Η ηλικιωμένη γυναίκα που καθόταν απέναντί του στον Ηλεκτρικό κοίταζε στο κενό. Το πρόσωπό της ήταν γεμάτο από τις χαρακιές του χρόνου: ρυτίδες βαθιές πάνω σε ένα λευκό και καθαρό δέρμα, χωρίς άλλα σημάδια.
Τα μάτια της μικρά κάτω από ένα ζευγάρι πυκνά φρύδια. Μπορεί και να είχαν μικρύνει τα μάτια με τα χρόνια και τα βάσανα. Πρέπει να είχε υπάρξει όμορφη. Αλλά φαινόταν ότι είχε δουλέψει σκληρά στη ζωή της, με τα χέρια, με το σώμα, που τώρα ήταν μάλλον γεμάτο και κάπως φαρδύ.
Την παρατηρούσε πίσω από τα γυαλιά ηλίου, που δεν τα αποχωριζόταν παρά μόνο όταν σκοτείνιαζε ο ουρανός για να βρέξει. Αιώνιος παρατηρητής της ζωής και των στιγμών των άλλων. Ηξερε πως φερόταν αδιάκριτα, αλλά δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς.
Αυτή η γυναίκα, με τη μαύρη φούστα, τα χαμηλά ανατομικά παπούτσια και την καφέ σκούρα ζακέτα, τον μαγνήτιζε. Και όμως, φαινόταν να μην τον έχει προσέξει καν.
Τα μαλλιά της ήταν βαμμένα σκούρα καστανά και τα είχε κοντοκουρεμένα. Στους κροτάφους της διέκρινε τις λευκές τρίχες που έσκαγαν από τη ρίζα τους. Δεν φορούσε κοσμήματα, μόνο ένα μικρό σταυρό που κρεμόταν από αλυσίδα και μια χρυσή βέρα. Παρά το κρύο, στον λαιμό της δεν είχε ούτε ένα μαντίλι και η ζακέτα της ήταν ανοιχτή.
Κοίταξε γύρω του. Ο κόσμος κουκουλωμένος σε χοντρά μπουφάν, σκούφους και κασκόλ, φαινόταν πότε να κρυώνει με το άνοιγμα των θυρών και πότε να εκνευρίζεται αν στριμωχνόταν λίγο παραπάνω. Εκείνη έμενε ατάραχη.
Το βλέμμα της ήταν καρφωμένο έξω από το παράθυρο, αλλά δεν έβλεπε τίποτα. Το καταλάβαινε. Ούτε μια στιγμή δεν έπαιξαν τα βλέφαρά της, κανένας ήχος δεν την ανησύχησε.
Δεν έστρεφε το κεφάλι της μέσα ούτε όταν έμπαιναν στις σήραγγες.
Αναρωτήθηκε ποια να ήταν, τι να είχε ζήσει, πώς να είχε κυλήσει η ζωή της έως τώρα. Είχε άραγε παιδιά, και πόσα; Σκίρτησε άραγε η κάποτε νέα καρδιά της από έναν έρωτα δυνατό; Και πώς να εξελίχθηκε;
Πού να δούλεψε; Σε εργοστάσιο; Μήπως ήταν αγρότισσα, από αυτές που πιάνουν την πέτρα και τη στύβουν; Που δουλεύουν σε κτήματα, εκτρέφουν ζωντανά και μεγαλώνουν παιδιά. Τα ροζιασμένα χέρια της ήταν δυνατά, έδειχναν αποφασιστικότητα.
Πόσο πολλοί γρίφοι για να λύσει… Δεν θα τολμούσε να τη ρωτήσει όμως. Προσπάθησε να φτιάξει μια δική του ιστορία αρχίζοντας από τη στιγμή που την πρόσεξε.
Οταν μπήκε από τον σταθμό και κάθισε πλάι στο παράθυρο, την βρήκε εκεί. Μέτριο ύψος, απλά, συντηρητικά ρούχα, σοβαρό και μετρημένο πρόσωπο. Μια κυρία κάποιας ηλικίας, από αυτές που αν συναντιούνταν στον δρόμο ίσως να μην την είχε παρατηρήσει ποτέ.
Την φαντάστηκε να ζει σε μια μικρή επαρχιακή πόλη από τότε που γεννήθηκε. Παντρεύτηκε μικρή, ίσως και πριν από τα 20, ενδεχομένως από προξενιό. Αφησε τα όνειρα στην άκρη και υποτάχτηκε.
Εκανε τρία ή τέσσερα παιδιά, τα οποία αγωνίστηκε για να σπουδάσουν, να γίνουν κάτι στην κοινωνία. Και τώρα, που έχουν πετάξει με δικά τους φτερά, έρχεται στην Αθήνα να τα δει, να τα βοηθήσει αν τη χρειάζονται, κι ύστερα πάλι να φύγει.
Είναι ευχαριστημένη. Τα κατάφερε καλά. Ομως, τις ώρες που ταξιδεύει μόνη, αφήνεται στο όνειρο. Σε κείνα που κάποτε θα ήθελε να δει, αλλά τα ξέχασε, σε κείνα που της υποσχόταν η ζωή στα παιδικά χρόνια όταν έτρεχε στην ύπαιθρο με τα άλλα παιδιά, σε κείνον που έφυγε και όταν γύρισε ήταν πια αργά.
Δεν πρόλαβε να σκεφτεί αν έπρεπε να τη λυπηθεί, για όσα έχασε, για το μεγάλο πάθος που δεν έζησε.
Μία στάση πριν από τη δική του, η γυναίκα σηκώθηκε. Τον κοίταξε με σταθερό βλέμμα και με ένα κορμί δυνατό και υπερήφανο βγήκε από το τρένο. Και τότε την θαύμασε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου