Τρεις ημέρες μετά το ελληνικό δημοψήφισμα, σε μια λαμπρή τελετή στην άλλη άκρη της Μεσογείου, η συγγραφέας Ελια Κορέια (Helia Correia) αφιέρωνε στην Ελλάδα το βραβείο Καμόες: τη μεγαλύτερη λογοτεχνική διάκριση της Πορτογαλίας με την οποία τιμήθηκε για το σύνολο του πεζογραφικού, ποιητικού και θεατρικού έργου της.
Εκείνη τη μέρα, είχε διαλέξει να ντυθεί στα γαλάζια και στα άσπρα, «με ένα μπλε φουλάρι που είχα αγοράσει στη Σαντορίνη!» Το πολυάριθμο κοινό συγκινήθηκε. Την είπαν «θαρραλέα», που πέταξε αιχμές στα μούτρα της εξουσίας. Αλλά εκείνη, μιλώντας στην «Εφ.Συν.», αντιστρέφει το σχόλιο: «Ακριβώς αυτός ο υπερβολικός χαρακτηρισμός δείχνει ότι ο φόβος είναι παντού και ότι ορίζει τις σκέψεις των ανθρώπων, ακόμα και όταν δεν υφίσταται απειλή…».
Είναι κρίμα που δεν γνωρίζουμε (ακόμα) το λογοτεχνικό έργο της Κορέια, παρά μόνο την εισήγησή της στη Θεατρική Ολυμπιάδα του 1995 (VIII Διεθνής Συνάντηση Αρχαίου Ελληνικού Δράματος, Πρακτικά, Λιβάνης).
Πρόκειται για μια δυναμική –αλλά συνήθως διακριτική– διανοούμενη της γενιάς που μετά την Επανάσταση των Γαρυφάλλων το 1974, έφερε την αλλαγή στα πορτογαλικά γράμματα μιλώντας ανοιχτά για θέματα ταμπού του παρόντος.
Η ίδια μεγάλωσε στη σκιά της δικτατορίας του Σαλαζάρ, είδε τον αντιφασίστα πατέρα της να φυλακίζεται, αργότερα φυλακίστηκε κι εκείνη, και εμφανίστηκε στα γράμματα στα 33 της, το 1981, λίγο μετά τον μεγάλο Αντόνιο Λόμπο Αντούνες.
Τα πρώτα της μυθιστορήματα παραπέμπουν στον εγκλεισμό και στην αντίσταση. Αλλά εκείνο που την ανέδειξε ήταν η εμπνευσμένη χρήση της πορτογαλικής γλώσσας και η διεισδυτικότητά της στα ζητήματα της γυναικείας ταυτότητας, μέσα από μια θεματολογία που αμφισβητεί τα στερεότυπα, και συχνά αναπτύσσει έναν διάλογο με την ελληνική γραμματεία.
Στη δεκαετία του ’90 έγραψε τρία περίφημα θεατρικά έργα με πρωταγωνίστριες τις ηρωίδες του Σοφοκλή και του Ευριπίδη: Αντιγόνη, Μήδεια και Ωραία Ελένη.
«Δεν γύρευα να τις εκσυγχρονίσω μέσα από μια διασκευή, αλλά μάλλον να εμβαθύνω στην αρχαϊκή πλευρά του μύθου, για να συλλάβω τις σταθερές της ανθρώπινης φύσης. Στα μάτια μου, η Αντιγόνη είναι ένα νεαρό κορίτσι που έζησε στην εξορία με τον πατέρα της, βίωσε την ελευθερία σαν αγόρι, και δεν θα μπορούσε ποτέ να προσαρμοστεί στη ζωή των γυναικών στο άστυ. Πλήττει στις Θήβες.
» Γι’ αυτό και ερήμην του Κρέοντα και του Αίμονα, κάνει τη μεγάλη χειρονομία της αυτοκτονίας. Οχι ως ένδειξη ηρωισμού αλλά για να ξεφύγει από τον γυναικωνίτη. Η Μήδεια, από την πλευρά της, είναι η γυναίκα που είχε μεγάλη εξουσία, όμως όταν φτάνει στην Κόρινθο δεν είναι παρά μια ξένη μετανάστρια. Είναι μια πραγματική “Αλλη”, εκπροσωπεί την ετερότητα, και είναι καταδικασμένη να βιώνει το μίσος.
»Αντίθετα από τους δύο αυτούς χαρακτήρες, η Ελένη, δεν με στοίχειωσε ποτέ. Εγραψα το έργο για χάρη μιας φίλης που είχε υποδυθεί την Ελένη στις Τρωάδες του Σαρτρ. “ Με έντυσαν σαν πουτάνα”, μου είπε. “Μπορείς να πάρεις εκδίκηση για μένα;”. Σ’ αυτήν τη γυναίκα, εγώ βλέπω το βίωμα του πολέμου και της ειρήνης. Η δική μου Ελένη, από τις τύψεις της ξυρίζει το κεφάλι της, ενώ οι άντρες, όταν επιστρέφουν στα σπίτια τους, δυσκολεύονται πια να ζήσουν χωρίς μάχες…».
Κρίση, όνειρο, πολιτικό σχέδιο
Η Πορτογαλία γνώρισε τη «λύση» των Μνημονίων πριν από την Ελλάδα, και σήμερα προετοιμάζεται για εκλογές (4/10). Οταν λοιπόν η Ελια Κορέια μιλά για τις βαθύτερες συνέπειες της κρίσης στη χώρα της, χτυπά συναγερμό.
«Αλλάξαμε ως κοινωνία, προς την πιο τρομακτική κατεύθυνση: εκείνη της αδιαφορίας και της υποταγής. Κανείς δεν πιστεύει πια στην πολιτική. Βλέπουμε να αφθονούν οι περιπτώσεις διαφθοράς στους τραπεζίτες και στους πολιτικούς, και σκεφτόμαστε ότι οι ψήφοι δεν χρησιμεύουν σε τίποτα, δεν έχουν δύναμη, αφού η πραγματική εξουσία βρίσκεται αλλού. Ωστόσο οι εξελίξεις στην Ελλάδα μάς ταρακούνησαν.
Προκάλεσαν την κοινωνία να μεταβάλει κάπως τη στάση της. Εχω κι εγώ υπάρξει μάρτυρας αυτής της μεταστροφής: όποτε αναφέρομαι στην αριστοτελική έννοια της Αγοράς, ο κόσμος γύρω μου αρχίζει να συζητά θέτοντας ερωτήματα. Διψά να καταλάβει το παλιό και το καινούργιο.
Είναι αναγκαίο λοιπόν να ξανασκεφτούμε τα πάντα από την αρχή, με διαφορετικό τρόπο. Και να προσβλέπουμε σε μια Ε.Ε. που θα είναι ένα σύνολο αδελφωμένων εθνοτήτων οι οποίες θα κρατούν τις διαφορές τους σε ένα πλαίσιο αμοιβαίου σεβασμού. Ναι λοιπόν, έχω ένα όνειρο, όπως πολλοί ακόμα Πορτογάλοι. Και τώρα, αυτό το όνειρο πρέπει να μετασχηματισθεί σε πολιτικό σχέδιο».
Είμαι αντι-σεξίστρια
Η Ελια Κορέια επηρεάστηκε από τη Σιμόν ντε Μποβουάρ και σήμερα προτιμά την Εμιλι Μπροντέ ή τη Γιουρσενάρ από τη Βιρτζίνια Γουλφ. «Δεν είμαι φεμινίστρια. Είμαι όμως αντι-σεξίστρια» δηλώνει. Και επισημαίνει ότι τον 21ο αιώνα, ακόμα και στις δυτικές δημοκρατίες, οι γυναίκες εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα προβλήματα.
Η ενδο-οικογενειακή βία λ.χ. είναι ευρύτατα διαδεδομένη στην Πορτογαλία. «Αλλά αυτά δεν λύνονται με νόμους. Αποκτήσαμε πολύ προοδευτικούς νόμους μετά την Επανάσταση. Ομως η ουσιαστική ισότητα των φύλων εξαρτάται από το αν οι γυναίκες είναι αποφασισμένες ή όχι να πάψουν να συντηρούν τους παραδοσιακούς ρόλους στην καθημερινή τους ζωή».
Ακούγοντάς την, αναρωτιέται κανείς εάν θεωρεί πως υπάρχει αντίστοιχα και μια ιδιαίτερη, «γυναικεία» γραφή.
«Στα πανεπιστήμια υπάρχουν σχετικές σπουδές. Ομως είναι πολύ περιοριστικό να προσεγγίζουμε τη λογοτεχνία από αυτό το πρίσμα. Οι εμπειρίες ζωής του κάθε φύλου δεν είναι πια τόσο διαφορετικές. Αλλά και παλιότερα, όταν ήταν, υπήρχαν ταλαντούχοι άντρες συγγραφείς που κατάφερναν να συλλάβουν μοναδικά τη γυναικεία ψυχοσύνθεση.
Δείτε τις περίφημες Ερωτικές επιστολές της Πορτογαλίδας μοναχής Μαριάννα Αλκοφοράδο. Παρότι αποδείχθηκε πως γράφηκαν στα μέσα του 17ου αιώνα από έναν άντρα, τον Γάλλο υποκόμη Γκιγιεράγκ, τόσο η υφολογική ανάλυση όσο και η απόδοση του ερωτικού πάθους παραπέμπουν σε μια διφορούμενη ταυτότητα.
Πιστεύω λοιπόν πως ο τόνος ενός βιβλίου ή ο τρόπος προσέγγισης του θέματος είναι ζήτημα επιλογής και όχι ζήτημα γενετικής προδιάθεσης». Το δικό της μυθιστόρημα με τη μεγαλύτερη επιτυχία είναι το Lillias Fraser του 2001, που διαδραματίζεται σε μια κομβική καμπή της πορτογαλικής Ιστορίας, όταν ο καταστροφικός σεισμός του 1755 υποχρέωσε την κοινωνία να ξαναστήσει τη χώρα από την αρχή. Πρωταγωνιστεί μια νεαρή προσφυγοπούλα από τον Βορρά, που διασώζεται από την εξόντωση των εξεγερμένων Σκοτσέζων και καταλήγει στη Λισαβόνα.
Το μυθιστόρημα λειτουργεί ως πολιτική και φιλοσοφική αλληγορία, και θέτει ερωτήματα για τις κοινωνικές, πολιτισμικές και ηθικές αρχές πάνω στις οποίες οικοδομείται το μέλλον… Ενα ανοιχτό στοίχημα και για τη σημερινή Πορτογαλία και για τη σημερινή Ελλάδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου