Η μέρα των Φώτων, τυπικά χειμωνιάτικη. Συννεφιά αρχικά, τσιάφι στην άκρη του δρόμου αλλά και στη ραχοκοκαλιά, έξω από τη ζεστασιά του καλοριφέρ του αυτοκινήτου. Ο ήλιος κάθεται στην κορυφή της απέναντι τσούμας σκορπίζοντας θαλπωρή σ’ όσους αναζητούσαν τις ηλιαχτίδες στον χώρο μπροστά από το παλιό τελωνείο. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι κι εκείνες που ήρθαν, το νερό, η γέφυρα και το ποτάμι σε απόλυτη αρμονία.
Απουσίαζε όμως ο παπάς. Ηρθε με καθυστέρηση. Κι όλοι μαζί, με αναστεναγμό ανακούφισης, ανεβήκαμε στην κορυφή του τόξου του γεφυριού. Θέαμα εξαίσιο. Και το ποτάμι ήταν θολό, θολό κατεβασμένο, σέρνει λιθάρια ριζιμιά - λέει το τραγούδι. Οχι, εκείνη τη μέρα το ποτάμι έσερνε βάρκες που περίμεναν τον σταυρό.
Ο Αραχθος έχει μια αγριότητα όταν κατεβαίνει από το στενό φαράγγι του. Την ώρα που βγαίνει μπορεί να γίνει τρυφερός συνομιλώντας με τις ακτές αλλά και όσους το δοξολογούν πάνω από τη γέφυρα που τον στεφάνωνε. Κάποτε θύμωνε με την αδιαφορία των ανθρώπων, όπως εκείνη τη χρονιά που παραλογίστηκε γκρεμίζοντας το στεφάνι του.
Ο παπάς άρχισε την ψαλμωδία του. Με φωνή τρεμάμενη επιτελούσε το καθήκον του, κατανικώντας τις ανθρώπινες αδυναμίες του. Αλλωστε, οι άνθρωποι δεν απαίτησαν να είναι τέλειοι οι παπάδες τους. Η μύτη του κόκκινη, θες από το κρύο, θες από την αδυναμία του στο τσίπουρο, το κορμί του παραδομένο στην ταλάντωση των ψαλμωδιών του.
Κι όσοι ήταν γύρω του έγιναν για λίγα λεπτά Νταρτανιάν του παπά - θα ξεπερνούσε τη φαντασία των ηρώων του Παπαδιαμάντη μια ατυχής εξέλιξη. Πολλές φορές μετά σκέφτηκα μια διαφορετική εκδοχή. Ο παπάς να είχε πέσει μαζί με τον σταυρό στο ποτάμι. Θα είχαν γράψει οι εφημερίδες κι ο παπάς θα μπορούσε να προκαλέσει το ενδιαφέρον κάποιου λογοτέχνη να τον απαθανατίσει.
Ομως, όλα κύλησαν χωρίς παρεκτροπή. Η βούληση του παπά κέρδισε τη μάχη με το σώμα του. Ενδεχομένως να έφτασαν στ’ αυτιά του οι παρακλήσεις των παρόντων. Με χαμόγελο ανακούφισης ολοκλήρωσε το καθήκον του ρίχνοντας τον δεμένο σταυρό στο ποτάμι.
* καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου