Ηταν μια παρέα όπου ξεχώριζαν ο Γιάννης και ο Δημήτρης Γουσίδης. Και μαζί ο Αντώνης Δούδος κι ο Παναγιώτης Σπύρου, οι συνάδελφοι Κλέαρχος Τσαουσίδης, Σταύρος Τζίμας, Χρήστος Ζαφείρης, Νίκος Ρούμπος, ο Σπύρος Σακέτας, ο Θόδωρος Θεοδοσόπουλος και πιο παλιά ο Αντώνης Κούρτης, ο Ανέστης Πεταλίδης, ο Κώστας Πύρζας και άλλοι.
Ο Γιάννης έλεγε: «Οι εντιμότατοι φίλοι μου». Εμείς λέγαμε: «Τα καλύτερά μας χρόνια». Και δεν ήταν λίγα τα χρόνια αυτά. Τον γνώρισα στα μέσα της δεκαετίας του '60, αλλά η περίοδος της «καλής παρέας» κράτησε από το '85 ώς το 2005... και δεν περιγράφεται!
Ο Γιάννης φαινόταν δύσκολος άνθρωπος, έως ότου καταλάβαινες τι ψυχούλα ήταν. Εβριζε και ήξερες καλά ότι όσο περισσότερο σ' έβριζε («κοπρόσκυλο», «τομάρι», ήταν τα πιο ανώδυνα) τόσο περισσότερο σ' αγαπούσε! Εκανε πλάκες, χοντρές πλάκες και ακόμα περισσότερες δεχόταν - αυτή ήταν η ζωή του... Αν περνούσε μια εβδομάδα... νηνεμίας, έπαιρνε ο ίδιος τηλέφωνο, κραύγαζε «Αρκούδα» και το έκλεινε. Ηταν το σύνθημα, για να αρχίσουν ξανά τα τύμπανα του πολέμου.
Θυμάμαι κάποιον που έπινε αμέριμνος το ούζο του στου «Ανάπηρου», όταν είδε ξαφνικά να περνά μπροστά του η... κηδεία του: φέρετρο με κορδέλες που έγραφαν το όνομά του!
Οπως θυμάμαι και την πρώτη φορά που ήρθε ο Γιάννης στο «Ποντίκι», στην Αθήνα. Μπήκε και τον πρώτο που βρήκε, έναν νεαρό συνάδελφο, τον ρώτησε ευγενικά: «Κοπελιά, η τσατσά πού είναι;». Από την άλλη, βρήκε μια μέρα χτισμένη την είσοδο του φωτογραφείου του, μια άλλη δεν μπόρεσε να μπει, γιατί στον χώρο μπροστά υπήρχε τόσο μέλι που κόλλησε!
Κι όταν άνοιξε ένα πολυτελές δέμα που κάποτε έλαβε, είδε να πετάγονται... φίδια και γέμισε το γραφείο σκόρδα, για να τα διώξει. Και κάποια στιγμή, είχε βρεθεί στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, όταν όλη η Θεσσαλονίκη έμαθε ότι ήταν ο τυχερός του πρώτου λαχνού του λαχείου...
Οι πλάκες συνοδεύονταν συχνά από στοιχήματα, δύσκολα και περίεργα, που συνήθως ο Γιάννης κέρδιζε, όπως όταν ξύρισε (με την ψιλή μηχανή) το κεφάλι του ή όταν έφαγε έναν απίστευτα μεγάλο αριθμό αυγών! Σ' αυτή την περίπτωση (τα στοιχήματα με αυγά δεν ήταν λίγα) όσα ήταν τα αυγά τόσα ήταν και τα λεφτά.
Μόνο που όταν τέλειωσε το φαΐ, ο Γουσίδης άρπαξε τα χρήματα κι άρχισε να τρέχει μαζί με τους άλλους - Σπύρου, Δούδο κ.λπ. Ο Γιάννης βρήκε μια μάνικα, τους κυνήγησε, δεν τους πρόλαβε, κι όταν γύρισε έκανε μούσκεμα εμένα, που περίμενα ήσυχος. «Γιατί εμένα;» τον ρώτησα. «Γιατί οι άλλοι έφυγαν» μου είπε.
Ο Γιάννης δεν ήταν μόνο σπουδαίος φωτογράφος (σκηνοθετούσε την κάθε φωτογράφηση, όπως έχουν πει), αλλά και δημοσιογράφος. «Εγραφε» με τη μηχανή του και η Θεσσαλονίκη, όπως και η δημοσιογραφία και οι εφημερίδες του χρωστάνε πολλά. «Φωτογραφίζει όπως αναπνέει και αναπνέει για να φωτογραφίζει» έλεγε η Χρύσα, που έζησε μαζί του 55 χρόνια, μια ζωή «που δεν ήταν εύκολη, ήταν όμως μια υπέροχα ενδιαφέρουσα ζωή».
Αγαπούσε τη μηχανή του, της μιλούσε, τη χάιδευε, όπως έκανε και με όλα τα άλλα σύνεργα της δουλειάς του, ανάμεσα στα οποία ήταν και η περίφημη σκάλα, απαραίτητη για να βγάζει από ψηλά τις μοναδικές φωτογραφίες του, ο «σύγχρονος Ιωάννης της Κλίμακος», κατά τον Πάνο Θεοδωρίδη˙ (Κάποτε μου είπε: «Δεν είναι μόνο για τις φωτογραφίες. Αισθάνομαι ελεύθερος εκεί πάνω...»)
Σ' έναν γάμο συναδέλφου στην Καστοριά, ο Γιάννης βρήκε από τον νεωκόρο μια τεράστια σκάλα, την έστησε μπροστά στο ιερό, ανέβηκε κι άρχισε να τραβάει. Ο παπάς θύμωσε, του ζήτησε να κατέβει, είδε ότι τον αγνόησε και δήλωσε καθαρά στον γαμπρό: «Αν δεν κατέβει αυτός, δεν αρχίζω το μυστήριο».
Οταν τελικά κατέβηκε και βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τον παπά, του είπε: «Εμείς οι δυο δεν θα τα πάμε καθόλου καλά», λες και θα τον ξανάβλεπε...
Ακόμα και στον Λευκό Οίκο, που βρέθηκε επί Μπους, με την ελληνική αποστολή, βρήκε ένα σκαμνί κι ανέβηκε, αλλά κατεβαίνοντας έσπασε ένα βάζο! Οταν γύρισε στη Θεσσαλονίκη, για μέρες άκουγε στο τηλέφωνό του κάποιον με σπασμένα ελληνικά πότε να του λέει ότι πρέπει να πληρώσει τη ζημιά και πότε να τον απειλεί ότι... θα πάει στο Γκουαντάναμο, επειδή προσέβαλε τον πρόεδρο των ΗΠΑ!..
Ανάμεσα στις διεθνείς επιτυχίες του (είχε γυρίσει όλο τον κόσμο) ήταν και όταν έγινε στη Θεσσαλονίκη ένα μεγάλο διεθνές συμπόσιο κλωστοϋφαντουργίας. Ο Γιάννης, αφού τράβηξε αμέτρητες φωτογραφίες, γνώρισε τον επικεφαλής των Ιαπώνων αντιπροσώπων, ο οποίος θέλησε να τον ευχαριστήσει.
«Πώς λένε το “ευχαριστώ” στα ελληνικά;», ρώτησε τον Δούδο. «Αρκούδα», του είπε εκείνος, οπότε ο Γιαπωνέζος, με μια υπόκλιση, είπε «αρ-κού-ντα» κι ο Γιάννης απάντησε ιαπωνικά: «γκα-μιέ-σαι»!
Τα χρόνια πέρασαν, έπαψα να πηγαίνω στη Θεσσαλονίκη κι εκείνος να έρχεται στην Αθήνα. Μιλούσαμε όμως στο τηλέφωνο. Λέγαμε λίγα, αλλά εννοούσαμε πολλά -και κλείναμε πάντα μ' ένα «σ' αγαπώ πολύ», που του άρεσε να λέει. Μια μέρα με αιφνιδίασε.
Ποτέ δεν μιλούσε για την ηλικία του και τώρα τον άκουσα να λέει στο τηλέφωνο: «Εχω γενέθλια, έγινα 90»! Φέτος στη γιορτή του, δεν μπορούσε να μιλήσει. «Φεύγει σιγά σιγά», μου είπε η Χρύσα. Κι εμείς μείναμε να θυμόμαστε ότι είμαστε οι «εντιμότατοι φίλοι του» και μαζί του ζήσαμε «τα καλύτερά μας χρόνια»...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου