[Μία περιήγηση σε κείμενα των δύο προηγούμενων αιώνων]
Τα καμένα δέντρα έρχονται για μάρτυρες στο δικαστήριο του νου σου.
Άκουσαν και είδαν τα ζωντανά αδέρφια τους πριν εκείνα παραδώσουν
την τελευταία τουςπνοή. Πρόλαβαν το τελευταίο χλωρό φύλλο πριν την οσμή
του καμένου. Εσύ, αφού ακούσεις τη μαρτυρία τους, έχεις κάτι να τους πεις;
Είναι αλήθεια ότι η οικονομική κρίση μάς οδηγεί στο να θεωρούμε την προστασία της Φύσης πολυτέλεια; Είναι γεγονός ότι οι οικολογικές πρωτοβουλίες πάσης φύσεως αναστέλλονται, διότι προβάλλονται άλλες προτεραιότητες; Διαπιστώνεται πράγματι μία οπισθοδρόμηση στην πορεία προς τη διαμόρφωση μίας υγιούς οικοπεριβαλλοντολογικής συνείδησης;
Και αν η απάντηση σε όλα τα παραπάνω είναι θετική, πόσοι/πόσες είναι εκείνοι/εκείνες από εμάς που μια τέτοια απάντηση δεν τη θεωρούσαν και αναμενόμενη; Διότι, δυστυχώς, η Φύση, εδώ και πολλές δεκαετίες, θεωρείται κάτι (ξε)χωριστό από τις ανθρώπινες κοινωνίες, εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες αποτελεί αντικείμενο προς εκμετάλλευση. Φανταστείτε (στο απόσπασμα που ακολουθεί) στη θέση της καστανιάς, την οποία παρουσιάζει ο Χέρμαν Έσσε στην αρχή του βιβλίου του Νάρκισσος και Χρυσόστομος (1930), μία συνεκδοχή της Φύσης στο σύνολό της και στη θέση των ντόπιων και των Λατίνων, φανταστείτε επίσης μία συνεκδοχή της ανθρωπότητας· φανταστείτε ακόμα πως όλος ο κόσμος είναι πλέον «Βορράς» και πως χώρες με θερμότερα κλίματα δεν υπάρχουν (…). Η (δυστοπική) εντύπωση που, τελικά, σχηματίζεται (μετά την ως άνω προταθείσα συμβολοποίηση, βεβαίως) πόσο μακριά μας νομίζετε ότι βρίσκεται;
Μία πλευρά του μεγαλείου της Φύσης, της βλάστησης, των δέντρων, των οποίων μέχρι τώρα έχουμε δει την ήμερη εκδοχή, είναι το γεγονός ότι διαθέτουν δική τους βούληση. Και αυτή η βούληση έχει και τη σκοτεινή της όψη, την οποία, βεβαίως, έχει αναπαραστήσει τόσο η Λογοτεχνία όσο και άλλες μορφές της Τέχνης· είναι πολλές, επί παραδείγματι, οι σχετικές εκδοχές που έχουν παρουσιαστεί σε κινηματογραφικές ταινίες.
«Αποκλεισμένη εδώ πάνω στο Βορρά, μια καστανιά που τη φύτεψε πριν από χρόνια κάποιος Ρωμαίος προσκυνητής, ψήλωνε, αγέρωχη και μονήρης, πλάι στο περιστύλιο με τις στρογγυλές διπλές καμάρες στην είσοδο του μοναστηριού του Μάριαμπρον: ένα επιβλητικό, σφριγηλό δέντρο, με το φύλλωμά του να σκύβει απαλά προς τα κάτω και ν’ αντιμετωπίζει τους ανέμους με άφοβη και ήρεμη τόλμη, τόσο νωχελικό την άνοιξη που, κι αν όλα γυάλιζαν καταπράσινα ολόγυρά του, ακόμα κι αν οι καρυδιές του μοναστηριού φορούσαν την γκριζοκόκκινη φορεσιά τους, εκείνο περίμενε τις σύντομες νύχτες για να πετάξει στο φως, μέσ’ από μικροσκοπικές τούφες φύλλων, τις αμυδρές εξωτικές ακτίνες των ανθών του, και τον Οκτώβρη, όταν πια τέλειωνε ο τρύγος και συνάζονταν οι σοδειές, έριχνε απ’ την κιτρινωπή κορόνα του τους αγκαθωτούς καρπούς του […] Το όμορφο δέντρο, απόμακρο και τρυφερό, έριχνε τη σκιά του στην είσοδο του μοναστηριού, ένας ντελικάτος οικότροφος, φερμένος από θερμότερο κλίμα που αναρριγούσε, μυστικά συγγενικός με τους λεπτόκορμους κίονες της πύλης, με τις κολόνες και τις κορνίζες στις καμάρες των παραθύρων, που τον αγαπούσαν όλοι οι Λατίνοι κι όλοι οι Ιταλοί, κι οι ντόπιοι τον αντίκριζαν σαν ένα ξένο, χάσκοντας από θαυμασμό» (Έσσε, 1999).
Θα έλεγε κανείς ότι, καθώς στη λογοτεχνία του 19ου και των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα (για να περιοριστούμε σε λιγότερο απομακρυσμένες εποχές) η εκδήλωση της αγάπης στη φύση ήταν, ως θεματική, συνηθισμένη, δεν έχουμε παρά να επιλέξουμε τα κείμενα τα οποία θα μας φέρουνε πιο κοντά της. Είναι πράγματι έτσι; Όχι ακριβώς. Διότι, αν λάβουμε υπ’ όψιν ότι πολλές φορές στη Λογοτεχνία, όπως και σε κάθε μορφή Τέχνης, άλλωστε, ένα συγκεκριμένο «ρεύμα» ή «Σχολή» ή η γενικότερη περιρρέουσα ατμόσφαιρα μιας ολόκληρης εποχής και, παράλληλα, οπωσδήποτε, οι εκάστοτε επικρατούσες ιστορικοκοινωνικές συνθήκες επιβάλλουν στους (μεμονωμένους) καλλιτέχνες μία θεματική που μπορεί και να μη συμφωνεί με τις προσωπικές κλίσεις τους (κάτι που είναι πιθανόν να συμβαίνει και στις μέρες μας, καθώς το θέμα της προστασίας της φύσης είχε ήδη γίνει συρμός, με όσα αρνητικά και θετικά αυτό συνεπιφέρει, πριν παρουσιαστεί, βέβαια, η νέα θεματική, που αφορά στην οικονομική κρίση), τότε θα πρέπει και να δεχθούμε ότι δεν είναι πολλά τα δείγματα «ανιδιοτελούς αγάπης» και απεικόνισης της φύσης μέσα στα κείμενα. Και με τον όρο «ανιδιοτελής» εννοούμε εδώ «που να μην υπηρετεί κάποιες άλλες αφηγηματικές ανάγκες του κειμένου ή/και να μη χρησιμοποιείται με απώτερο σκοπό την τελική αναφορά στον άνθρωπο». Η ίδια η φυσιολατρία, εξάλλου, έχει αισθητική σημασία και δεν σχετίζεται άμεσα με τη ζωή μέσα στη φύση (ο Georg Simmel κάνει σαφή διάκριση μεταξύ της «αίσθησης της φύσης» που αναπτύχθηκε ουσιαστικά πρώτη φορά στους νεότερους χρόνους και της βαθιάς αίσθησης της «φύσης», όπως φανερώνεται στις θρησκείες των πιο πρωτόγονων εποχών). Έτσι, ακόμα και το γεγονός ότι η εξωτερική φύση, το τοπίο με τη χλωρίδα και την πανίδα του, είχε αποτελέσει ένα σταθερό θέμα της ρομαντικής ποίησης του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα δεν πρέπει να μας παρασύρει στο να χαρακτηρίζουμε τους ρομαντικούς ποιητές ως «ποιητές της φύσης», με την έννοια ότι το εξωτερικό σκηνικό δεν παρουσιάζεται εκεί ως αυτοσκοπός αλλά μονάχα ως ερέθισμα για να επιδοθεί ο ποιητής στην πλέον χαρακτηριστική δραστηριότητα του ανθρώπου, τη σκέψη (Abrams, 2005). Πόσο εύστοχα το έχει συλλάβει και διατυπώσει και αυτό ο Καβάφης στη «Θάλασσα του πρωιού»… Αλλά και πέρα από τα παραπάνω, υπάρχουν πολλοί συγγραφείς που είτε δεν ενδιαφέρονται οι ίδιοι για τη φύση (η περίπτωση, φέρ’ ειπείν, του Jean-Paul Sartre) είτε παρουσιάζουν ήρωες οι οποίοι εκφράζουν μια διαφορετική, πιο «χρηστική», ας τη χαρακτηρίσουμε, άποψη.
Επί παραδείγματι, αρκούν οι λίγες φράσεις που ακολουθούν από το θεατρικό έργο Η βεγγέρα (1894) του Ηλία Καπετανάκη, μια εμβληματική σάτιρα των ηθών και των συμπεριφορών της αστικής εποχής, για να καταλάβει κανείς σε ποια στρεβλή νοοτροπία οφείλονται οι καταστροφικές συνέπειες τις οποίες υφιστάμεθα τις τελευταίες δεκαετίες: «ΝΕΡΟΥΛΟΣ: – Έπρεπε, έπρεπε να έχομε δάση, κ. Στενέ διότι, για συλλογίσου, αν είχαμε δάση, και αλάφια θα είχαμε, και ζαρκάδια θα είχαμε, και αγριοχοίρους θα είχαμε, και πουλιά διάφορα θα είχαμε και κανένα είδος κυνηγιού δεν θα μας έλειπε, κατάλαβες; Ενώ τώρα το πολύ-πολύ να φας κανένα λαγό ή καμιά μπεκάτσα κι αυτό να μην είναι φρέσκο. Τίποτα, τίποτα, τα δάση είναι ωφελιμότατα στον τόπο μας! Πρέπει να κάμωμε δάση! Έχεις δάση; Τρως κυνήγι, εκατάλαβες;» (Καπετανάκης, 2001). Κάτι αντίστοιχο κατέγραφε, τρεις δεκαετίες αργότερα, και ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα στη Δόνια Ροζίτα, σε έναν διάλογο μεταξύ του θείου της Ροζίτας, καλλιεργητή τριαντάφυλλων, και ενός φίλου, καθηγητή Πολιτικής Οικονομίας· (μιλά ο δεύτερος): «Εγώ αισθάνομαι τον εαυτό μου εις το κέντρον της ζώσης πόλεως. Δεν είμαι οπαδός της φύσεως δια την φύσιν και μόνον […] Είναι βέβαια γνωστό πως η γη είναι ένας μετριότατος πλανήτης αλλά πρέπει να βοηθήσωμεν τον πολιτισμόν» (Λόρκα, 1935).
Είναι γεγονός πως η Αναγέννηση ήταν εκείνη που είχε ανακαλύψει (εκ νέου) την ομορφιά της φύσης, για την οποία δεν είχε μάτια ο μεσαιωνικός χριστιανισμός, και την είχε θεοποιήσει. Αλλά αυτή η πανθεϊστική λατρεία βρισκόταν μακριά τόσο από το σύνθημα του Ρουσσό, «επιστροφή στη φύση», όσο και από τις ανάγκες της ίδιας της φύσης, διαφορετικές από εκείνες του ανθρώπου, όπως είδαμε. Είναι, άραγε, η αδιαφορία για τις πραγματικές ανάγκες της φύσης (πριν από την ισχυροποίηση του οικολογικού κινήματος) χαρακτηριστική του «νεωτερικού» τρόπου σκέψης, με όσα μπορεί να συμπεριλαμβάνονται σε αυτόν τον όρο; Και τι μπορεί να σημαίνει κάτι τέτοιο για τη λογοτεχνία εκείνη που εξακολουθούσε να «μεταφράζει» τη Φύση; Μήπως ότι ήταν παρωχημένη; Ντεμοντέ;
«Δρυμών απέραντος και σκιερός ήρχιζεν αυτόθι, απαρτιζόμενος υπό βρυοφόρων αυτοφυών δένδρων […] Εν αυτώ έζων ως εις κοινόβιον αι πολυμελείς και ευκάμπυλοι δρυς, […] αι αγριοκαστανέαι, ων ο καρπός τοσούτον ηδέως τρέφει τον οφθαλμοφλόγον σκίουρον, αι αγριελαίαι, αίτινες τοσούτον ευκόλως εξημερούνται, οι υδρόφιλοι και ελαφρόσκιοι πλάτανοι, υφ’ ους ο ύπνος είναι σειρά τερπνών ονείρων, και η μικρά αγριόβατος, ης οι κερασοφόροι βότρυς, έχοντες του κοραλλίου το χρώμα, συχνάκις κοσμούσι των ορεσιτρόφων μελαχρινών παρθένων τας κόμας. §Τα δένδρα ταύτα περιεβάλλοντο και συνεδέοντο υπό μυριάδων αγρίων κλημάτων, ων η ποικίλη συμπλοκή εσχημάτιζε διάφορα της αρχιτεκτονικής σχήματα, άτινα απαραμίλλως οι πρόγονοί μας με το μάρμαρον απεμιμήθησαν. Μακρά περιστύλια και στοαί εκ κιόνων διαφόρου τάξεως, στεγασμέναι και μη, προπύλαια και αετώματα, θολιαί αφ’ ων εκρέμαντο παντός μεγέθους φυλλάδες και κληματόκλαδα, και μεταξύ κορμοί δένδρων, φαινόμενοι μακρόθεν ως ανδριάντες, απετέλουν το αξιοθαύμαστον εκείνο σύνολον. […] Το δάσος τούτο επεσκέπτετο πάντοτε η Τασσώ κατά τας θερμάς του χρόνου εποχάς […] Τοσούτον δε είχεν συνοικειωθή με τα μέρη, ένεκεν της αλλεπαλλήλου διαμονής, ώστε η απομόνωσις ουδεμίαν τη επροξένει εντύπωσιν, η δε λειψανθρωπία ουδένα τη ενέπνεε φόβον. Εθεώρει το μέρος ως κατοικίαν ευρύχωρον, τα δε ετερογενή εν αυτώ όντα, ως συγκατοίκους. Τούτου ένεκεν διήρχετο ενώπιον λύκου, ή αλώπεκος χωρίς ποσώς να ταραχθή, ουδέ την δειλήν έλαφον ετάραττον τα ελαφρά πατήματά της. Εγνώριζε κάλλιστα τας λαβυρινθώδεις στοιχάδας του δάσους και τας κυριωτέρας και μάλλον ευαρέστους αυτού τοποθεσίας, εξ ων κατ’ έτος εξέλεγε νέον ως θυμηδίας μόνιμον αυτής προσορμητήριον» (Λεβέντης, 2000).
Νομίζω πως θα συμφωνήσουμε στο ότι δεν είναι η γλώσσα μόνον ή κυρίως που θα κρατούσε τον σημερινό αναγνώστη / τη σημερινή αναγνώστρια σε απόσταση από την παραπάνω περιγραφή του Αχιλλέα Λεβέντη, συγγραφέα της νουβέλας Η Τασσώ (1858), από όπου και προέρχεται το απόσπασμα. Είναι η ίδια η εμπειρία που φαίνεται ξένη, σε όσους τουλάχιστον δεν ανήκουν ως ενεργά μέλη σε κάποιον σύλλογο ή περιβαλλοντική οργάνωση.
Κατά την ίδια περίπου περίοδο, τέλη του 19ου και αρχές του 20ού αιώνα, στην υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία βρίσκουμε, επίσης, εξαιρετικές περιγραφές – εμπειρίες της φύσης και των δέντρων, που ξεπερνούν οποιαδήποτε γραφικότητα ή ηθογραφικότητα. Ο Τζων Μίλλινγκτον Συνγκ (1871-1909), από τους πρωτεργάτες στη δημιουργία του ιρλανδέζικου (ποιητικού) θεάτρου, μεταφέρει στις σελίδες του το επίμονο ενδιαφέρον του για τη φύση, όπως και τις εμπειρίες του από τη ζωή του στα νησιά Άραν στον Ατλαντικό, στο πιο απόμερο σημείο της Δυτικής Ιρλανδίας. Εκεί, όπου όσοι ζουν για πολύν καιρό μέσα στα δάση δεν φοβούνται τον θάνατο, εκεί, όπου η πιο μεγάλη ευτυχία συγκρίνεται με την ευτυχία των φύλλων στα νέα δέντρα, εκεί, όπου οι άνθρωποι ξυπνούν με τη μοσκοβολιά της άνοιξης μέσα στη χλόη, «όταν οι οξιές σκιρτούν απ’ τ’ ασήμι στο χαλκό κι οι φλαμουριές λαμποκοπούν καθαρό χρυσάφι» (Συνγκ, 2007). Ο Γάλλος συγγραφέας Σταντάλ, ο οποίος στο έργο του στρέφεται, βέβαια, σε διαφορετική κατεύθυνση, ήταν ωστόσο λάτρης του δάσους και των βουνών της ιδιαίτερης πατρίδας του, του Δελφινάτου, εξ ου και η απέχθειά του για το Παρίσι, και γι’ αυτό μπορούσε να κάνει, λίγο πριν από τα μέσα του 19ου αιώνα, τις ακόλουθες εκτιμήσεις, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του στην Αγγλία: «[…] πράσινα μαγευτικά λιβάδια κατάστικτα από τεράστια δέντρα, που οι αιώνες τα έκαναν σεβάσμια. […] Τίποτα δεν φτάνει τη φρεσκάδα του πράσινου που βρίσκεις στην Αγγλία και την ομορφιά των δέντρων της: το κόψιμό τους θεωρείται πράξη εγκληματική και ατιμωτική, ενώ ο Γάλλος ιδιοκτήτης, μόλις βρεθεί στην ελάχιστη χρηματική ανάγκη πουλάει πέντε-έξι μεγάλες βαλανιδιές που υπάρχουν στο κτήμα του» (Σταντάλ, 1983). Αυτά τα σεβάσμια υπεραιωνόβια δέντρα της Μεγάλης Βρετανίας είχε σίγουρα στον νου του ο Τζον Ρόναλντ Ρόιελ Τόλκιν (κάνουμε εδώ ένα χρονικό άλμα, χάριν μιας εντελώς ιδιαίτερης περίπτωσης συγγραφέα, και ως προς την αγαπητική σχέση του με τη φύση), όταν δημιούργησε, στον Άρχοντα των δαχτυλιδιών,τους συγκλονιστικούς Εντ, τους δεντροβοσκούς· μέσα στα μάτια τους «Ένιωθες σαν να υπήρχε ένα τεράστιο πηγάδι […] γεμάτο μέχρι πάνω με αναμνήσεις αιώνων, το αποκρυστάλλωμα μακριάς, αργής, σταθερής σκέψης· αλλά η επιφάνειά τους σπίθιζε από ζωντάνια: σαν τον ήλιο που λαμπυρίζει στα εξωτερικά φυλλώματα ενός θεόρατου δέντρου ή τις ρυτιδώσεις μιας πολύ βαθιάς λίμνης. Δεν ξέρω, αλλά ένιωσα σαν κάτι που φύτρωνε στη γη –κοιμισμένο, θα ’λεγες, ή που ένιωθε απλώς σαν κάτι ανάμεσα σε ακρόρριζο και ακρόφυλλο, ανάμεσα στη βαθιά γη και στον ουρανό– να είχε ξαφνικά ξυπνήσει και να σε εξέταζε με την ίδια αργή φροντίδα που αφιέρωνε στις δικές τους εσωτερικές υποθέσεις χρόνια ατέλειωτα» (Τόλκιν, 2001).
Και πόσο συγκινητικός είναι ο γιατρός Άστροφ, ο ήρωας του Αντόν Τσέχοφ στον Θείο Βάνια (έργο που αποτελεί ανάπλαση ενός προγενέστερου με τον τίτλο Το στοιχειό του δάσους), όταν παρουσιάζει στην Έλενα Αντρέεβνα την εξέλιξη της κατάστασης του δάσους και άρα την αναπόφευκτη μείωσή του τα τελευταία, τότε, πενήντα χρόνια: «Το πράσινο χρώμα, ανοιχτό και σκούρο, δηλώνει τα δάση: η μισή έκταση ήταν σκεπασμένη από δάση. Όπου έχει πάνω στο πράσινο αυτή την κόκκινη διαγράμμιση, εκεί υπήρχαν τάρανδοι, αγριοκάτσικα… Σημειώνω πάνω δω και τη χλωρίδα και την πανίδα. […] Ας κοιτάξουμε τώρα παρακάτω. Έτσι ήταν πριν από είκοσι πέντε χρόνια. Τα δάση πλέον καλύπτουν μόλις το ένα τρίτο της έκτασης. […] Προχωρούμε στο τρίτο τμήμα: το χάρτη της περιοχής όπως είναι σήμερα. Υπάρχει πράσινο κατά τόπους, αλλά όχι ενιαίο – μπαλώματα. Τάρανδοι, κύκνοι, φασιανοί έχουν εξαφανιστεί. […] Εν κατακλείδι, πρόκειται για μια εικόνα βαθμιαίας και κατάφωρης παρακμής, που κατά τα φαινόμενα σε καμιά δεκαριά, το πολύ δεκαπέντε χρόνια θα είναι πλήρης. Θα μου πείτε ότι αυτά είναι οι συνέπειες του πολιτισμού, ότι είναι φυσικό η παλιά ζωή να παραχωρεί τη θέση της στην καινούργια» (Τσέχοφ, 1995). Και όλα αυτά εν έτει 1897. Τι θα έλεγε ο υπέρμαχος της προστασίας του πλανήτη από την ανθρώπινη αυθαιρεσία, σήμερα;
Πολύ συχνά, κάτι το οποίο για ορισμένους και σε ορισμένη περίοδο θεωρήθηκε ξεπερασμένο, έρχεται η στιγμή να προβάλλει, το ίδιο, ως περισσότερο επίκαιρο παρά ποτέ· πόσω μάλλον όταν δεν πρόκειται για ένα ανθρώπινο δημιούργημα, άρα πρόκειται για κάτι μη δεσμευόμενο, ουσιαστικά, από συρμούς και επικαιρότητες. Μία πλευρά του μεγαλείου της Φύσης, της βλάστησης, των δέντρων, των οποίων μέχρι τώρα έχουμε δει την ήμερη εκδοχή, είναι το γεγονός ότι διαθέτουν δική τους βούληση. Και αυτή η βούληση έχει και τη σκοτεινή της όψη, την οποία, βεβαίως, έχει αναπαραστήσει τόσο η Λογοτεχνία όσο και άλλες μορφές της Τέχνης· είναι πολλές, επί παραδείγματι, οι σχετικές εκδοχές που έχουν παρουσιαστεί σε κινηματογραφικές ταινίες. Κατά περίεργο τρόπο, λοιπόν, αλλά όχι ανεξήγητο, αυτή η σκοτεινή εκδοχή πολύ πιο δύσκολα θα μπορούσε να θεωρηθεί παρωχημένη. Έτσι, η εικόνα της φύσης του Κονγκό, στην καρδιά τής Αφρικής, την οποία δίνει ο Τζόζεφ Κόνραντ στη νουβέλα του Η καρδιά του σκότους, απηχεί εκείνο τον αρχέγονο φόβο του ανθρώπου τον οποίο ο τελευταίος, πιθανόν, να βαυκαλίζεται ότι έχει ξεπεράσει: «Ο μεγαλειώδης τοίχος της βλάστησης, εκείνο το συνονθύλευμα από κορμούς, κλαριά και φύλλα, ακίνητο μέσα στο σεληνόφως έμοιαζε με μια θριαμβική παρουσία άηχης, βουβής ζωής, που, θαρρείς, άλλο νόημα δεν είχε από το να σαρώσει εμάς τους ασήμαντους και τις ασήμαντες ζωές μας! Η ζούγκλα έμενε ακίνητη, σιωπηλή, επιβλητική. […] Δένδρα, δένδρα… χιλιάδες, εκατομμύρια δένδρα, ογκώδη, θεόρατα, τεράστια. Και ανάμεσά τους, πάνω στα νερά, να έρπει ένα μικρό μουντζούρικο ατμόπλοιο, θυμίζοντας νωθρό σκαθάρι που σέρνεται βαριεστημένα πάνω σε μια βεράντα. Τα δένδρα σ’ έκαναν να νιώθεις πολύ χαμένος, πολύ μικρός, κι ωστόσο δεν ήταν καταθλιπτικό αυτό το συναίσθημα. Ούτως ή άλλως ήσουν μικρός, ήσουν σκαθάρι και όφειλες να έρπεις. Αυτό ήταν όλο» (Κόνραντ, 1990).
Διαπιστώσαμε μέχρι τώρα πως, στο πλαίσιο της λογοτεχνίας, μπορούν να ανευρεθούν ποικίλες παλαιότερες οπτικές και στάσεις απέναντι στη Φύση, οι οποίες εξέθρεψαν τις αντίστοιχες σημερινές στάσεις και οπτικές. Ανάμεσα σε αυτές υπάρχει και εκείνη η αντιμετώπιση η οποία, σιωπηρά αλλά σταθερά, παραμένοντας ανεπηρέαστη από τους συρμούς που έρχονται και παρέρχονται, βαδίζει στους δρόμους της Τέχνης προερχόμενη από όσους αγαπούν τη φύση για αυτό που είναι. Τέτοιοι άνθρωποι, προικισμένοι ταυτόχρονα με το ταλέντο του δημιουργού, δίνουν εκείνα τα δείγματα που πάντοτε θα είναι κατάλληλα να οδηγήσουν την ψυχή των ανθρώπων σε έναν άξιο λόγου προορισμό. «Τ’ ανθισμένα μου δέντρα, το ένα τους πίσω/ από τ’ άλλο, η μηλιά, η μυγδαλιά/ η αχλαδιά, η λεμονιά, έχουν πάνω τους/ δέσει σε άσπρους φιόγγους το φως/ και προσέρχονται. Κ’ εγώ τα υποδέχομαι/ με το φως μες στο στήθος μου κρεμασμένο/ σε δέσμες από άσπρα ποιήματα» («Κυριακάτικη συνάντηση»). «Υπάρχουν κι αυτοί που με είδαν τη νύχτα/ γυρίζοντας μ’ ένα θαμπό φαναράκι/ να φωτίζω ένα-ένα τα δέντρα/ του κήπου μου (φύσαγε, έβρεχε/ ήταν σκοτάδι) να ιδώ αν φοβούνται/ ή αν κρυώνουν, όπως έκανα κάποτε/ στα παιδιά μου. Υπάρχουν κι αυτοί/ που με ακούσαν να φεύγω μετά/ μουρμουρίζοντας: “Δόξα σοι, είμαστε/ όλοι καλά”» («Σύνοικοι») (Βρεττάκος, 1991). Αυτά καταθέτει ταπεινά ο Νικηφόρος Βρεττάκος (τον οποίο στάθηκε αδύνατον να μην συμπεριλάβω εδώ, ως προερχόμενο από τον χώρο της ποίησης)[1] και, ως προς την αθωότητα της μαρτυρίας του, θα μπορούσε ίσως να τον συναγωνιστεί, από μία άποψη, εκείνος ο πρώτος ήρωας του Ν.Γ. Πεντζίκη, ο Αντρέας Δημακούδης, από το ομώνυμο μυθιστόρημα, ο οποίος αποφάσισε, προκειμένου να συγκινήσει τη γυναίκα με την οποία ήταν ερωτευμένος, παρουσιαζόμενος μπροστά της «καθαρός και αγνός», να μεταμορφωθεί σε φυτό: «Σ’ ένα δέντρο με ρίζες και κλαδιά και κορμί λεβέντικο. Θα κρύβονταν παρουσιάζοντας μια άλλην όψη όμορφη» (Πεντζίκης, 1988).[2]
Μπορούμε, βέβαια, πάντα να διαπιστώσουμε τον σεβασμό στη φύση και σε κείμενα συγγραφέων, και είναι, εξάλλου, οι περισσότεροι, οι οποίοι δεν την έβαλαν στο κέντρο του ενδιαφέροντός τους, όπως ο Νίκος Καζαντζάκης, αλλά συνέδεαν το φυσικό περιβάλλον με την ανθρώπινη περιπέτεια. «– […] Έχετε το νου σας και στα λιόδεντρα και στ’ αμπέλια, να τα κοπρίζετε, να τα ποτίζετε, να τα κλαδεύετε, αν θέτε να σας κάνουν καρπό· παλαιικοί ανθρώποι είναι κι αυτά, μα πολλά παλαιικοί και δε θυμούνται· μα ο άνθρωπος θυμάται, και γι’ αυτό, μαθές, είναι άνθρωπος. Ακούτε; Για μπας και μιλώ σε κουφούς;»· έτσι μεταφέρει ο συγγραφέας τα λόγια του παππού του στην Αναφορά στον Γκρέκο (Καζαντζάκης, 2005).
Η Τατιάνα Σταύρου, σε μια πρωτοποριακή, θα λέγαμε, εργασία της, διάλεξε ένα συγκεκριμένο δέντρο, την Ελιά, την οποία, όχι τυχαία, μόλις είδαμε να αναφέρει και ο Καζαντζάκης (ούτε είναι τυχαίο το ότι σε αυτό το δέντρο αναφερόμαστε ως «ρίζα» – «έχει τόσες ρίζες ελιές»), και αφιέρωσε μεγάλο μέρος της ζωής της για να γράψει την ιδιότυπη όσο και θαυμαστή Βιογραφία του, ανθολογώντας, επιπλέον, 174, συνολικά, αποσπάσματα από 120 έργα, που εκτείνονται από την ελληνική αρχαιότητα και την Παλαιά Διαθήκη μέχρι τη δεκαετία του 1970. Ένα από αυτά τα αποσπάσματα θα δανειστούμε στη συνέχεια εδώ· πρόκειται για απόσπασμα από το διήγημα «Ακήφ», του γοητευτικού αφηγητή Ηλία Βενέζη: «Ο κόρφος της Γέρας, στη Λέσβο, είναι σα μια μεγάλη λίμνη, τριγυρισμένη από βουνά που κρύβουν το μικρό πέρασμα που τον δένει με το Αιγαίο. […] Στο βυθό του κόρφου αναπαύονται οι αρχαίες θαλασσινές θεότητες του Αιγαίου. Μια φορά μονάχα κάθε τόσα χρόνια, σε ασέληνες νύχτες, ξυπνούν κι ανεβαίνουν στην επιφάνεια. Έρχονται ώς τις ακρογιαλιές και ρωτούν τα δέντρα, που είναι τόσο αρχαία όσο εκείνες, ρωτούν να μάθουν αν τίποτα νέο υπάρχει απ’ τα δάση της Ελλάδας για τον Πάνα και για τους σατύρους. Τα φύλλα σαλεύουν τότε, αλαφρά, για να αποκριθούν πως “Όχι, τίποτα ακόμα”. “Άραγε να ζουν;” λένε πάλι οι πικραμένες θεότητες της θάλασσας. Κ’ οι ελιές, που είναι βέβαιες γι’ αυτό, τις ησυχάζουν· “Ω! πώς γίνεται να πεθάνουν!”» (Σταύρου, 2001). Τα ίδια τα δέντρα, όμως, αλίμονο, είναι δυνατόν και πραγματικά πεθαίνουν, όπως γνωρίζουμε όλοι μας, και μάλιστα με τρόπο φριχτό.
Θα κλείσω την παρούσα περιήγηση με ένα απόσπασμα από το διήγημα «Ελεονώρα»του Κοσμά Πολίτη, καθώς οι σκέψεις του απηχούν και προσωπικές μου διερωτήσεις: «[…] δεν κατόρθωσα ποτέ να νιώσω το ρόλο μου […] μέσα σ’ ένα τοπίο. Φαντάζομαι τα δέντρα, τα βουνά, το χώμα, τα λουλουδάκια του αγρού, τις πέτρες, να ρωτιόνται: – Τι χρειάζεται αυτός; – και βέβαια δεν είμ’ εγώ που θάβρισκα μια δικαιολογία. Είμαι πρώτος και καλύτερος να ξέρω πως δε χρειάζομαι σε τίποτα εκεί μέσα, ούτε στη ρεματιά τού Βουραϊκού σαν κρεμιέται αυτός από το βράχο με τ’ ατσαλένια μπράτσα του για να πηδήσει το γκρεμνό, ούτ’ εκεί που μια τόση δα μικρή ανεμώνα πάει και ξεφυτρώνει στη σκισμάδα του σπόνδυλου μιας αρχαίας κολόνας και τη μεταμορφώνει σε γλυκανάλατο εικονογραφημένο επιστολικό δελτάριο» (Πολίτης, 1990).
Η Φύση δεν χρειάζεται, στ’ αλήθεια, σωτήρες. Η Φύση θα φροντίσει τον εαυτό της, όταν ο άνθρωπος δεν θα είναι πια εκεί.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ[1] Έχω ασχοληθεί επανειλημμένα στο παρελθόν με τις ποικίλες αναπαραστάσεις του Δέντρου στη λογοτεχνία. Ενδεικτικά, στα ποιητικά κείμενα έχω εστιάσει στο άρθρο μου «Ποιήματα για τα δέντρα», ηλεκτρονικό λογοτεχνικό περιοδικό e-poema, στο πλαίσιο του εκεί αφιερώματος «Δέντρο και Ποίηση», www.e–poema.eu/afieromatext.php?id=74&pid24, αλλά και ως «Ανθολόγος» της εφημ. Η Αυγή, για τον Νοέμβριο του 2011. Μια γενικότερη προσέγγιση του θέματος έχει γίνει στο: Σταυρούλα Γ. Τσούπρου, «Δενδρολόγιο: Από την φυσιολατρία τού ποιητή/πεζογράφου στην οικολογική συνείδηση του σημερινού αναγνώστη», Πρακτικά του 1ου Πανελλήνιου Διεπιστημονικού Συνεδρίου Τέχνης και Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης: Η Τέχνη ως εργαλείο εκπαίδευσης για το περιβάλλον: Παιδαγωγικές Προσεγγίσεις για το Δάσος/Δέντρο και την Ανακύκλωση, Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Ανατολικής Αττικής και Ίδρυμα Ευγενίδου, Αθήνα, 29-31 Μαΐου 2009, δίσκος ακτίνας, 2009.[2] Στην Ανακοίνωσή μου με τον τίτλο «Η καλλιτεχνική “ανιδιοτέλεια” στην “Ποιητική τού τοπίου”: ένα λογοτεχνικό κίνημα στις παρυφές ενός “φυσιολατρικού νατουραλισμού”», υπό δημοσίευση στα Πρακτικά του Ε′ Συνεδρίου τής Ελληνικής Εταιρείας Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας: «Η Ποιητική του Τοπίου», 19-22 Ιανουαρίου 2012, Αθήνα, αναφέρομαι αναλυτικά στην επιστημονική αντιμετώπιση της Φύσης από τον κορυφαίο πνευματικό άνθρωπο και καλλιτέχνη Άντον Τσέχωφ, στην ιδιότυπα λεπτομερή παρουσίαση της Φύσης από τον πεζογράφο Ν.Γ. Πεντζίκη, καθώς και στα σχόλια που έγιναν σχετικά, κυρίως από τον Γιώργο Σεφέρη, αλλά και στην εμπειρική και, ως εκ τούτου, έως έναν βαθμό, επίσης «επιστημονική», στην προκειμένη περίπτωση, αντιμετώπιση της Φύσης από έναν μεγάλο Έλληνα ποιητή αλλά και καλλιεργητή τής γης, τον Νικηφόρο Βρεττάκο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Abrams, 2005: M. H. Abrams, Λεξικό Λογοτεχνικών Όρων. Θεωρία – Ιστορία – Κριτική Λογοτεχνίας, Μετάφραση: Γιάννα Δεληβοριά, Σοφία Χατζηιωαννίδου, εκδόσεις Πατάκη, 2005, στο λήμμα «νεοκλασικό και ρομαντικό».
Βρεττάκος, 1991: Νικηφόρου Βρεττάκου, Τα ποιήματα, τόμος τρίτος, εκδόσεις Τρία Φύλλα, 1991, Ο Διακεκριμένος πλανήτης.
Έσσε, 1999: Έρμαν Έσσε, Νάρκισσος και Χρυσόστομος, Απόδοση στα ελληνικά: Φώντας Κονδύλης, Καστανιώτης, 1999, σ. 7.
Καββαθάς Διονύσης (επιμ.) GeorgSimmel – JoachimRitter – ErnstH. Gombrich: Το Τοπίο, Επίμετρο: Νίκος Δασκαλοθανάσης, Ποταμός, 2004, σ. 14.
Καζαντζάκης, 2005: Νίκου Καζαντζάκη, Αναφορά στον Γκρέκο, εκδόσεις Καζαντζάκη, Αθήνα, 2005, σ. 66.
Καπετανάκης, 2001: Ηλία Καπετανάκη, «Η Βεγγέρα», Δημοτικά Περιφερειακά Θέατρα Κομοτηνής-Σερρών, Καλοκαίρι 2001.
Κόνραντ, 1990: Τζόζεφ Κόνραντ, Η καρδιά του σκότους, Μετάφραση: Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, εκδόσεις Ερατώ, Αθήνα, 1990, σσ. 78, 92-3.
Λεβέντης, 2000: Αχιλλεύς Λεβέντης, Η Τασσώ, Φιλολογική επιμέλεια: Αθηνά Βογιατζόγλου, Νεφέλη, Αθήνα, 2000, σσ. 81-84.
Λόρκα, 1935: Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, Δόνια Ροζίτα. Η γεροντοκόρη ή η γλώσσα των λουλουδιών, Μετάφραση: Ιουλία Ιατρίδη, CD περιοδικού Ραδιοτηλεόραση.
Πεντζίκης Νίκος Γαβριήλ, Το μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης, Άγρα, 2005, σ. 32.
Πεντζίκης, 1988: Ν.Γ. Πεντζίκη, Αντρέας Δημακούδης και άλλες μαρτυρίες χαμού και δεύτερης πανοπλίας, Αγροτικές Συνεταιριστικές Εκδόσεις Α.Ε., Β′ έκδοση, 1988, σ. 123.
Πολίτης, 1990: Κοσμά Πολίτη, Η κορομηλιά και άλλα διηγήματα, Ερμής, 1990, σ. 51.
Σταντάλ, 1983: Σταντάλ, Αναμνήσεις εγωτισμού, Εισαγωγή, μετάφραση, σημειώσεις: Τίτος Πατρίκιος, Γνώση, 1983, σσ. 111-2.
Σταύρου, 2001: Τατιάνα Σταύρου, Ελιά. Η βιογραφία ενός δέντρου. Μια ασυνήθιστη μυθιστορία, επιμέλεια: Γεωργία Τσάκωνα, εκδόσεις Ηλίβατον, Αθήνα, 2001.
Συνγκ, 2007: Τζων Μίλλινγκτον Συνγκ, Η Ντίαρντρη των Θλίψεων [Μικρή Θεατρική Βιβλιοθήκη αρ. 42], Μετάφραση Κανέλλου Αποστόλου, εκδόσεις «Δωδώνη», Αθήνα-Γιάννινα, 2007, σ. 79.
Τόλκιν, 2001: Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν, Ο Άρχοντας των δαχτυλιδιών, βιβλίο δεύτερο: Οι Δύο Πύργοι, Μετάφραση: Ευγενία Χατζηθανάση-Κόλλια, Κέδρος, 2001, σ. 88.
Τσέχοφ, 1995: Αντόν Τσέχοφ, Ο θείος Βάνιας, Μετάφραση από τα ρωσικά: Αντιγόνη Φιλιπποπούλου, Ίκαρος, 1995, σσ. 50-51.