Τετάρτη 22 Ιουλίου 2015

Ακης Παπαντώνης,Η πρόζα του εαυτού και του κόσμου,EFSYN, 19.7.15

thomas_bernhard.jpg

Ο Thomas Bernhard Ο Thomas Bernhard βρήκε καταφύγιο στη γραφή, μέσα από ένα βαθύ και οξύ εργαλείο αυτοπαρατήρησης του εαυτού του αλλά και του κόσμου

Υπάρχει ένας κοινός λογοτεχνικός τόπος: οι συγγραφείς με κάθε νέο βιβλίο ξαναγράφουν το ίδιο βιβλίο, ανακεφαλαιώνουν, εμπλουτίζουν και προωθούν παλαιότερους δομικούς τους δαίμονες ή εκφραστικούς τους τρόπους. Η περίπτωση του Thomas Bernhard (1931-1989) ταυτόχρονα επικυρώνει και ακυρώνει αυτήν την παραδοχή. Οπως μας εξομολογείται ο ίδιος, μέσω μιας αναφοράς του Βασίλη Τσαλή στο επίμετρο του βιβλίου (ο οποίος Β.Τσ. είναι υπεύθυνος και της ρέουσας μετάφρασης των διηγημάτων της συλλογής), «[τ]ο θέμα μου είναι ο θάνατος, επειδή η ζωή είναι το θέμα μου. Είμαστε όλοι πλάσματα της αγωνίας» (σ. 111).
Αυτή η παραδοχή του Αυστριακού συγγραφέα, σε συνδυασμό με τα κρίσιμα στοιχεία της βιογραφίας του -όπως το ότι ήταν νόθο παιδί που δεν γνώρισε πατέρα και ότι, από πολύ νεαρή ηλικία, βασανιζόταν από αναπνευστικά προβλήματα- συνθέτει το υπόβαθρο της πρόζας του. Και η πρόζα του Thomas Bernhard έχει υπάρξει μία από τις σημαντικότερες επιρροές της κεντροευρωπαϊκής (και όχι μόνο) λογοτεχνίας, τόσο σε ό,τι αφορά τη δομή του λόγου όσο και τη γωνία θέασης της πραγματικότητας.
Οι ήρωες του Bernhard δεν φέρουν λογοτεχνικές εκζητήσεις ή υπερβολές. Είναι καθημερινοί άνθρωποι, ετερόκλητοι, όχι περισσότερο ή λιγότερο εσωστρεφείς από τον καθένα μας. Ομως τους συνδέει η ίδια διαταραχή, η διαταραχή που βασάνιζε και τον δημιουργό τους: η εμμονική ανάγκη να κατανοήσουν την ύπαρξή τους εντός των εύθραυστων ορίων της θνητότητας (ή, ίσως, ακριβώς εξαιτίας των εύθραυστων ορίων της θνητότητας).
Τα επτά διηγήματα της ανά χείρας συλλογής αναπτύσσονται γύρω από έναν δάσκαλο ο οποίος βασανίζεται από αϋπνίες (στο διήγημα «Δυο παιδαγωγοί») εξαιτίας της ανάγκης να αποδεχτούν οι γύρω του τον ιδιάζοντα τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα· από τον αδελφό ενός γνωστού γενετιστή (στο διήγημα «Η τραγιάσκα») του οποίου η εύθραυστη υγεία λειτουργεί ως αφετηρία αναψηλάφησης του κοινωνικού μικροπεριβάλλοντός του· από έναν φοιτητή Ιατρικής που αυτοεγκλωβίζεται στη συγγραφή μιας μελέτης περί θεάτρου, ενώ το απεχθάνεται (στο διήγημα «Είναι τραγωδία; Είναι κωμωδία;»)· από την ασφυκτική καθημερινότητα ενός εργάτη (στο διήγημα «Γιάουρεκ»)· από την περσόνα του ανάπηρου γιου ενός εμπόρου (στο «Εγκλημα του γιου ενός εμπόρου από το Ινσμπρουκ»), ο οποίος κατευθύνει τον εαυτό του στον γκρεμό· από έναν υλοτόμο (στο «Ακόλουθος στη γαλλική πρεσβεία») κι έναν πρώην κατάδικο (στο «Ο μαραγκός») οι οποίοι, μουδιασμένοι μπροστά στις αναπάντεχες στροφές της καθημερινότητας, αδυνατούν να ισορροπήσουν μεταξύ αφήγησης και βιώματος.
«Πρόζα»«Πρόζα», Διηγήματα, Μετάφραση-Επίμετρο: Βασίλης Τσαλής Κριτική, 2015, Σελ. 128 | 
Οσο κι αν είναι δύσκολο να διαχωρίσεις την ασθματική αφηγηματική ανάσα τού Bernhard από την ανατομία της ανθρώπινης κατάστασης που επιχειρεί, θα ήταν λάθος να μην επισημανθεί πως ο σχεδόν παραληρηματικός λόγος των ηρώων του -εν πολλοίς μονόλογος- αποτέλεσε ριζοσπαστική αφηγηματική συνθήκη όταν εμφανίστηκε στο μεταπολεμικό στερέωμα της γερμανόφωνης λογοτεχνίας, για να καταλήξει στις μέρες μας ως ιδιάζων, στιβαρός, σχεδόν εμβληματικός αφηγηματικός τρόπος.
Αλλωστε κάθε διήγημα της «Πρόζας» εμπεριέχει και κάτι από τους «Φτηνοφαγάδες» (Νησίδες, 1998), τη «Διόρθωση» (Εξάντας, 1998) ή τον «Ανιψιό του Βιντγκενστάιν» (Εστία, 1989), σκιαγραφώντας τόσο την επικύρωση του κλισέ που παρουσιάστηκε πιο πάνω (μέσα από τις θεματικές κι εκφραστικές εμμονές του) όσο και την ακύρωσή του (μέσα από τις πολλαπλές προσεγγίσεις της ανθρώπινης αγωνίας, των διαπροσωπικών σχέσεων και της μοναξιάς).
Ο Thomas Bernhard βρήκε καταφύγιο στη γραφή, μέσα από ένα βαθύ και οξύ εργαλείο αυτοπαρατήρησης του εαυτού του αλλά και του κόσμου. Με τα δικά του λόγια (ξανά από το κατατοπιστικότατο επίμετρο του μεταφραστή): «Η τέχνη συνολικά δεν είναι, ναι, τίποτε άλλο παρά μια τέχνη επιβίωσης, το γεγονός αυτό δεν επιτρέπεται να το παραβλέψουμε, η τέχνη είναι η απόπειρα που κάνει συνέχεια, με τρόπο συγκινητικό, η διάνοια να τα βγάλει πέρα με αυτό τον κόσμο και τις αντιξοότητές του, πράγμα που, όπως ξέρουμε, είναι δυνατό μόνο αν χρησιμοποιήσουμε ψέμμα και ψευδολογία, υποκρισία και αυτοεξαπάτηση» (σ. 119).
Και μέσα από τα λόγια του αυτά αποκαλύπτεται (και) ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπιζε, φιλοσοφικά αλλά και με επιφύλαξη, το «καταφύγιο» των λέξεών του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου