργασίας, ωρίμανσης και εκλέπτυνσης, και όχι τυχαίο αποτέλεσμα ή εύνοια των άστρων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου