«Ελπίζω πως κάποτε η Αθήνα θα ξαναβρεί το πρόσωπό της, το πληγωμένο από τη σημερινή κρίση. Αλλά δεν πιστεύω πως εγώ θα ζήσω τόσο που να προλάβω να το δω αυτό».
Τα λόγια αυτά, που τα μεταγράφω εδώ συντομευμένα, δεν θα μπορούσαν κανονικά να παραξενέψουν. Τα ακούμε αρκετά συχνά από ανθρώπους μιας ηλικίας, ευαίσθητους, αλλά παραιτημένους από την ελπίδα ότι μια αλλαγή μπορεί να έρθει σύντομα και, ακόμα περισσότερο, από την πίστη ότι οι ίδιοι μπορεί να συμβάλουν ενεργά σε μια τέτοια αλλαγή.
Το εντυπωσιακό βρίσκεται αλλού. Στο γεγονός ότι τα λόγια αυτά γράφτηκαν από ένα νέο κορίτσι, στο πλαίσιο μιας απάντησης σχετικά με την Αθήνα μέσα στη σημερινή κρίση, κατά τη διάρκεια μιας πανεπιστημιακής εξέτασης. Ας μη βιαστούμε να βγάλουμε το συμπέρασμα ότι οι νέοι και οι νέες έχουν παραιτηθεί από κάθε ελπίδα και αποδέχονται παθητικά όσα βλέπουν γύρω τους και μέσα τους.
Η συντριβή δεν είναι πάντοτε αρνητική. Μπορεί να συντρίβει και τα όσα πρέπει να πέσουν για να ανοίξει ένας δρόμος. Κάποτε, το να γκρεμιστούν τα οικοδομήματα της εύκολης και άκριτης αισιοδοξίας και της στομφώδους ρητορικής είναι και η προϋπόθεση για να υπάρξει η θετική αντίδραση. Και με την έννοια αυτή, υπάρχει ένα είδος απαισιοδοξίας που μπορεί να είναι και πρόδρομος της ελπίδας και της πράξης. Περίπτωση που είναι χαρακτηριστική πολλών από τους νέους σε ώρες σαν αυτές που περνάμε.
Ποιον ρόλο μπορεί να έχει σε μια τέτοια -ή σε όποια άλλη- διαδικασία η σχέση μαθητή και δασκάλου; Δεν αυταπατώμαι ότι η εκπαίδευση κι η παιδεία γενικότερα μπορούν να «διαμορφώσουν» το μυαλό, την καρδιά, τον πυρήνα της προσωπικότητας.
Αυτό είναι μια δονκιχωτική απάτη που οδηγεί σε δραματικές καμιά φορά διαψεύσεις, έστω και αν βασίζεται σε μια αγαθή προαίρεση. Οι νέοι και οι νέες που ακούν τον λόγο ενός δασκάλου μπορούν στην πραγματικότητα να αφομοιώσουν όσα η δική τους ζωή, τα δικά τους βιώματα τους έχουν προετοιμάσει για κάτι τέτοιο.
Αν όντως η παιδεία είναι και αυτή σχέση ερωτική, τότε, όπως συμβαίνει και με τους άλλους έρωτες, προετοιμαζόμαστε γι’ αυτήν πριν τη γνωρίσουμε μέσα από ολόκληρη τη ζωή την οποία ζούμε.
Και αυτό επίσης ισχύει όταν η ανταπόκριση των νέων στα ερεθίσματα που προτείνει η παιδευσιακή διαδικασία μπορεί να σπάει τον κύκλο της άρνησης. Η κατάφαση όπως και η άρνηση, το ίδιο νόμιμες κατ’ αρχήν και οι δύο, πηγάζουν πρωταρχικά από αυτόν/ήν που τις εκφράζει, έστω και αν σε κάποιες ευτυχισμένες στιγμές μπορεί να ενεργοποιηθούν και από τον διάλογο στην τάξη.
Σε ένα άλλο γραπτό, στο πλαίσιο της ίδιας εξέτασης, κάποιος άλλος φοιτητής περνά μέσα από όλα τα δύσκολα και τα άσκημα που συναντάμε σε κάθε βήμα στην πόλη της Αθήνας, χωρίς ωστόσο να παραιτηθεί από την αίσθηση της χαράς, από την πολύτιμη απόλαυση του φευγαλέου και του ασήμαντου που του προσφέρει αυτή η πόλη, για να καταλήξει περίπου έτσι: Μπορεί να υπάρχουν πολλοί που είναι έτοιμοι να απορρίψουν και να καταγγείλουν όλα όσα ζουν και υπάρχουν στην Αθήνα.
Οταν όμως κάνεις κάτι τέτοιο, είναι σαν να αρνείσαι και να περιφρονείς ένα κομμάτι από εσένα τον ίδιο. Λόγια που ισχύουν και όταν μιλάμε όχι μόνο για μια πόλη, αλλά για μια χώρα, τον κόσμο μας, τη ζωή μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου